Ο Philippe Narmino συνελήφθη και αντικαταστάθηκε, ενώ ο γενικός εισαγγελέας εστάλη πίσω στη Γαλλία, στην έδρα του.
Αυτή η απόφαση ελήφθη γιατί οι δύο λειτουργοί κίνησαν υποψίες ότι είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με την δικηγόρο του Ριμπολόβλεφ Tetiana Bersheda. Αντάλλασσαν ύποπτα μηνύματα SMS, με στόχο να πάρουν θετικές αποφάσεις στην υπόθεση Ριμπολόβλεφ εναντίον του εμπόρου τέχνης.
Αυτή η μίνι πολιτική κρίση στο Μονακό είναι η τελευταία σελίδα ενός σήριαλ που συγκλονίζει το πριγκιπάτο εδώ και δυόμιση χρόνια: Ο Ριμπολόβλεφ αγόρασε μια συλλογή από πίνακες έναντι δύο δις ευρώ από έναν Ελβετό έμπορο τέχνης (ο οποίος κατηγορείται έκτοτε για ξέπλυμα και απάτη) και τον κατηγορεί ότι του έκλεψε 1 δισ ευρώ.
«Ξαφνικά ο Αλβέρτος 2ος ξύπνησε», γράφει η Liberation, η οποία παρακολουθεί ανελλιπώς την υπόθεση Ριμπολόβλεφ και δεν συμπαθεί τον ρώσο ολιγάρχη.
«Καμία ατασθαλία δεν θα γίνει ανεκτή», δήλωσε ο Αλβέρτος στο Monaco-Matin. Πήρε τον θρόνο του πρίγκιπα το 2005, διαδεχόμενος τον πατέρα του Ρενιέ, και εμφανιζόταν ως τώρα να αρέσκεται στο στιλ του χαλαρού μονάρχη, να μένει περισσότερο στις ΗΠΑ παρά στο Μονακό, να παραμελεί την φήμη του πριγκιπάτου -φορολογικό και δικαστικό παράδεισο για νομάδες ολιγάρχες. Ξύπνησε όμως απότομα: έδιωξε και τον γενικό εισαγγελέα και τον υπουργό Δικαιοσύνης του πριγκιπάτου», γράφει η εφημερίδα.
Και συνεχίζει:
«Ολη η δικαστική ιεραρχία αποκεφαλίστηκε μετά την άθλια διαχείριση της υπόθεσης Ριμπολόβλεφ. Αυτός ο Ρώσος δισεκατομμυριούχος, αφεντικό και μαικήνας της ποδοσφαιρικής ομάδας του Μονακό, νόμισε ότι μπορεί να επιτρέψει τα πάντα στον εαυτό του. Μετά την μήνυση του Ρώσου, στις αρχές του 2015, εναντίον του εμπόρου τέχνης Yves Bouvier, ο οποίος του πούλησε έργα τέχνης για 2 δις δολάρια ενώ τα είχε αγοράσει μόνο 1 δις, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές του Μονακό ετέθησαν στην υπηρεσία του Ριμπολόβλεφ. Αυτό αποδεικνύουν τα SMS που αντάλλασσαν η δικηγόρος του Tetiana Bersheda με αστυνομικούς και δικαστές του Μονακό, οι οποίοι είχαν αναλάβει την υπόθεση. Εστελναν φιλιά ο ένας στον άλλο, μιλούσαν στον ενικό, απηύθυναν προσκλήσεις για σκι ή για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα».
Σήμερα στους 38.000 κατοίκους του Μονακό έχουν προστεθεί 1.000 Ρώσοι μόνιμοι κάτοικοι και τριπλάσιοι το καλοκαίρι, συν τα call-girls που προέρχονται από τις πρώην ανατολικές χώρες. Τα ρωσικά έχουν γίνει η δεύτερη γλώσσα στο Μονακό, περισσότερο και από τα ιταλικά.
Μετά τις παραιτήσεις των Dreno και Narmino, ο Ριμπολόβλεφ μένει πλέον στο Σαν Φραντσίσκο και όχι στο Μονακό, ενώ η δικηγόρος του έφυγε για το Λονδίνο.
Στο άρθρο του για τον Ριμπολόβλεφ ακόμη και το Paris Match γράφει για πρώτη φορά αρνητικά γι'αυτόν:
«Το χαβιάρι ξεχειλίζει πάνω σε ένα κομμάτι πάγου, καθαρό σαν κρύσταλλο. Στις 12 Φεβρουαρίου, στο Gstaad, περίπου 12 άτομα περιστοιχίζουν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, το κοσμηματοπώλη Fawaz Gruosi, ειδικό στα πολύ μεγάλα διαμάντια. Ανάμεσά τους ο ολιγάρχης Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, μαζί με την απαραίτητη δικηγόρο του, την αναπόφευκτη Tetiana Bersheda, την επονομαζόμενη και «Τσαρίνα».
Ωστόσο δύο καλεσμένοι διακρίνονται ανάμεσά τους: ο διοικητής της τράπεζας HSBC του Μονακό και ο Philippe Narmino, ο υπουργός Δικαιοσύνης του πριγκιπάτου. Η παρουσία τους δεν είναι τυχαία. Ολο το βράδυ, ο ολιγάρχης, η Τσαρίνα, ο τραπεζίτης και ο υπουργός συζητούν απομονωμένοι σε μια γωνία.
Αυτή η συνάντηση είναι το σημείο έναρξης μιας τεράστιας περιπέτειας η οποία αναστάτωσε το Μονακό και κατέληξε στην παραίτηση δύο αξιωματούχων του», γράφει.