Η πληθυσμιακή γήρανση είναι μια πραγματικότητα που αφορά την Ελλάδα, αφού η χώρα μας βρίσκεται μέσα στα τρία κράτη με τον υψηλότερο δείκτη γήρανσης στην ΕΕ, επισημαίνει η Νατάσα Κουτσούρη, τονίζοντας πως «η πολιτεία και η κοινωνία μας δεν έχουν αναπτύξει την ταχύτητα που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν την τεράστια πρόκληση».
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα της Τρίτης Ηλικίας (αύριο 1η Οκτωβρίου), η παθολόγος-γηρίατρος και διευθύντρια του Κέντρου Γηριατρικής Αξιολόγησης που λειτουργεί στο «Ερρίκος Ντυνάν» επισημαίνει πως ο όρος ηλικιωμένος αντιπροσωπεύει ανθρώπους άνω των 65 ετών ενώ κατά άλλους άνω των 70 ετών. «Σήμερα τα άτομα άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν πάνω από 1/3 του πληθυσμού των ασθενών της πρωτοβάθμιας περίθαλψης», τονίζει για να προσθέσει: «Οι υπέργηροι άνω των 85 είναι επίσης μια ταχέως αυξανόμενη ομάδα με διπλάσια αύξηση σε σχέση με αυτή των ανθρώπων άνω των 65 και τετραπλάσια σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό».
«Αν το 2006 αυτή η κατηγορία αντιπροσώπευε γύρω στο 3,8% του ευρωπαϊκού πληθυσμού», αναφέρει η κα Κουτσούρη, «σήμερα έχει φτάσει στο 5% και το 2040 θα έχει υπερδιπλασιαστεί και θα πλησιάσει το 9,5%. Θα γίνουμε λοιπόν μάρτυρες ενός αναπόφευκτου πολλαπλασιασμού των ηλικιωμένων ατόμων με εύθραυστη υγεία και με αυξημένες ανάγκες, ακόμα κι όταν δεν πάσχουν από συγκεκριμένη βαριά ασθένεια».
Η κα Κουτσούρη επικαλούμενη την τελευταία δημοσίευση της Eurostat τον Ιούνιο 2016, αναφέρει πως η δημογραφική γήρανση της Ευρώπης θα είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα που θα απασχολήσουν την ΕΕ. «Ο πληθυσμός της ΕΕ το 2015 ήταν 508,5 εκατομμύρια με τους άνω των 65 ετών να αντιπροσωπεύουν το 20% του πληθυσμού, με το μεγαλύτερο ποσοστό να το κατέχουν η Ιταλία 21,7%, η Γερμανία 21% και η Ελλάδα 20,9%, με την τελευταία να αυξάνει ακόμα περισσότερο τα ποσοστά της».
«Οι αριθμοί», τονίζει η κα Κουτσούρη, «φανερώνουν την ανάγκη για ειδικευμένη αντιμετώπιση του πληθυσμού που γερνά με στόχο την πρόληψη, την βελτίωση της ποιότητας της ζωής μέσω θεραπευτικών παρεμβάσεων και την αυτονομία».
Αναφερόμενη στη γηριατρική, η κα Κουτσούρη επισημαίνει πως «η γηριατρική αξιολόγηση οδηγεί σε λιγότερες εισαγωγές, συντομότερη παραμονή στο νοσοκομείο, διατήρηση της αυτονομίας και αύξηση δεικτών παραγωγικότητας». «Αυτά ανακουφίζουν τα ασφαλιστικά ταμεία και τους άλλους ασφαλιστικούς φορείς και διοχετεύουν κονδύλια σε άλλους τομείς όπως σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων», υπογραμμίζει.