«Εκτιμώ ότι πρόκειται για μια χυδαία λασπολογία και ντρέπομαι για εκείνους που κατηγόρησαν έναν άνθρωπο σαν τον Αριστείδη Μπαλτά. Πραγματικά ντρέπομαι για τους ανθρώπους που υπέγραψαν και διακίνησαν τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα».
Ο εύθικτος αξιωματούχος του προλόγου είναι ο κ. Δημ. Τζανακόπουλος και ο χυδαίος λασπολόγος η αφεντιά μου.
Και δεν σας κρύβω πως όταν άκουσα τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να επιχειρεί με τόσο χυδαίο τρόπο την απαξίωση της επαγγελματικής μου υπόστασης, ήταν η πρώτη φορά στα 29 χρόνια που ασκώ το επάγγελμα, που σκέφτηκα να του κάνω μια καραμπινάτη μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, την οποία όπως αυτόκλητα μού είπαν δύο φίλοι δικηγόροι θα την κέρδιζα από τα αποδυτήρια. Διότι είναι βαρύ –πολύ βαρύ, κ. Τζανακόπουλε, όσο και αν δεν το αντιλαμβάνεσθε– να αποκαλείτε κάποιον «χυδαίο λασπολόγο», χωρίς να έχετε ούτε ένα επιχείρημα που να στοιχειοθετεί τη συκοφαντία σας.
Δεν έχει όμως νόημα μια τέτοια επιλογή. Πόσο μάλλον όταν εκτιμώ ότι όσοι διάβασαν το ρεπορτάζ του προηγούμενου Σαββάτου για την αναξιοκρατική επαγγελματική εκτόξευση της συζύγου του κ. Μπαλτά στη δημόσια εταιρεία Κτιριακές Υποδομές (ΚΤΥΠ), την εξόφθαλμα καταχρηστική νομιμοποίησή της ως «δανεική αορίστου χρόνου», και –κυρίως– την απάντηση του πρώην υπουργού (στην οποία δεν είπε λέξη για το παράνομο επίδομα που της δόθηκε με ένα εντελώς άσχετο με τη θέση της μεταπτυχιακό) έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους.
Παρεμπιπτόντως έμαθα και τρεις νέες «λεπτομέρειες» που κάνουν την υπόθεση ακόμη πιο φαιδρή. Πρώτον, ότι το Δ.Σ. της ΚΤΥΠ έκανε διευθύντρια τη σύζυγο του κ. Μπαλτά τον προηγούμενο Απρίλιο πριν ακόμη αποφασισθεί με οριστική πράξη (τον Αύγουστο) η μονιμοποίησή της στην ΚΤΥΠ, δεύτερον, ότι εκείνη λίγες μέρες αργότερα παραιτήθηκε –προφανώς γιατί ανησύχησε μήπως μπλέξει με όλα αυτά– αλλά το Δ.Σ. απέρριψε την παραίτησή της (sic), και τρίτον –και αστειότερο– ότι το περιβόητο μεταπτυχιακό δίπλωμα «Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας» βάσει του οποίου πήρε αναδρομικό επίδομα, εκτός του κ. Μπαλτά το συνδίδασκε και ο υπουργός Παιδείας κ. Κ. Γαβρόγλου...
Ο λόγος, ωστόσο, που επέλεξα να αναφερθώ και πάλι στο θέμα είναι σοβαρότερος και όχι βέβαια να μετεξελιχθεί ένα ρεπορτάζ σε βαρετό σίριαλ με απαντητικές επιστολές κ.λπ. κ.λπ. Είναι κάποιες σκέψεις από την αλαζονική εμφάνιση Τζανακόπουλου και αφορούν γενικότερα τον τρόπο που αντιδρά η κυβέρνηση έναντι οποιουδήποτε της ασκεί κριτική.
Αν το σκεφτείτε ψυχρά, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ μοιάζουν πια να αντιμετωπίζουν την εξουσία με μια πρωτόγνωρα ιδιοκτησιακή λογική. Πολιτεύονται σαν να τους είχαν στερήσει επί δεκαετίες κάτι που πάντα πίστευαν ότι τους ανήκε και τώρα που επιτέλους το κατέλαβαν δεν διανοούνται ότι θα το ξαναχάσουν. Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του δεν αντιλαμβάνονται καν τη νομοτελειακή προσωρινότητα των αξιωμάτων τους, έχοντας συνειδητά ή ασυνείδητα ταυτίσει πλήρως τις περσόνες τους με αυτά.
Ετσι μόνον εξηγείται ότι αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε επικρίνει ή έστω αμφισβητεί τις επιλογές τους ως εχθρούς τους. Δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξετάσουν τη βασιμότητα ή μη μιας κριτικής. Οποιος δεν τους στηρίζει πειθήνια και άκριτα είναι αυτομάτως απέναντι. Ανήκει στους «άλλους». Στους ιδεολογικούς υπονομευτές του καθεστώτος τους. Σε εκείνους που συνωμοτούν για να χάσουν τις καρέκλες τους. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να απαντήσουν επί της ουσίας σε οποιαδήποτε κριτική, επιλέγοντας να «απαξιώσουν» αυτόν που την ασκεί. Αντί να διαλέγονται με ορθολογικά επιχειρήματα επιλέγουν να «δολοφονούν» χαρακτήρες.
Αυτή η κτητική προσέγγιση της εξουσίας είναι και η αιτία που οι σημερινοί κυβερνώντες δεν αντιλαμβάνονται καν την αυτονόητη –σε μια δημοκρατία– ανάληψη ευθύνης για τα λάθη και τις ανακολουθίες τους. Εχω πλέον την απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να δούμε ποτέ και κανέναν τους να παραιτείται, γιατί απλούστατα αισθάνονται με κτητικό τρόπο ότι τους ανήκουν και τα αξιώματα και οι καρέκλες.
Μην το γελάτε γιατί δεν είναι καθόλου αστείο. Οι περισσότεροι απ’ όσους μας κυβερνούν έχουν γαλουχηθεί με τη μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία, και κυρίως τη λενινιστική αρχή του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», στην οποία η έννοια «δημοκρατικός» είναι απόλυτος ευφημισμός. Ο Λένιν στο «Τι πρέπει να κάνουμε;» περιγράφει κατ’ ουσίαν μια στυγνή δικτατορία, απολύτως ιεραρχική, την οποία ουδείς βέβαια δικαιούται να αμφισβητεί. Εν ολίγοις μπορεί μεν αρκετοί να το υποβαθμίζουν ή και να το θεωρούν γραφικό, αλλά η απουσία ορθολογικού διαλόγου και επιχειρημάτων στον δημόσιο λόγο που έχει επιβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο απέχει πλέον από κλασικές πρακτικές απολυταρχικών καθεστώτων.
Ξέρω ότι αν ο κ. Τζανακόπουλος διαβάσει αυτές τις γραμμές θα επιβεβαιώσει μέσα του ότι ανήκω κι εγώ στους εχθρούς. Αλλά να σας πω κάτι, κύριε εκπρόσωπε; Αν εσείς ντρέπεστε για μένα, εγώ σας λυπάμαι γιατί είστε και νέος άνθρωπος. Τους λόγους προφανώς δεν τους καταλαβαίνετε, αλλά δόξα τω Θεώ τους κατανοούν οι αναγνώστες. Θα προσπαθήσω, όμως, να σας τους εξηγήσω με μια παράφραση: Μπορείς να βγάλεις το παιδί από το Κόμμα, αλλά –δυστυχώς– δεν μπορείς να βγάλεις το Κόμμα από το παιδί...
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΥΛΑΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ