22 Νοεμβρίου 2016

Εμεινε με την απορία

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ

[ΦΩΤΟ-Ενα από τα ωραία της ζωής είναι ότι σε αναγκάζει κάποιες φορές να εκστομίσεις πράγματα που ούτε φανταζόσουν ποτέ τον εαυτό σου να λέει. Να, όπως εγώ σήμερα, όταν είδα την «οπισθοδρομική κομπανία» της φωτογραφίας και έπιασα τον εαυτό μου να αναφωνεί: «ω, ρε μάγκα μου!» (και να χτυπάω την παλάμη στον μηρό, εννοείται...). Ας σημειωθεί ότι η φωτογραφία είναι από την προσέλευση του κυρίου Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων στις αρχαιρεσίες του ΤΕΕ, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ καταποντίσθηκε...]

Με πιάνουν κάτι περίεργες καλοσύνες τελευταία και αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να το κοιτάξω. Εν πάση περιπτώσει, διαβάζοντας τη συνέντευξη του τέως υπουργού Πολιτισμού στον Δ. Δουλγερίδη («Τα Νέα»), πρώτη φορά συμπάθησα...
πώς το λένε; συμπόνεσα –είναι καλύτερο– τον Αριστείδη Μπαλτά. Εμεινε, λέει, με την απορία γιατί τον αντικατέστησε ο πρωθυπουργός. Αυτός απορεί και εγώ καταλαβαίνω ότι κακώς τον ενόμιζα λύκο, διότι ο Μπαλτάς ήταν τελικά Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάζοντας τη συνέντευξη, ξεδιπλώνεται μια σύνοψη της υπουργίας του, η οποία δίνει αδρά την απάντηση στην απορία του τέως υπουργού. Ο Αρ. Μπαλτάς δεν ακούμπησε τίποτε και το μόνο που ακούμπησε το κατέστρεψε (το Φεστιβάλ)· έκανε κακές διοικητικές επιλογές· όλο τον παγίδευαν και όλο δεν ήξερε· τα διαδικαστικά τον παρέλυαν· τέλος, περιφρονούσε τις κυβερνητικές και κομματικές ίντριγκες – τη συνάφεια με τον κόσμο της πολιτικής, δηλαδή. Ηταν ένας φιλόσοφος-βασιλεύς σε ρόλο υπουργού. Προφανώς έντιμος και ανιδιοτελής, αλλά «από τηγανίτα τίποτε».

Η αδυναμία να καταλάβει δεν οφείλεται σε αφέλεια –άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίον τσακίζει τον Β. Θεοδωρόπουλο για τη φιλοχρηματία του δείχνει ότι ο Αρ. Μπαλτάς παραμένει ένας «κακός» που ξέρει να δαγκώνει. Είναι η φιλία του με τον Τσίπρα εκείνο που τον εμποδίζει να καταλάβει τους λόγους της αντικατάστασής του, αλλά φυσικά αυτό δεν μπορεί να το πει, ειδικά όσο ο ανασχηματισμός είναι φρέσκος. (Λέγεται ότι ο Μπαλτάς έχει στηρίξει τον Τσίπρα σε πολύ δύσκολες ώρες...). Το ότι δεν μπορεί να χωνέψει ακόμη ότι στην πολιτική οι φίλοι είναι για να χρησιμοποιούνται και μετά να πετάγονται μαζί με τα άλλα άχρηστα, τον διαφοροποιεί. Μπορεί να είναι ο ναρκισσισμός των διανοουμένων γενικώς και όχι μόνον της Αριστεράς, (π.χ., «μα εγώ τον είχα να κρέμεται από το στόμα μου! Πώς με σουτάρει στη ψύχρα;»). Μπορεί να είναι κοινή, ανθρώπινη εντιμότητα. Αν είναι το δεύτερο, σε όποιο βαθμό και αν είναι, υπάρχει μια ειρωνεία για τον Αριστείδη Μπαλτά: ότι, ως προς το συγκεκριμένο τουλάχιστον, ήταν λίγο καλύτερος από την μπαγκατέλα τριγύρω του, την οποία και εξιδανίκευσε. Και αυτό, αλίμονο, είναι μια μορφή αριστείας, δηλαδή η «ρετσινιά» που τον κατατρέχει από παιδί.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ