Είχε διατηρήσει μια πικρή γεύση της Κούβας, όταν την επισκέφθηκε για πρώτη φορά δύο χρόνια νωρίτερα, την είχε βρει «ύποπτη, πόρνη της νύχτας». Δέχτηκε, τελικά, την πρόσκληση, πιθανότατα για να μπει στο μάτι των γαλλικών αρχών.
Από αυτό το ταξίδι που κράτησε ένα μήνα, από τον Φεβρουάριο ως τον Μάρτιο του 1960, και στο οποίο ο Σαρτρ συνοδευόταν από την Σιμόν ντε Μποβουάρ γεννήθηκε ένα μεγάλο ρεπορτάζ, Ouragan sur le sucre («Τυφώνας στη ζάχαρη»), το οποίο ο Σαρτρ δημοσίευσε στην εφημερίδα France-Soir, σε δεκαέξι συνέχειες, με στόχο να γνωρίσει το γαλλικό κοινό την κουβανέζικη επανάσταση. Ηταν ένας πραγματικός ύμνος στον Κάστρο και την επανάστασή του μολονότι τα καθεστωτικά της στοιχεία είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται.
Αυτό το κείμενο, κρυμμένο στο ντουλάπι της ιστορίας για καιρό, αναδημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Les Temps modernes, συνοδευόμενο από πρωτότυπεςσημειώσεις, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ένα βιβλίο που ο Σαρτρ ουσιαστικά ποτέ δεν έγραψε. Ισως γιατί κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά... «Ο Σαρτρ γρήγορα κατάλαβε και καταδίκασε τις φρικτές όψεις του καστρισμού», γράφει ο εκδότης Claude Lanzmann στον πρόλογό του.
Σαρτρ και Μποβουάρ στα γραφεία του κουβανέζικου περιοδικού:
Επί 48 ώρες, ο Σαρτρ και η Μποβουάρ συνοδεύουν τον Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος τους κάνει τον γύρο του νησιού. Ο γάλλος συγγραφέας περιέγραψε επί μακρόν αυτόν «τον σκληρό νέο», ο οποίος συμβόλιζε την ενότητα και την κυριαρχία του κουβανέζικου λαού. Του αποδίδει «μια αδίστακτη αλαζονεία» και «ένα ασυμβίβαστο κουράγιο».
Το μεγάλο θέμα των πρώτων μηνών της κουβανέζικης επανάστασης είναι η αγροτική μεταρρύθμιση. Φυσικά, μετά από δεκαετίες, έχει αποδειχθεί ότι η γεωργία είναι μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του καθεστώτος Κάστρο. Ο Σαρτρ πιστεύει εκείνη την εποχή ότι «η μεγάλη απειλή έρχεται από τους πουριτανούς του Βορρά», όπως αποκαλεί τις ΗΠΑ. «Οι Γιάνκις έχουν μια ορισμένη άποψη για τη δημοκρατία: η πολιτική υποκύπτει στην οικονομία -ε, λοιπόν, ο Κάστρο πιστεύει ακριβώς το αντίθετο», γράφει.
Ο Κάστρο των ελίτ του Παρισιού
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για τη γοητεία που ασκούσε ο Κάστρο στους γάλλους διανοούμενους και συγκεκριμένα σε μια πλούσια ελίτ του Saint-Germain-des-Prés, που σύχναζε στα ακριβά εστιατόρια και καφέ του κέντρου της γαλλικής πρωτεύουσας.
«Εκείνη τη στιγμή ο Φιντέλ εκπροσωπούσε μια ουτοπία. Και ορισμένοι την πίστεψαν, σχεδόν στα τυφλά».
Το 1960, η επίσκεψη του Σαρτρ και της Μποβουάρ αρκεί για να θεοποιήσει σχεδόν την καστρική επανάσταση στα μάτια των γάλλων διανοουμένων και της αντι-αμερικανικής αριστεράς. Η πίστη τους ήταν τόσο ολοκληρωτική που ο κουβανός εξόριστος Jacobo Machover, στο βιβλίο του Cuba l’accompagnement coupable, les compagnons de la barbarie (2010), καταγγέλλει τους διανοούμενους οι οποίοι «αρνήθηκαν να επικρίνουν τη φρίκη πίσω από τις εικόνες των δήθεν επαναστατών ηγετών τους οποίους μεταμόρφωναν σε ρομαντικούς ήρωες».
Η καταδίκη του 1071
Σε ό,τι αφορά τον Ζαν Πολ Σαρτρ η έλξη και ο μαγνητισμός σταματούν το 1971, όταν συλλαμβάνεται ο ποιητής Heberto Padilla. Ο γάλλος φιλόσοφος παίρνει οριστικά διαζύγιο από την Κούβα και τον Κάστρο και συνυπογράφει ένα κείμενο διαμαρτυρίας για την σύλληψη του κουβανού ποιητή. Και δεν διστάζει να κάνει την ταπεινωτική αυτοκριτική του.
Ο Κάστρο απάντησε στον Ζαν Πολ Σαρτρ και την Σιμόν ντε Μποβουάρ. Τους χαρακτήρισε, σε δήλωσή του, «πράκτορες της CIA» και τους απαγόρευσε «για πάντα» να μπουν στο έδαφος της Κούβας.