09 Δεκεμβρίου 2019

Η επανάσταση του Διονύσιου του Φιλόσοφου στην Ήπειρο (1611) και οι οδυνηρές συνέπειες της αποτυχίας της

Τα επαναστατικά κινήματα στην Ελλάδα μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571)
- Διονύσιος ο Φιλόσοφος και Μάξιμος ο Πελοποννήσιος
- Το επαναστατικό κίνημα του Διονύσιου στην Ήπειρο (1611) και η κατάπνιξή του από τους Οθωμανούς
- Οι ολέθριες συνέπειες για τους Ηπειρώτες από την αποτυχία της επανάστασης.

Η μεγάλη ήττα των Οθωμανών στη ναυμαχία της Ναυπάκτου από τον ενωμένο χριστιανικό στόλο, προκάλεσε αλυσιδωτά επαναστατικά κινήματα στον ελλαδικό χώρο. Στην Πελοπόννησο ο Μακάριος Μελισσουργός και ο αδελφός του Θεόδωρος ξεσήκωναν τους ελληνικούς πληθυσμούς ενώ οι Ηπειρώτες Ματθαίος (ή Μάνθος) Παπαγιάννης και Πάνος Κεστόλικος σε συνεργασία με τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Ιωακείμ ,απευθύνθηκαν μέσω του Δον Χουάν της Αυστρίας, τον νικητή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, στον ισχυρό μονάρχη της Ισπανίας Φίλιππο Β’ (ετεροθαλή αδελφό του Δον Χουάν) ζητώντας τη συμπαράστασή του.



ΔΟΝ ΧΟΥΑΝ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

Η Ισπανία μετά τη νίκη των χριστιανικών δυνάμεων στη Ναύπακτο ήθελε να έχει κυρίαρχο ρόλο στη δημιουργία μιας νέας αυτοκρατορίας στην Ανατολή που θα διαδεχόταν το Βυζάντιο. Ο νεαρός Δον Χουάν (είχε γεννηθεί το 1547) χαρακτηρίζεται από κάποιους όπως ο Κωνσταντίνος Σάθας άτολμος. Φαίνεται όμως ότι ενδιαφερόταν για τους υπόδουλους Έλληνες και αν δεν έφευγε πρόωρα απ’ τη ζωή σε ηλικία μόλις 31 ετών το 1578, είτε από τύφο είτε δηλητηριασμένος από κάποιους, ίσως είχε αναλάβει δράση εναντίον των Τούρκων στην Ελλάδα.

Βέβαια ο θάνατος του πάπα Πίου Ε’ (1572), που είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της χριστιανικής συμμαχίας, λειτούργησε αποτρεπτικά για οποιαδήποτε οργανωμένη νέα ενέργεια των δυτικών στην υπόδουλη Ελλάδα.

Σημαντική ήταν εκείνη την εποχή η δράση του Κερκυραίου Πέτρου Λάντζα, διοικητή της Πάργας επί βενετικής κατοχής (1573), ο οποίος το 1576 ήταν όργανο των ισπανικών βλέψεων στην Ήπειρο και κυρίως στη Χιμάρα, που αποτελούσε μόνιμη και διαρκή επαναστατική εστία.

Αν και η επιρροή της Βενετίας στην ανατολική Μεσόγειο στα τέλη του 16ου αιώνα είχε αρχίσει να μειώνεται σταθερά, φαίνεται ότι αυτή υποκίνησε την επανάσταση στην Ήπειρο του αρματολού της Βόνιτσας Θεόδωρου Γρίβα και του αδελφού του Γκίνου Μπούα (1585). Ταυτόχρονα εξεγέρθηκαν και οι αρματολοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μάλαμος που κατέλαβαν την Άρτα και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τα Γιάννενα σφάζοντας και λεηλατώντας. Ο Θ. Γρίβας πέθανε λίγο αργότερα στην Ιθάκη, ενώ ο Γκίνος Μπούας σκοτώθηκε σε σύγκρουση στην Περατιά Αιτωλοακαρνανίας στη θέση που από τότε ονομάζεται ‘’του Μπούα το αυλάκι’’.

Το 1596 νέα επαναστατική αναταραχή ξέσπασε στην Ήπειρο με έμμεση υποκίνηση των Βενετών ,που ήλθαν σε επαφή με τον Μανιάτη αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Αθανάσιο, ο οποίος υποσχέθηκε να ξεσηκώσει Έλληνες και Αλβανούς. Ο Αθανάσιος με τη βοήθεια του Πέτρου Λάντζα κινητοποίησε 1.300 Χιμαριώτες που με τη στήριξη λίγων Ισπανών επιτέθηκαν εναντίον του τουρκικού φρουρίου Τσέρνα χωρίς αποτέλεσμα.

Παράλληλα οι Τούρκοι άρχισαν τα αντίποινα στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στα Γιάννενα. Τότε (1597) μετέτρεψαν τον μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών (πολιούχων της πόλης) σε τζαμί. Ήταν η εποχή των παράτολμων επιχειρήσεων του ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ Γενναίου, ο θάνατος του οποίου επιδείνωσε την κατάσταση των υπόδουλων Ελλήνων κυρίως σε Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία.

Ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος



ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

Εκείνη την εποχή έκανε την εμφάνισή του ο μητροπολίτης Λαρίσης-Τρίκκης Διονύσιος Β’ που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Διονύσιος Φιλόσοφος (ή Σκυλόσοφος). Από κάποιους θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες εθνεγερτικές μορφές της τουρκοκρατίας, άλλοι όμως έχουν διαφορετική άποψη.

Γεννήθηκε στην Παραμυθιά γύρω στο 1641 από εύπορους γονείς. Η οικογένειά του πιθανότατα καταγόταν από τα Γρεβενά. Σπούδασε στην Ιταλία φιλοσοφία και ίσως ιατρική και φυσική. Αρχικά έγινε μοναχός στη Μονή Αγίου Δημητρίου Διχούνη κοντά στο σημερινό χωριό Ραδοβίζι του νομού Ιωαννίνων. Στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου όταν Πατριάρχης ήταν ο Ιερεμίας Β’ ο Τραυλός, προχειρίσθηκε πρωτοσύγκελος με έδρα την Παναγία της Χρυσοπηγής στον Γαλατά και το 1592 εκλέχθηκε μητροπολίτης Λαρίσης.

Η αλληλογραφία του Διονύσιου με εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του όπως ο Μελέτιος Πηγάς, ο Μάξιμος Μαργούνιος και ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος του είχαν δώσει αίγλη και κύρος.

Όταν ο Διονύσιος πήγε στη Λάρισα οι Χριστιανοί εκεί ήταν ελάχιστοι.

Έτσι εγκαταστάθηκε στην Τρίκκη (Τρίκαλα). Το 1598, μοναχός από τα Ιωάννινα, απεσταλμένος του Διονυσίου, πήγε στη Βενετία για να παρακινήσει στους Έλληνες που ζούσαν εκεί, να απευθύνουν έκκληση στον Γερμανό αυτοκράτορα Ροδόλφο Β΄, τον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ’ και τον πάπα Κλήμη, να στείλουν πολεμοφόδια στους Έλληνες για να επαναστατήσουν. Αν και οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό, ο Διονύσιος δεν αποθαρρύνθηκε. Άρχισε να συγκεντρώνει χρήματα, κατακρατώντας «τα της βασιλείας χαράτζια» (δηλαδή τον κεφαλικό φόρο) και τα εκκλησιαστικά εισοδήματα της επαρχίας του, που έπρεπε να αποδίδει στο Πατριαρχείο.

Το φθινόπωρο του 1600, εκδηλώθηκε στη Θεσσαλία το επαναστατικό κίνημα του Διονύσιου, το οποίο καταπνίγηκε σχεδόν αμέσως. Τα αντίποινα ήταν σκληρά.

Ιερωμένοι και λαϊκοί θανατώθηκαν. Τότε απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Φαναρίου Σεραφείμ, που η Εκκλησία αργότερα τον κατέταξε μεταξύ των νεομαρτύρων.

Ο Διονύσιος κατέφυγε στην Ιταλία, κηρύχθηκε έκπτωτος και το κίνημά του καταδικάστηκε από το Πατριαρχείο ως «επιβλαβές και επόλεθρον κατά τε της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και της επαρχίας αυτού», ενώ ο Διονύσιος κατηγορήθηκε «ως τολμηρώς και αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του πολυχρονίου (σουλτάνου) Μεχμέτ και πολλά των ατόπων διανοηθείς».

Στην Ιταλία ο Διονύσιος ήρθε σε επαφή με τον αντιβασιλέα της Ισπανίας στη Νεάπολη και με τον πάπα, ενώ το 1602 απηύθυνε νέα έκκληση στον Γερμανό αυτοκράτορα, να ενισχύσει ένα απελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα.

Το καλοκαίρι του 1603, αφού συνάντησε τον πάπα Κλήμη Η’ ο οποίος «συνήνεσεν εις όλα όσα εζήτει, τουθ’ όπερ δεν κάμνει εις τους άλλους Έλληνας τους καταφεύγοντας εις Ρώμην», ο Διονύσιος έφυγε για την Ισπανία, με συστατικά γράμματα του πάπα για να συναντήσει τον Φίλιππο Γ’.

Ένας από τους συνοδούς του όμως, ο 27χρονος Κωνσταντίνος Σοφίας από τη Σμύρνη, απόφοιτος του «Ελληνικού Κολεγίου» της Ρώμης, ο οποίος με παπική εντολή είχε οριστεί διερμηνέας του Διονύσιου, τον κατήγγειλε τον Αύγουστο του 1603 στην Ιερά Εξέταση ως πλαστογράφο και αιρετικό. Αυτό πιθανότατα επηρέασε τη στάση του Ισπανού μονάρχη, αν και η Ισπανία είχε βλέψεις στις βενετικές κτήσεις της Ηπείρου και της Δαλματίας και μια εξέγερση θα εξυπηρετούσε τα σχέδιά της.

Έτσι το 1604, ο Ισπανός αντιβασιλιάς της Νεάπολης, έστειλε στα παράλια της Ηπείρου τον Κύπριο Ιερώνυμο Κόμπη για να ξεσηκώσει τους Έλληνες. Κάποια στιγμή ο Κόμπης βρέθηκε στην Κέρκυρα και ο Βενετός διοικητής της, ενοχλημένος από τη δράση του, τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει το νησί. Ωστόσο οι επαφές Ηπειρωτών και Ισπανών συνεχίστηκαν. Τον Ιούνιο του 1608, μετά από πρόσκληση του Ισπανού αντιβασιλέα της Νεάπολης, έφτασαν εκεί ορισμένοι Θεσσαλοί και Ηπειρώτες καλόγεροι και άλλοι κληρικοί, οι οποίοι περιέγραψαν με μελανά χρώματα την κατάσταση των υπόδουλων και διαβεβαίωσαν τους Ισπανούς αξιωματούχους ότι ήταν έτοιμοι να εξεγερθούν, αρκεί να είχαν τη στήριξη.



Ανάμεσα στους κληρικούς, βρισκόταν και ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος.

Στη σύσκεψη αυτή, Θεσσαλοί και Ηπειρώτες κληρικοί ζήτησαν από την κόμη του Bonavente όπλα και κάθε είδους βοήθεια για τους Έλληνες συμπατριώτες τους.

Με πρωτοβουλία των Λάντζα και Κόμπη, κινητοποιήθηκαν παράτολμοι Έλληνες της Νεάπολης, οργανώθηκαν στρατιωτικά και τον Ιούλιο του 1608 ήταν έτοιμοι να περάσουν στα απέναντι ελληνικά παράλια, όπου τους περίμεναν Γιαννιώτες και Τρικαλινοί πολεμιστές.

Στο πλευρό του Διονύσιου, που είχε έρθει στο μεταξύ σε επαφή και με τον δούκα του Νεβέρ Κάρολο Β’, τάχθηκαν οι μητροπολίτες Ναυπάκτου και Άρτας, Ιωαννίνων, Δυρραχίου και Τιρνόβου. Συμφώνησαν τον ξεσηκωμό των Χιμαριωτών, με σκοπό αρχικά την κατάληψη του κάστρου της Αυλώνας και τη μετέπειτα εξέγερση και των Μαυροβούνιων. Ο Διονύσιος φαίνεται ότι παρακίνησε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο Β’, να απευθύνει εκκλήσεις για βοήθεια στον βασιλιά της Ισπανίας το 1607 και το 1609.

Ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος

Ο Διονύσιος ασκούσε μεγάλη επιρροή στους Ηπειρώτες. Είχε επίσης τη θερμή συμπαράσταση του επισκόπου Δρυινουπόλεως Ματθαίου. Ωστόσο είχε κι έναν μεγάλο αντίπαλο. Τον Μάξιμο τον Πελοποννήσιο, ο οποίος ήταν λόγιος και μοναχός, μαθητής του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιου Πηγά. Σπούδασε στη Βενετία, από το 1590 και μεταξύ 1598-1603, υπήρχε διάκονος του Πηγά. Μετά τον θάνατό του Πατριάρχη, έγινε Μέγας Λογοθέτης του διαδόχου του Κύριλλου Λούκαρη. Το 1608, ενώ ταξίδευε από την Αλεξάνδρεια για την Κωνσταντινούπολη, έπεσε στα χέρια Φράγκων πειρατών που τον μετέφεραν στην Ιταλία. Μεταξύ 1611 και 1615, έζησε στα Γιάννενα όπου δίδαξε στη Σχολή των Φιλανθρωπηνών. Πίστευε ότι η τουρκοκρατία ήταν θέλημα Θεού και γι’ αυτό οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια θα ήταν ανώφελη, καθώς θα επιδείνωνε το καθεστώς των υπόδουλων Ελλήνων ,αφού οι Τούρκοι θα συνέτριβαν οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια. Για τον Διονύσιο, ήταν ιδιαίτερα επικριτικός, καθώς τον κατηγορούσε ως «σπορέα κακών, ανόητο και φρενόληπτο, μέθυσο, αγύρτη, νέο διάβολο…», αμφισβητούσε τη μόρφωση και τη μοναχική (καλογερική) ζωή του και υποστήριζε ότι συναναστρεφόταν με ανθρώπους που αγαπούσαν των ανήθικη ζωή. Οι λόγοι του Μάξιμου, εμπόδισαν την επέκταση του επαναστατικού κινήματος του Διονύσιου και την αύξηση του αριθμού των οπαδών του. Ανάμεσα στους οπαδούς των δύο προκλήθηκαν μεγάλες εντάσεις, που λίγο έλειψε να οδηγήσουν στη δολοφονία του Μάξιμου.

Το επαναστατικό κίνημα του Διονύσιου



Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΙΧΟΥΝΗΣ ΣΗΜΕΡΑ

Το 1609 ή το 1610, ο Διονύσιος επέστρεψε στην Ήπειρο. Ήταν βέβαιος ότι θα είχε τη στήριξη του πάπα και των Ισπανών. Πληροφορίες για το κίνημά του, μας δίνει ο Μάξιμος στο έργο του «Λόγος Στηλιτευτικός κατά Διονυσίου και των συναποστατησάντων αυτώ εις Ιωάννινα». Σύμφωνα με αυτές, ο Διονύσιος ξεκίνησε από τη μονή Αγίου Δημητρίου Διχούνη όπου είχε εγκατασταθεί και παρέσυρε στο κίνημά του «με αλλόκοτους και ψευδείς χρησμούς και μαντεύματα» τους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών της Θεσπρωτίας.

Ανάμεσα στους «συναποστατήσαντας», ήταν ο Ζώτος Τσίριπος, από την Παραμυθιά, ο γραμματικός και υπηρέτης του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων Λάμπρος, ο Ντελή Γιώργος, επίσης γραμματικός Τούρκου πασά και ο επίσκοπος Δρυινουπόλεως Ματθαίος, τοποτηρητής του μητροπολίτη Ιωαννίνων. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1611 είχαν συγκεντρωθεί 1.000 περίπου αγρότες, από 70 χωριά της Θεσπρωτίας, από τους οποίους μόνο οι 40 διέθεταν αρκεβούζια (πυροβόλα όπλα που εμφανίστηκαν στις αρχές του 15ου αιώνα).

Από τους υπόλοιπους, μόνο 100 ήταν οπλισμένοι με γιαταγάνια, 80 με ακόντια και οι υπόλοιποι είχαν σαν όπλα ρόπαλα και γεωργικά εργαλεία.



Η επιχείρηση ξεκίνησε από τα χωριά της Θεσπρωτίας Τουρκογρανίτσα και Ζαραβούσα. Κατά τον Μάξιμο «ευρόντες τους εκεί κατοικούντας Τούρκους αμερίμνους τους κατέσφαξαν όλους και τα χωρία ερήμωσαν». Στη συνέχεια, προχώρησαν προς τα Γιάννενα, όπου έφτασαν τη νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου, ψάλλοντας το «Κύριε ελέησον» και επαναλαμβάνοντας τη φράση «χαράτζι χαρατζόπουλον, νουζούλι νουζουλόπουλον», εκδηλώνοντας την αντίθεσή τους στους φόρους που είχαν επιβληθεί πριν λίγες μέρες. Ανώνυμο χρονικό της εποχής αναφέρει ότι «εις την πόλιν έβαλαν φωτίαν, εις την του τότε πασά Ασουμάν (=Οσμάν) κατοικίαν και έκαυσαν πολλούς ανθρώπους και τον βασιλικόν θησαυρόν». Ο Οσμάν κατάφερε να σωθεί και την επόμενη μέρα, η τουρκική φρουρά των Ιωαννίνων, ενισχυμένη με λίγους ιππείς και με τη βοήθεια των Ελλήνων προκρίτων, διέλυσε τους ανοργάνωτους οπαδούς του Διονύσιου. Τρεις μέρες αργότερα, ο Διονύσιος που είχε καταφύγει σε μια σπηλιά, συνελήφθη και ανακρίθηκε, είπε ότι στόχος του ήταν να ελευθερώσει τον λαό από την τυραννία και τα βάσανα και ότι είχε συνεννοηθεί με τον βασιλιά της Ισπανίας, που θα τον ενίσχυε με άνδρες και εφόδια. Το τέλος του ήταν μαρτυρικό. Ο πασάς διέταξε να τον φέρουν στην πλατεία όπου τον έγδαραν ζωντανό, γέμισαν το δέρμα του με άχυρα, του φόρεσαν αρχιερατικά άμφια, τον περιέφεραν στην πόλη και τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με 85 κεφάλια επαναστατών. Δύο από τους σημαντικότερους συνεργάτες του, ο Ντελή Γιώργος και ο Λάμπρος, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.

Οι συνέπειες του αποτυχημένου κινήματος του Διονυσίου

Τα αντίποινα των Τούρκων, μετά την καταστολή του κινήματος του Διονυσίου, ήταν σκληρότατα. Τουρκικές δυνάμεις που πήγαν στη Θεσπρωτία, λεηλάτησαν τα χωριά, βασάνισαν πολλούς κατοίκους τους, βίασαν εκατοντάδες γυναίκες και σκότωσαν αθώους χωρικούς.

Υπέφεραν κυρίως η Παραμυθιά και τα Γιάννενα, άπου οι Χριστιανοί διώχτηκαν από το κάστρο σε δύο φάσεις (1613 και 1616). Καταργήθηκαν πολλά από τα από τα προνόμια που είχαν δοθεί με τον «ορισμόν» του Σινάν πασά το 1430. Το παιδομάζωμα επανήλθε από το 1622. Όλα αυτά, ανάγκασαν πολλούς να αναζητήσουν καταφύγιο στα ηπειρωτικά βουνά και στα βενετοκρατούμενα νησιά. Μέχρι το 1627, 5.000 Ηπειρώτες εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα. Αρκετοί ακόμα Ηπειρώτες, εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η μονή του Αγίου Δημητρίου Διχούνη καταστράφηκε (αργότερα όμως ξαναχτίστηκε).

Το ίδιο έγινε και με πολλές εκκλησίες. Αφαιρέθηκε από τους Χριστιανούς το δικαίωμα της φύλαξης τω δερβενίων και άλλων περασμάτων. Ο εξισλαμισμός των Χριστιανών σπαχήδων (1635) και οι μαζικοί εξισλαμισμοί σ’ ολόκληρη την Ήπειρο, ήταν μία ακόμα συνέπεια του αποτυχημένου κινήματος του Διονυσίου, τον οποίο λόγω των μαρτυρίων τους, τον καταράστηκαν πολλοί Έλληνες και πήρε αργότερα το προσωνύμιο «Σκυλόσοφος». Τότε φαίνεται ότι εξισλαμίστηκαν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί 36 χωριών των Σκιπετάρηδων, των Καραμουρατάδων, που ζούσαν σε μια περιοχή νότια της Πρεμετής και βόρεια της Κόνιτσας, ενώ πιθανότατα τότε εξισλαμίστηκαν και οι Τσάμηδες στη Θεσπρωτία. Μέχρι εκείνη την εποχή, οι μουσουλμάνοι στην Ήπειρο ήταν το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της. Μετά το 1620 όμως, αυξήθηκαν κατά πολύ.

Επίλογος

Ως τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος αντιμετωπιζόταν ως πρόξενος δεινών για τον ελληνισμό. Σταδιακά, τα επόμενα χρόνια, «τοποθετήθηκε» ανάμεσα στους εθνεγέρτες και επαναστάτες της τουρκοκρατίας. Βέβαια, στα χρόνια της σκλαβιάς υπήρχαν κι αυτοί που είχαν άλλη άποψη, όπως ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος:

«Ο Θεός τη σκλαβιά μας την έδωσε, για τις πολλές μας αμαρτίες. Για να μας παιδέψει και να μας σώσει, γιατί μας αγάπησε. Και θα πάμε τώρα εμείς εναντίον της θελήσεως Του και της αγάπης Του; Μόνο με τη σκλαβιά θα κερδίσουμε τη βασιλεία, κι όχι τούτη εδώ τη φθαρτή και πρόσκαιρη, αλά την αιώνια και άφθαρτη…».

Πηγές: «ΗΠΕΙΡΟΣ: 4000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 1997
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ: ΗΠΕΙΡΟΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΘΑΣ, «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, Εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1995.

Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ