Γίνονται προσπάθειες να αρχίσει να καταβάλλεται από τους επόμενους μήνες το υπόλοιπο 50% των αναδρομικών στους ενστόλους, ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας Φώτης Κουβέλης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας.
Σημείωσε παράλληλα ότι «στη διάρκεια των τριών προηγούμενων χρόνων καταβλήθηκε το 50% των αναδρομικών στους ένστολους, όπως προβλέπει η απόφαση του ΣτΕ» και τόνισε πως «η κυβέρνηση αποκαθιστά μια αδικία που υπέστη μια κατηγορία εργαζομένων που επιτελεί το καθήκον της απέναντι στην πατρίδα και το λαό, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες». Επίσης, επισήμανε ότι «η κυβέρνησή δεν προχώρησε ποτέ από το 2015 μέχρι σήμερα σε περικοπές μισθών στους ένστολους».
Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία των Πρεσπών, ο κ. Κουβέλης είπε πως θα ήταν «πολιτικά άστοχο να αναφερθούμε στις πολιτικές εξελίξεις στη FYROM και πολύ περισσότερο να υποδείξουμε-ευθέως ή εμμέσως- στην πολιτική ηγεσία της γειτονικής χώρας, το τι θα πρέπει να πράξει». Επανέλαβε ότι «η σημερινή κυβέρνηση θα επικυρώσει τη συμφωνία με τη γειτονική χώρα και μάλιστα με περισσότερες ψήφους από αυτές που διαθέτει η κοινοβουλευτική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ». Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «θέμα κυβερνητικής συνοχής δεν τίθεται», ενώ σημείωσε ότι «η συνεργασία μου με τον κ. Καμμένο στο υπουργείο Εθνικής 'Αμυνας είναι αρμονική, στο πλαίσιο της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής και ειδικότερα εκείνης που αφορά στις Ένοπλες Δυνάμεις και την άμυνα της χώρας».
Ο κ. Κουβέλης παρατήρησε ότι η «έξοδος από τα μνημόνια μάς δίνει τη δυνατότητα να θέσουμε σε εφαρμογή και να υλοποιήσουμε το σχέδιό μας για μία ανάπτυξη, με δίκαιο και προοδευτικό πρόσημο, που θα υπηρετεί τον άνθρωπο, τις ανάγκες και τα δικαιώματά του».
Αναφερόμενος στην πορεία της σοσιαλδημοκρατίας, ο κ. Κουβέλης τόνισε ότι στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, οφείλει να σταματήσει τον εναγκαλισμό της με τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού, επισημαίνοντας ότι η ανάγκη συγκρότησης του προοδευτικού πόλου είναι σήμερα αναγκαία όσο ποτέ. «Η προοδευτική πολιτική είναι εκείνη που διαμορφώνει τη συνοχή και τη δυναμική της συσπείρωσης» σχολίασε. Παράλληλα τόνισε ότι «απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύγκλιση της Αριστεράς με τη σοσιαλδημοκρατία είναι η αυτοκριτική των δυνάμεων της κεντροαριστεράς για τη μέχρι τώρα πορεία της και την ταύτισή της με τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού», ενώ εκτίμησε ενόψει των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση και τις ευρωεκλογές, ότι «μπορούν να διαμορφωθούν οι πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες και συνθέσεις σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών για την εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών, αρκεί η προγραμματική και πολιτική σύγκλιση να είναι ειλικρινής και να στηρίζεται σε προοδευτική και δημοκρατική βάση».
Ερωτηθείς «πόσο επηρεάζεται η σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή της ΝΔ από τη δημιουργία του νέου συντηρητικού κόμματος στα δεξιά της (Μπαλτάκος - Δ. Καμμένος)», ο κ. Κουβέλης παρατήρησε ότι «η υιοθέτηση από την αξιωματική αντιπολίτευση μιας ακροδεξιάς ρητορείας και πρακτικής δίνει ζωτικό χώρο για να ευδοκιμήσουν πολιτικά πρωτοβουλίες στα δεξιά της. Η ΝΔ έχει τεράστια ευθύνη γιατί επιχειρεί να μετατοπίσει τον κεντρικό πολιτικό άξονα σε συντηρητικές και αντιδραστικές κατευθύνσεις».
Τέλος, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, απέκλεισε το ενδεχόμενο μετεκλογικού κυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και δήλωσε: «Η μεταμνημονιακή Ελλάδα χρειάζεται συνεργασίες, που θα αποτελούν την εγγύηση για την εφαρμογή πολιτικών με εντελώς διαφορετικό μείγμα και περιεχόμενο από εκείνο που οδήγησε τη χώρα στην κρίση, απονεύρωσε κάθε παραγωγική διαδικασία και καθήλωσε την κοινωνία στην ανεργία . Με τη ΝΔ δεν μας χωρίζουν μόνο οι εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες και οι πολιτικές επιλογές. Αλλά και μία θεμελιώδης διαφορά. Η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ-το έχει αποδείξει στα τριάμισι χρόνια της διακυβέρνησής του- δεν ενδιαφέρονται για τη νομή της εξουσίας. Δεν παραγοντίζουν. Τους είναι ξένες οι πελατειακές σχέσεις και οι σχέσεις με τμήματα της οικονομικής ελίτ. Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω ούτε πιθανή θεωρώ και πολύ περισσότερο ούτε ζητούμενη τη μετεκλογική συνεργασία με τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού».