05 Φεβρουαρίου 2018

Μακεδονικό: Άγνωστες πτυχές από τα τέλη του 19ου αιώνα ως το 1926

Πώς καταλήφθηκε το Μοναστήρι από τους Σέρβους – Η προσπάθεια εκσερβισμού των Ελλήνων του βόρειου τμήματος της Μακεδονίας – Τα ελληνικά λάθη και οι ολιγωρίες

Το Μακεδονικό ζήτημα, είναι ανεξάντλητο. Έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία, διατυπώθηκαν άπειρες απόψεις. Αφιερώσαμε πριν λίγο καιρό δύο άρθρα για το Μακεδονικό, τα οποία είχαν μεγάλη απήχηση στους αναγνώστες του protothema. gr.



Μία περίοδος που δεν έχει αναλυθεί λεπτομερώς, είναι το χρονικό διάστημα από τα τέλη του 19ου αιώνα ως περίπου, το 1926. Πώς περιοχές με ελληνικό πληθυσμό σε μεγάλο ποσοστό και ανύπαρκτη σερβική παρουσία, βρέθηκαν να κατοικούνται από "Σλαβομακεδόνες", αρχικά και αργότερα (1948), από "Μακεδόνες";

Τι απέγιναν οι Έλληνες του σερβικού τμήματος της Μακεδονίας, αφού ελάχιστοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και ήρθαν στην Ελλάδα;
Μοναστήρι, Κρούσοβο, Στρώμνιτσα και άλλα κέντρα του ελληνισμού της Μακεδονίας επί τουρκοκρατίας





Το Μοναστήρι (σημ. Bitola), υπήρξε η δεύτερη σε σημασία και πληθυσμό πόλη της Μακεδονίας, μετά τη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, αναφέρονται 116 Έλληνες έμποροι στο Μοναστήρι, με τεράστια κέρδη από την εισαγωγή αγγλικών βιομηχανικών προϊόντων.

Φημισμένοι ήταν οι ράφτες της πόλης αλλά και τα κεντητά της, που είχαν μεγάλη ζήτηση σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία.
Αναπτυγμένο οικονομικά, ήταν και το Κρούσοβο.
Πολλοί από τους κατοίκους του ξενιτεύονταν στην Αυστρία, την Αίγυπτο και τη Ρουμανία, όπου ασχολούνταν με το εμπόριο και πλούτιζαν.
Αξιόλογη εμπορική ανάπτυξη, γνώριζε και η Ρέσνα, πολλοί κάτοικοι της οποίας μετανάστευαν στην Αμερική, ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Αλλά και η Αχρίδα, ως το 1870 περίπου, άκμαζε οικονομικά. Οι Έλληνες έμποροι της πόλης, έφερναν από τη Γερμανία, τη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη ακατέργαστες γούνες, τις επεξεργάζονταν και στη συνέχεια έκαναν εξαγωγές τους στο εξωτερικό.
Η Στρώμνιτσα, μια πραγματικά μαρτυρική πόλη που σήμερα ανήκει στη FYROM, έχει ιστορία χιλιάδων ετών, με διαρκή ελληνική παρουσία. Αν και καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1869, ξαναχτίστηκε. Υπήρξε σημαντικό συγκοινωνιακό και εμπορικό κέντρο. Το 1913, απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό που κατατρόπωσε τα βουλγαρικά στρατεύματα. Ωστόσο η παρέμβαση των "Μεγάλων Δυνάμεων", κυρίως των Ρώσων, είχε σαν αποτέλεσμα η πόλη να δοθεί στη Βουλγαρία και στη συνέχεια στη Γιουγκοσλαβία.



Μικρότερα σε οικονομική σπουδαιότητα εμπορικά κέντρα του βορειοδυτικού μακεδονικού χώρου, ήταν η Στρούγγα, η Νιζόπολη, η Μηλόβιστα, το Μεγάροβο και το Τίρνοβο, όπου σε ολόκληρη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το ελληνικό στοιχείο διατηρούσε την πληθυσμιακή υπεροχή.
Αλλά και στα Σκόπια, αναφέρονται ελληνικές κοινότητες κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα . Σημαντική ήταν η ελληνική παρουσία και στα Βελεσά, όπου το ελληνικό στοιχείο είχε επιδοθεί με ιδιαίτερη επιτυχία στο εμπόριο του μεταξιού, των ερίων, των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, όπως και των αγγειοπλαστικών ειδών.

Όμως και στον τομέα της εκπαίδευσης, υπήρξε ιδιαίτερα την τελευταία 25ετία του 19ου αιώνα, μεγάλη άνθηση των ελληνικών γραμμάτων.
Μεγάλη ήταν η συμβολή στην άνθηση αυτή, των τοπικών φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων και των διαφόρων Σωματείων και Αδελφοτήτων.
Ο πρώτος ελληνικός σύλλογος της Μακεδονίας, ιδρύθηκε στο Μοναστήρι το 1859 και ονομαζόταν “Καζίνο” (“Δημοτικού Κατάστημα”) και πρόσφερε σημαντικές εθνικές υπηρεσίες.
Πολλά από τα σχολεία, χτίζονταν και λειτουργούσαν με δωρεές αποδήμων Μακεδόνων (και όχι μόνο) εθνικών ευεργετών.
Έτσι π.χ., ο Ιωάννης Μπάγκας από την Κορυτσά (1814-1895), πρόσφερε πολλά χρήματα για την ίδρυση σχολείων της στοιχειώδους και μέσης παιδείας στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο Ηπειρώτης Αναστάσιος Τσούφλης, διέθεσε χρήματα για την κατασκευή διώροφου σχολείου στη Γευγελή, το οποίο λειτούργησε από το 1889. Το 1909, φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία της Γευγελής 365 μαθητές.



Και μόνο από την παράθεση των ονομάτων πόλεων και περιοχών, βλέπουμε ότι ενώ κατοικούνταν από Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στη συνέχεια “πέρασαν” υπό σερβική κυριαρχία και τελικά σήμερα βρίσκονται στην επικράτεια της FYROM. 

Η κατάληψη του Μοναστηρίου από τον σερβικό στρατό

Το Μοναστήρι, όπως αναφέραμε, είχε ως επί το πλείστον ελληνικό πληθυσμό. Από τους 42.000 κατοίκους του, οι 24.000 ήταν Έλληνες.
Παραθέτουμε αποκαλυπτικούς πίνακες με την πληθυσμιακή σύνθεση των οικισμών γύρω από το Μοναστήρι, όπου φαίνεται ξεκάθαρα η υπεροχή, σε συντριπτικό βαθμό του ελληνικού στοιχείου.
Ας δούμε όμως, πώς το Μοναστήρι καταλήφθηκε από τον σερβικό στρατό το 1912. Ακροθιγώς, είχαμε θίξει το θέμα αυτό στο άρθρο μας για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 26/10/2016.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1912, οι Σέρβοι, μετά τη μάχη του Κουμάνοβου, είχαν καταλάβει ολόκληρη τη Νότιο Σερβία και αφού έφτασαν στην πεδιάδα της Πελαγονίας, σταμάτησαν στον Εριγώνα (παραπόταμο του Αξίου). Εκεί παρέμειναν για 13 ημέρες, στη θέση "Bakirno Gumno" ("Χάλκινο Αλώνι"), καθώς στο σημείο αυτό σταματούσαν οι εδαφικές διεκδικήσεις τους.

Σύμφωνα με τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο, στη δίτομη "Ιστορία του Ελληνικού Στρατού" (1833-1949) στη Δυτική Μακεδονία, η V Μεραρχία του Στρατού μας, απελευθέρωσε διαδοχικά το Αμύνταιο και τη Βεύη. "Όφειλε δε να κινηθεί ταχύτατα για να προλάβει τους Σέρβους με τους οποίους ουδεμία συμφωνία περί διανομής εδαφών είχε υπογραφεί. Δυστυχώς, δεν κατάφερε να φθάσει μέχρι το Μοναστήρι, εξαιτίας ενός "ατυχήματος" το οποίο υπέστη στο Αμύνταιο, με αποτέλεσμα η πόλη αυτή (Μοναστήρι) να καταληφθεί από τους Σέρβους (την 6η Νοεμβρίου)". Το "ατύχημα", ήταν μια αιφνιδιαστική επίθεση που δέχτηκε από ολιγάριθμα τμήματα του τούρκικου στρατού σε συνεργασία με γηγενείς χωρικούς η V Μεραρχία και είχε σαν αποτέλεσμα να υποχωρήσει προς την Κοζάνη και ένα μέρος της προς τα Σέρβια. Τότε, υπήρξε διαφωνία με τον Διάδοχο και αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Ο μεν Ε. Βενιζέλος, και ως Υπουργός Στρατιωτικών, ζήτησε την άμεση ανασυγκρότηση της V Μεραρχίας, ο δε Κωνσταντίνος, είχε αντίθετη άποψη καθώς σκόπευε να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος πρότεινε άνδρες της Ι Μεραρχίας να επιβιβαστούν σε πλοία στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου , να αποβιβαστούν στον Βόλο και στη συνέχεια να κατευθυνθούν στα Σέρβια, ενώ ο Κωνσταντίνος του απάντησε αρχικά ότι το συγκεκριμένο συμβάν «δεν δύναται να μεταβάλει την τύχη της εκστρατείας ,ήτις εξαρτάται εκ της μάχης, την οποίαν θα δώσει η στρατιά μου περί την Θεσσαλονίκην».
"Ευρισκόμενος επί τόπου και διοικών υπεύθυνος τον Στρατόν, θέλω λάβει έτερα μέτρα…", τηλεγράφησε στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος προς τον Βενιζέλο. Για το θέμα αυτό, Θεσσαλονίκη ή Μοναστήρι, επανήλθε ο Βενιζέλος στη Βουλή τον Αύγουστο του 1917, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι από την αρχή του πολέμου είχε διατάξει τον Διάδοχο να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη [ΔΕ: Καταλάβατε; 3 χρόνια μετά ο Βενιζέλος ξεκίνησε την προπαγάνδα ότι δήθεν αυτός ήθελε θεσσαλονίκη κι ο Κωνσταντίνος το Μοναστήρι. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική! Διαβάστε και εδώ και δείτε τα τηλεγραφήματα που δείχνουν ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που ήθελε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Δείτε το εν λόγω τηλεγράφημα και περισσότερα εδώ

].

Την επόμενη μέρα από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, στις 27/10/1912 δηλαδή, άρχισε η ανασυγκρότηση της V Μεραρχίας, που επανέλαβε την προέλασή της προς το Αμύνταιο, φθάνοντας στον Κόμανο (την 3η Νοεμβρίου).

Στις 6 Νοεμβρίου, μετά από μεγάλη μάχη, τα ελληνικά τμήματα έκαμψαν την αντίσταση των Τούρκων και κατέλαβαν τα Στενά του Κιρλί Δερβέν και της Κέλλης.
Στις 7 Νοεμβρίου, η Ταξιαρχία Ιππικού απελευθέρωσε τη Φλώρινα. Άφθονο πολεμικό υλικό (όπως 20 πυροβόλα με τα πυρομαχικά) έπεσε στα χέρια του ελληνικού Στρατού, ενώ πιάστηκαν 3.800 αιχμάλωτοι.
Τρεις ώρες αργότερα, έφτασε στην πόλη μια ισχυρή φάλαγγα του σερβικού Ιππικού. Ο Ίλαρχος Γεννηματάς, που βρισκόταν ως παρατηρητής στον σερβικό στρατό, έφτασε στη Βεύη και έδειξε στον Κωνσταντίνο έγγραφο του Σέρβου διοικητή σχετικά με τη μάχη και την κατάληψη του Μοναστηρίου από τις δυνάμεις του. Ο Σέρβος Στρατηγός, ζήτησε να μην μεταβεί στο Μοναστήρι ο ελληνικός Στρατός, επειδή, τάχα, δεν επαρκούσε ο χώρος για επιστάθμευση.
Ήταν προφανώς μια δικαιολογία, την οποία αντιλήφθηκε ο Κωνσταντίνος και ζήτησε από τον Σέρβο Ταγματάρχη Βάσιτς που βρισκόταν εγκαταστημένος ως σύνδεσμος στο ελληνικό επιτελείο, να ανακοινώσει στο σερβικό Στρατηγείο ότι οι Έλληνες δεν θα πάνε προς το Μοναστήρι, αλλά και ο σερβικός στρατός δεν πρέπει να μεταβεί στη Φλώρινα, καθώς ο χώρος ήταν περιορισμένος.
Πάντως η κατάληψη της Φλώρινας από τον ελληνικό Στρατό, αμφισβητήθηκε έντονα από σερβικής πλευράς.
Συγκροτήθηκε μάλιστα μια μεικτή επιτροπή, για τη διευθέτηση της κατοχής των αμφισβητούμενων από τους δύο στρατούς περιοχών. Το ζήτημα λύθηκε οριστικά του Νοέμβριο του 1913.
Για το πώς καταλήφθηκε όμως το Μοναστήρι από τους Σέρβους, υπάρχει μια σημαντική μαρτυρία, προερχόμενη από το αρχείο του μακεδονομάχου Αναστάσιου Νάλτσα. Την επιβεβαιώνει και ο Τ. Μ. Κατσουγιάννης, στο βιβλίο του "Σχετικά με τους Βλάχους των Ελληνικών Περιοχών" ("About the Blachs of the Hellenic Areas").
Ο Ρώσος πρόξενος στα Σκόπια, ακολουθούσε τον σερβικό στρατό στην προέλασή του προς το νότο. Αυτός συμβούλευσε τους επικεφαλής των Σέρβων να καταλάβουν το Μοναστήρι. Όμως η αντίσταση των Τούρκων, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Ζεκή πασά ήταν σοβαρή και δεν διαφαινόταν άμεση κατάληψη της πόλης.
Το βράδυ της 19/10, ο Ρώσος πρόξενος, συνοδευόμενος από τον διερμηνέα του, πήγε στο οθωμανικό στρατόπεδο και έγινε δεκτός από τον Ζεκή πασά.
Πιθανότατα ο Ρώσος πρόξενος, ενεργούσε κατόπιν εντολής της κυβέρνησής του. Φαίνεται ότι έπεισε τον Ζεκή πασά ότι η Μακεδονία ήταν χαμένη υπόθεση και θα έπρεπε το συντομότερο δυνατό τα στρατεύματά του, να κατευθυνθούν προς την Ήπειρο, για να μην πέσουν και τα Γιάννενα σε ελληνικά χέρια.

Μάλιστα, δωροδόκησε τον οθωμανό αρχιστράτηγο με 20.000 λίρες! Το πόσο αυτό, ζήτησε ο Ρώσος πρόξενος από το υποκατάστημα της "Οθωμανικής Τράπεζας" στα Σκόπια και χορηγήθηκε από τον τότε υποδιευθυντή της Τράπεζας Ιταλό Βερνάτζα, για λογαριασμό του ρωσικού κράτους. Το πόσο αυτό, στις 20 Οκτωβρίου 1912, με στρατιωτικό αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε Σέρβος αξιωματικός και δύο οπλίτες, μεταφέρθηκε στο σερβικό Στρατηγεία.

Έτσι οι Τούρκοι χαλάρωσαν την άμυνα του Μοναστηρίου και επιτέθηκαν εναντίον των Ελλήνων (προφανώς της V Μεραρχίας, όπως είδαμε παραπάνω).

Τελικά, περίπου 10.000 Τούρκοι υποχώρησαν προς την Κορυτσά και 15.000 προς τα Γιάννενα. Οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν. Την 1η Νοεμβρίου 1912, άρχισε η προέλαση του σερβικού στρατού προς το Μοναστήρι.

Στις 6 Νοεμβρίου, η πόλη καταλήφθηκε από τα σερβικά στρατεύματα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο Μοναστήρι δεν ζούσε κανένας Σέρβος! Οι δε Σέρβοι αξιωματικοί και στρατιώτες, διατυμπάνιζαν: "Το Μοναστήρι δεν είναι δικό μας, το Μοναστήρι είναι ελληνικό" και "Οι δικές μας βλέψεις, τα όνειρά μας είναι μέχρι το Bakirno Gumno". Τελικά, όπως είναι γνωστό, το Μοναστήρι παρέμεινε σε σερβικά χέρια. Αυτό σήμανε, ουσιαστικά, και την παράδοση του βόρειου μακεδονικού ελληνισμού. Το Μοναστήρι, πρόσφερε στη διάρκεια της τουρκοκρατίας, όσα πρόσφεραν συνολικά όλα τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνισμού της Μακεδονίας.

Μεταβαίνοντας μέσω Μοναστηρίου στο Βουκουρέστι τον επόμενο χρόνο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αποθεώθηκε από τους Έλληνες του Μοναστηρίου. Επιστρέφοντας από τη Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου, τους είπε τα εξής: "Ελπίζω, ότι θα μπορέσετε να περάσετε καλά με τους Σέρβους, αλλά αν θέλετε, μπορώ να σας εγκαταστήσω στη Φλώρινα, όπου θα αποκτήσουμε το Νέο Μοναστήρι…".

Ένα πέπλο θλίψης κάλυψε την πόλη. Όνειρα κι ελπίδες γκρεμίστηκαν. Ήταν ένα λάθος, από τα πολλά, της νεότερης ελληνικής ιστορίας, τις συνέπειες του οποίου βλέπουμε και σήμερα…

Ο εκσερβισμός του βόρειου τμήματος της Μακεδονίας

Αμέσως μετά, άρχισε ο εκσερβισμός των ελληνικών περιοχών (ήδη από το 1914). Συνολικά, στο τμήμα της Μακεδονίας που κατέλαβε η Σερβία, ζούσαν 350.000 Έλληνες. Κάποιοι ήρθαν στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να αλλάξουν τη γλώσσα τους και την εθνικότητά τους για να επιβιώσουν. Το 1924, απαγορεύτηκε η ομιλία της ελληνικής γλώσσας, ακόμα και στην εκκλησία, η λειτουργία των ελληνικών σχολείων, οι ελληνικές επιγραφές των καταστημάτων και ό,τι θύμιζε Ελλάδα. Το 1923, Βόσνιοι και Κροάτες, εγκαταστάθηκαν στις περιοχές του Μοναστηρίου, του Περλεπέ και της Αχρίδας. Οικισμοί που δημιουργήθηκαν τότε ήταν μεταξύ άλλων, το Αλεξάνδροβο, το Καραγεόργοβο και το Ντουσάνοβο. Με νόμο του 1931, διατέθηκαν σε Σλάβους του Βορρά, εκτάσεις 289.000 εκταρίων στο βόρειο τμήμα της Μακεδονίας. Μέχρι το 1935, εγκαταστάθηκαν εκεί άλλες 19.000 οικογένειες Σλάβων, στους οποίους δόθηκε κλήρος 104.000 εκταρίων και χιλιάδες σπίτια Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας.

Έτσι, περιοχές όπως η Αχρίδα "η Λεωφόρος του Ελληνισμού" κατά τον Jirecek και "Ακρόπολη του Ελληνισμού" κατά τον Herman Wendel, αφελληνίστηκε ."Από τη Θεσσαλία μέχρι τα Σκόπια, ακόμα και στις εκκλησίες των χωριών, η λειτουργία γινότανε στην ελληνική. Στην Αχρίδα και το Μοναστήρι, δεν μπόρεσα να συναντήσω ούτε μια οικογένεια η οποία να μιλάει σερβικά. Κανένας δεν εγνώριζε να διαβάζει τη μεγάλη σλαβική γραφή…", έγραφε ο Ρώσος ιστορικός Wictor Grigorovic.
Κάπου εδώ, κλείνουμε το κεφάλαιο "Μακεδονικό", ως τα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Βέβαια θα μπορούσε να γράψουμε δεκάδες ακόμα άρθρα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει το "Μακεδονικό" ζήτημα στα χρόνια του Εμφυλίου και έπειτα. Με την περίοδο αυτή, θα ασχοληθούμε στο προσεχές διάστημα.

Πηγές: Βασ. Γεωργίου (Χρίστος Ρήγας), "Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ", Αθήνα 1992.
Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, " ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΙΤΟΝΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (1350 -1950)", Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, 2005.
Δρ Ιωάννης Παπαφλωράτος, "Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1835 – 1949)", Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014
Ευχαριστούμε τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε αποσπάσματα και στοιχεία από το έργο του.



Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ