22 Ιουλίου 2019

Ραντεβού (πριν από) τον Σεπτέμβριο

Το φετινό καλοκαίρι οι διακοπές θα είναι πραγματικές – το ελπίζω, τουλάχιστον. Το ελπίζω, νιώθοντας κιόλας τις τύψεις που συνοδεύουν (και οφείλουν πάντα να συνοδεύουν) κάθε ριπή αισιοδοξίας, που ακόμη και αν είναι δικαιολογημένη δεν παύει να είναι περιττή. Θυμίζω μόνο το  μπουρίνι που σάρωσε τη Χαλκιδική και πήρε μαζί του τις ζωές επτά ανθρώπων, αλλά και τον σεισμό της Αθήνας προχθές – περισσότερες εξηγήσεις δεν χρειάζονται.  (Καταχρηστικώς ονομάζω τον σεισμό «της Αθήνας». Αλλά πώς να τον πεις, «ο σεισμός της Μαγούλας»; Τον γελοιοποιείς και μπορεί να παρεξηγηθεί ο Εγκέλαδος. Δεν θα το διακινδύνευα...)

Οι δύο αυτές, μικρής ισχύος, κρίσεις είχαν και την καλή πλευρά τους. (Σκληρό να το λες, όταν έχουν χαθεί άνθρωποι, αλλά η ζωή αυτή είναι, δεν είναι άλλη). Λειτούργησαν σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις στο σώμα της κυβέρνησης, για να θυμίσουν στα μέλη της πόσο επικίνδυνο πράγμα είναι η καλοκαιρινή χαλάρωση (η περιβόητη «ραστώνη», στη δημοσιογραφική κοινή) όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αφήσει τις κρατικές δομές στην αθλία κατάσταση που γνωρίζουμε. Επίσης, όμως, τα γεγονότα αυτά έπεσαν τόσο κοντά σε όσα τερατώδη ζήσαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ώστε η διαχείρισή τους εκ μέρους της κυβέρνησης να δικαιολογεί μια ελεγχόμενη αισιοδοξία. (Η δεύτερη μεγαλύτερη ξεφτίλα στη ζωή, εκτός από το να σε πατήσει αυτοκίνητο και να ζήσεις, είναι να σε προδώσει η αισιοδοξία σου. Οπότε, το χαλινάρι είναι απαραίτητο.) 

Φαντασθείτε μόνο να είχε κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ και να ήταν πρωθυπουργός ο «έχω συνηθίσει να χάνω στις δημοσκοπήσεις, αλλά να κερδίζω στις εκλογές». Οπωσδήποτε κάποιος από αυτούς θα έβγαινε να πει, ευθέως ή πλαγίως, ότι οι επτά της Χαλκιδικής δεν μετράνε μπροστά στους 102 του Ματιού. Τους θεωρώ, μάλιστα, ικανούς να υπαινίσσονταν κιόλας ότι οι νεκροί ήσαν τουρίστες, λες και αυτό θα μπορούσε να έχει ποτέ σημασία ή «ταξικό πρόσημο», όπως θα έλεγαν οι ίδιοι. Ο δε πρωθυπουργός του σεναρίου αυτού, μεθυσμένος από την επιτυχία του, θα είχε υποκύψει στις ασφυκτικές πιέσεις της συνεργάτιδός του και θα ξεκουραζόταν στη θαλαμηγό της. Με τη νέα κυβέρνηση, το κράτος –το κράτος που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ– λειτούργησε ικανοποιητικά. Εκαναν το αυτονόητο. Ναι, αλλά έπειτα από ολόκληρο PhD που αποκτήσαμε στον παραλογισμό, το αυτονόητο είναι ικανοποιητικό. (Το έχουν πάρει τόσο ζεστά, ώστε ορισμένοι στον ελεύθερο χρόνο τους, όταν έχουν, κυνηγούν κατσαρίδες! Προφανώς, για να μένουν σε αγωνιστική φόρμα...).

Υποθέτω, ωστόσο, ότι οι κυβερνητικοί δεν θα περάσουν ένα «αξέχαστο καλοκαίρι». Αλλά δεν πειράζει, αυτή είναι η δουλειά τους: γι’ αυτό τους βάλαμε εκεί. Η έννοια της δημόσιας ασφάλειας, εξάλλου, δεν περιορίζεται στη λειτουργία της Αστυνομίας, περιλαμβάνει και την αίσθηση ότι, τουλάχιστον, το τιμόνι δεν το χειρίζονται οι ανερμάτιστοι χαβαλέδες των καφενείων. Δεν φτάνει, αλλά δεν είναι και λίγο, έπειτα από όσα περάσαμε. Και, πάντως, ποτέ δεν λυπάμαι τους κυβερνώντες, ακόμη και αν ορισμένοι είναι φίλοι μου – με την κανονική έννοια, όχι την επαγγελματική. Μεταξύ της δόξας και των διακοπών, εκείνοι διάλεξαν τη δόξα (ή την ξεφτίλα – ποτέ δεν ξέρεις), εγώ, όπως και αναρίθμητοι άλλοι, διαλέξαμε τις διακοπές! Αυτό είναι το deal.

Ενόψει διακοπών, λοιπόν, και μέχρι να τα ξαναπούμε μετά τον Δεκαπενταύγουστο (όχι αμέσως – έπειτα από μερικές μέρες, ας πούμε δέκα...) έχω να σας συστήσω βιβλία για το καλοκαίρι. Εφτιαξα έναν κατάλογο, τον οποίο σταδιακά συρρίκνωσα σε δύο βιβλία: ένα στα ελληνικά και ένα στα ξένα, το καθένα τους, όμως, τούβλο των 1.000 σελίδων. Και τα δύο αφορούν την πολιτική και σχετίζονται, λιγότερο ή περισσότερο, με την κατάστασή μας. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη «Ερασιτέχνης επαναστάτης» είναι η καλύτερη ανατομία, που γνωρίζω εγώ, του μύθου του ΚΚΕ εσ. – του τελευταίου μύθου της Μεταπολίτευσης, που τον πληρώσαμε με 4,5 χρόνια ΣΥΡΙΖΑ. Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας είναι πολυεπίπεδη: είναι και μια διασκεδαστική περιγραφή της αστικής καθημερινότητας στην Αθήνα της εποχής 1960-1975, είναι όμως και μια ιστορία ενηλικίωσης, που εκτυλίσσεται σε δύο επίπεδα, στο πολιτικό και στη σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του. Ο όγκος τρομάζει, αλλά η εμπειρία της ανάγνωσης σε αποζημιώνει.

Το δεύτερο είναι της Αμερικανίδας ιστορικού Ντόρις Κερνς Γκούντγουιν και λέγεται «Team of rivals». Είναι η ιστορία της διακυβέρνησης Λίνκολν, στα χρόνια του αμερικανικού εμφυλίου, μέσα από την οποία προβάλλει η πολιτική ευφυΐα του 16ου προέδρου των ΗΠΑ. Για το συγκεκριμένο αντικείμενο, έχουν γραφεί χιλιάδες βιβλία, όμως η μοναδικότητα της βιογραφίας που έγραψε η Γκούντγουιν είναι ότι αναλύει την τεχνική αυτής της πολιτικής ευφυΐας, που ήταν ο δημιουργικός συμβιβασμός, στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού – κάτι που ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι καθόλου. Η σχέση του βιβλίου με τα δικά μας είναι πολύ έμμεση. Συμβαίνει αυτό να είναι το τελευταίο βιβλίο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης διάβασε (που σημαίνει μελέτησε) και ευχαριστήθηκε, προτού γίνει πρόεδρος της Ν.Δ.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ