Το διπλό φονικό στα Ανώγεια ανασύρει από τη μνήμη βεντέτες-θρύλους της Κρήτης, με τη σπίθα του γδικιωμού να ανάβει συνήθως για ασήμαντη αφορμή - Η μεγαλύτερη κράτησε μισό αιώνα και είχε πάνω από 110 νεκρούς - Η τελευταία διήρκεσε 5 χρόνια, είχε 6 νεκρούς και εξελίχθηκε σε 4 πόλεις της Ελλάδας
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, ένα παιδί από την Αράδαινα Σφακίων βρίσκει στον δρόμο την κουδούνα μιας κατσίκας. Οταν αρνείται να την επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του ζώου, εκείνος ζητά τον λόγο από την οικογένεια του παιδιού και αρχίζει μια άγρια βεντέτα που μετρά επτά θύματα και ένα χωριό ερειπωμένο μέχρι και σήμερα.
Η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καταγραφεί στις λεπτομέρειές της. Υπάρχουν όμως πολλές ιστορίες για να περιγράψουν τον παραλογισμό της βεντέτας που κόστισε δεκάδες ζωές στο διάβα των αιώνων, αλλά η Αράδαινα που παρέμεινε χωριό-φάντασμα είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές.
Από το βράδυ του Σαββάτου 2 Μαΐου και για αρκετά 24ωρα, η Κρήτη κρατούσε την ανάσα της για την επόμενη μέρα, μετά το διπλό φονικό στα Ανώγεια, όπου δύο μεγάλες οικογένειες του ιστορικού τόπου έχασαν από ένα μέλος τους «για το τίποτα».
Ο Γιώργος Ξυλούρης έπεσε νεκρός από το χέρι του Μανώλη Καλομοίρη, έχοντας προηγουμένως σκοτώσει τον πατέρα του, Λευτέρη Καλομοίρη. Η κόντρα τους είχε περάσει κάτω από τα ραντάρ των «σαστάδων», των διαμεσολαβητών, που τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο ώστε οι βεντέτες ως φαινόμενο να φθίνουν. Σε αυτό το κομμάτι, οι κινήσεις και τα λόγια και των δύο οικογενειών δείχνουν ότι τον λόγο για τη συνέχεια θα έχει η Δικαιοσύνη.
Στις κηδείες των θυμάτων δεν έγιναν διαχωρισμοί, στα ξόδια ακούστηκαν λόγια και για τα δύο θύματα. Μετά την προφυλάκιση του Μανώλη Καλομοίρη τον λόγο πλέον έχουν η Δικαιοσύνη και ο χρόνος.
Σχεδόν κάθε έγκλημα στην Κρήτη γεννά την αγωνία ότι είναι πιθανό να ακολουθηθεί από άλλα. Η υπόθεση της βεντέτας, του εκδικητικού φόνου στο νησί (η λέξη προέρχεται από το λατινικό vendico, δηλαδή εκδικούμαι), χάνεται στα βάθη του χρόνου. Με ίδιους ή ελαφρώς παραλλαγμένους κανόνες και κώδικες απαντάται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Μάνη, αλλά και της Μεσογείου, όπως στη Σικελία, αλλά και στην Αλβανία, με την «τζακμάρια» να φτάνει στο σήμερα ως η υποχρέωση το αίμα να πληρώνεται με αίμα.
23/9/1995 | Βαγγέλης Σελιανάκης: Δολοφονείται με κυνηγετική καραμπίνα σε ενέδρα που του έστησαν άγνωστοι στον επαρχιακό δρόμο Αργυρούπολης Ρεθύμνου - Επισκοπής
Μαύρα πουκάμισα και άγρια γένια
Η βεντέτα δεν γνωρίζει χρόνο: ο «αδικητής» μπορεί να τιμωρηθεί ακόμη και δεκαετίες μετά την πράξη του. Αυτό που δηλώνεται άμεσα, όμως, είναι η απαίτηση της εκδίκησης.
Σε αυτή τη λογική, οι άνδρες της οικογένειας του αδικημένου φορούσαν μαύρα πουκάμισα, άφηναν αξύριστα τα γένια, οι μεγαλύτεροι έβαφαν έως και τις κατσούνες τους (τα μπαστούνια) μαύρες, ακόμη και τις πόρτες των σπιτιών τους. Στόχος της βεντέτας δεν ήταν ποτέ γυναίκες και παιδιά ή αδύναμα μέλη εν γένει, αλλά πάντα ο καλύτερος της οικογένειας και γινόταν σκοπός ζωής.
Η βεντέτα, ωστόσο, δεν ξεκινούσε απαραίτητα από φόνο. Το καλοκαίρι του 1950, από τον φόβο του αιματοκυλίσματος ανάμεσα σε δύο μεγάλες οικογένειες, έφτασε να κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος στην Κρήτη, και όλα αυτά από μια «κλεψά», τη μόνη «κλεψά» που και σήμερα «επιτρέπουν» οι Ανωγειανοί - την απαγωγή γυναίκας με σκοπό τον γάμο.
Τότε ήταν ο Κώστας Κεφαλογιάννης ή Κουντόκωστας από τα Ανώγεια, αδελφός του βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Μανώλη Κεφαλογιάννη, ήρωας της Αντίστασης, που έκλεψε στο Ηράκλειο την Τασούλα, κόρη του βουλευτή των Φιλελευθέρων Γιώργη Πετρακογιώργη. Η οργή του πατέρα της κοπέλας ήταν τέτοια που απειλήθηκε σύρραξη στην Κρήτη.
Η απαγωγή της Τασούλας έγινε μείζον πολιτικό ζήτημα, με την κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου να φτάνει να επιβάλλει στρατιωτικό νόμο, να αναστέλλει την ισχύ εννέα άρθρων του Συντάγματος, να απαγορεύει την κυκλοφορία στα Ανώγεια, να επιβάλλει λογοκρισία και οι τοπικές αρχές να επικηρύσσουν τον απαγωγέα ως ληστή. Στην υπόθεση αναμείχθηκαν με ρόλο πυροσβεστικό από τον τότε Αρχιεπίσκοπο μέχρι και τον Αγγλο αξιωματικό και συγγραφέα Πάτρικ Λι Φέρμορ, που γνώριζε τις δύο οικογένειες από τη δράση του στην Κρήτη, και ιδιαίτερα από την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε.
Η βεντέτα ανάμεσα στις οικογένειες Σαρτζέτη (Σαρτζετάκη) και Πεντάρη (Πενταράκη), δύο από τις μεγαλύτερες οικογένειες των Χανίων, καταγράφεται ως εκείνη που μέτρησε τα περισσότερα θύματα, αφού οι ζωές που χάθηκαν από το 1941 έως το 1985, οπότε και τυπικά έληξε, ανέρχονται σε 110, ενώ υπάρχουν αναφορές ότι ο πραγματικός αριθμός ξεπερνά τα 140 θύματα, ακόμη και ανήλικα αγόρια. Η βεντέτα είχε κοπάσει, αλλά ουσιαστικά έληξε με την εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας το 1985, όταν τον ψήφισε και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Πεντάρης.
23/5/1994 | Φωτούλα Μουζουράκη: Ο βιασμός και η δολοφονία της στον Αποκόρωνα Χανίων άναψε το φιτίλι μιας από τις πιο άγριες και πολύνεκρες βεντέτες της Κρήτης
Μουζουράκηδες - Δικωνυμάκηδες
Ο εκδικητικός φόνος δεν γνωρίζει χρόνο, δεν γνωρίζει τόπο. Στη βεντέτα των Μουζουράκηδων και των Δικωνυμάκηδων αυτό αποδείχθηκε περίτρανα, αφού η εκδίκηση αναζητήθηκε και έγινε πράξη στην Κρήτη, στην Αμαλιάδα, στη Μυτιλήνη, στο Περιστέρι, για να κλείσει ο κύκλος που άνοιξε τον Μάιο του 1994 με τη δολοφονία της 55χρονης Φωτούλας Μουζουράκη στην αγροτική περιοχή του Κυπαρισσώνα Αποκορώνου, δύο χιλιόμετρα έξω από το χωριό της, το Πάτημα.
Η βεντέτα Μουζουράκηδων - Δικωνυμάκηδων είναι ίσως ο τελευταίος κύκλος αίματος με όλο το «τυπικό» των εκδικητικών φόνων, άφησε πίσω έξι νεκρούς και ένα ερημωμένο χωριό, με μία όμως εξαίρεση: η αρχή έγινε με τη δολοφονία γυναίκας.
Η Φωτούλα Μουζουράκη ήταν χήρα και μεγάλωνε μόνη της τρεις γιους και μια κόρη. Κάποιες ασήμαντες διαφορές την έβαλαν στο στόχαστρο της οικογένειας του Μανώλη Δικωνυμάκη. Ηταν ο 25χρονος γιος του Μιχάλης, μαζί με τον 29χρονο φίλο του Νίκο Πολάκη που στις 23 Μαΐου του 1994 σταμάτησαν το αγροτικό που οδηγούσε η Φωτούλα, την ακινητοποίησαν, την κακοποίησαν σεξουαλικά και εν τέλει τη στραγγάλισαν.
Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα και οι δύο δράστες συνελήφθησαν - ο Δικωνυμάκης, μάλιστα, είχε προλάβει να φτάσει στην Αθήνα. Στο ποτάμι της βίας που μόλις είχε ανοίξει, χύθηκε στις 16 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς το αίμα του 24χρονου Κώστα Μουζουράκη, γιου της Φωτούλας. Βρέθηκε νεκρός με δυο σφαίρες στον θώρακα, στον Κουρνά Αποκορώνου, από το χέρι του Ρεθυμνιώτη Ευάγγελου Σελιανάκη. Αιτία, οι κτηματικές διαφορές.
O πεντοζάλης του θανάτου είχε αρχίσει να γίνεται γρήγορος. Ο γιος της Φωτούλας, Γιάννης, στα 26 του χρόνια φτάνει στην Αμαλιάδα μαζί με δύο φίλους του. Εκεί έχει εντοπίσει τον 54χρονο Μανώλη Δικωνυμάκη: είναι ο πατέρας του φονιά της μάνας του και αυτός τον οποίο θεωρεί ο Γιάννης Μουζουράκης ενορχηστρωτή της άγριας δολοφονίας της. Είναι 10 Νοεμβρίου του 1994, πριν το εξάμηνο μνημόσυνο της Φωτούλας, που ο Μανώλης Δικωνυμάκης πέφτει νεκρός από το χέρι του γιου της.
Το ξεκλήρισμα των οικογενειών συνεχίζεται. Στη Μυτιλήνη είχε καταφύγει με την οικογένειά του ο 27χρονος Σήφης Δικωνυμάκης, αδελφός του Μιχάλη και γιος του Μανώλη. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1994 εντοπίζεται νεκρός με μια σφαίρα στο στήθος. Περνούν μόλις λίγοι ήρεμοι μήνες, ώσπου τον Σεπτέμβριο του 1995 δολοφονείται με κυνηγετική καραμπίνα ο 23χρονος κτηνοτρόφος Βαγγέλης Σελιανάκης, από την Αρχοντική Ρεθύμνου. Το θύμα ήταν ανιψιός του Ευάγγγελου Σελιανάκη, που είχε σκοτώσει 13 μήνες νωρίτερα τον Κώστα Μουζουράκη.
Η βεντέτα είχε απλωθεί ήδη από την Κρήτη στην Ηλεία και τη Μυτιλήνη. Στην ανωνυμία της Αθήνας είχε επιλέξει να χαθεί ο Γιάννης Μουζουράκης - ο άνθρωπος που είχε εκδικηθεί για τον φόνο της μάνας του. Παρόλο που ζούσε με ψεύτικα στοιχεία, εντοπίστηκε από τους διώκτες του, παραμονή της γιορτής του, το 1999. Είχε φύγει από συγγενικό του σπίτι και επέστρεφε στο δικό του, όταν δέχτηκε τα πυρά δύο ενόπλων που του είχαν στήσει ενέδρα από οικοδομή, στην οδό Κένεντι, στο Περιστέρι.
Δίπλα στο άψυχο σώμα του είχε βρεθεί το Magnum που είχε μαζί του, το οποίο δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει. Η δολοφονία του Γιάννη Μουζουράκη αποδόθηκε στον Ευάγγελο Σελιανάκη: μετά τον φόνο του Κώστα Μουζουράκη εκείνος είχε επιχειρήσει να διαφύγει στον Καναδά, αλλά συνελήφθη. Λίγο καιρό αργότερα απέδρασε από τις Φυλακές Αλικαρνασσού μαζί με άλλους κρατούμενους. Βρέθηκε νεκρός, τον Ιανουάριο του 2011, στην Αρχοντική Ρεθύμνου.
20/12/1988 | Γιάννης Παπαδόσηφος: Πυροβόλησε και σκότωσε μέσα στο δικαστήριο τον δράστη της δολοφονίας του γιου του
Ο Παπαδόσηφος
«Εκανα το χρέος μου και τώρα είμαι καλά. Λευτερώθηκα». Ηταν 20 Δεκεμβρίου του 1988 όταν η χώρα πάγωνε από τον ήχο του όπλου του Γιάννη Παπαδόσηφου. Ηταν ένα Luger που είχε αρπάξει από Γερμανό στρατιώτη ο πατέρας του. Ο Παπαδόσηφος είχε επιλέξει το Εφετείο Πειραιά για να αποδώσει «δικαιοσύνη», όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν, για τη δολοφονία του παιδιού του.
Μέσα στη γεμάτη μαυροφορεμένους Κρητικούς αίθουσα του Εφετείου ο Γιάννης Παπαδόσηφος ξεχώριζε. Τα γένια του ήταν αξύριστα από τη στιγμή που ο Γιάννης Βενιεράκης, τον Αύγουστο του 1983, σκότωσε στο Ρέθυμνο το παιδί του
Τον Μανώλη Παπαδόσηφο και τον Γιάννη Βενιεράκη χώριζε το χάος: μορφωμένος, με τρεις γλώσσες, σπουδές στη μουσική ο Παπαδόσηφος, νταής και τσαμπουκάς ο δεύτερος. Τους χώρισε και μια γυναίκα που διεκδίκησαν και οι δύο. Ο Βενιεράκης έλυσε τη διαφορά του σκοτώνοντας τον Μανώλη.
Ο πατέρας Παπαδόσηφος είχε δώσει όλα τα σημάδια ότι στη δική του αντίληψη το αίμα έπρεπε να πληρωθεί με αίμα. Φόρεσε μαύρα, άφησε αξύριστα τα γένια του. Στο δικαστήριο, τον Δεκέμβριο του 1988 -η δίκη γινόταν στον Πειραιά και όχι στην Κρήτη για λόγους ασφαλείας-, η παρουσία της Αστυνομίας ήταν ισχυρότατη.
Στη διάρκεια της διαδικασίας, εκείνη τη μέρα, ο βλοσυρός, μαυροφορεμένος Κρητικός είχε μπει και βγει από την αίθουσα τουλάχιστον δύο φορές. Είχε ελεγχθεί από τους αστυνομικούς και δεν είχε όπλο πάνω του. Την τρίτη, τέταρτη φορά που ξαναμπήκε στην αίθουσα οι αστυνομικοί δεν τον έψαξαν ξανά ή το έκαναν πλημμελώς. Πίσω από τη μακριά του γενειάδα και μέσα από τη φανέλα του είχε καταφέρει να κρύψει το Luger. Με σβελτάδα εφήβου κατάφερε να βρεθεί πίσω από τον κατηγορούμενο. Πυροβόλησε. Ξανά και ξανά. Ο Βενιεράκης έπεσε νεκρός.
Αμέσως μετά ήρεμος, ο Παπαδόσηφος ακολούθησε τους αστυνομικούς. Δήλωσε αλαφρωμένος, ελεύθερος. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Είναι εξίσου χαρακτηριστική η δολοφονία του Ιωάννη Βρέντζου από τα Ανώγεια από τον Δαμιανό Παρασύρη από τα Ζωνιανά. Τα δυο χωριά, αν και απέχουν περίπου επτά χιλιόμετρα, τα χωρίζει άβυσσος, που μάλιστα πριν από λίγα χρόνια έβαλε φωτιά στο σχέδιο των συνενώσεων των ΟΤΑ, τον «Καποδίστρια», με τα Ανώγεια από τη μια να μη θέλουν να είναι στον ίδιο δήμο με τα Ζωνιανά, και με τα Ζωνιανά να απαιτούν και να κερδίζουν τότε να παραμείνουν αυτόνομη κοινότητα.
Ηταν το 1969 όταν ο Δαμιανός Παρασύρης βρέθηκε στο Πταισματοδικείο Περάματος την ίδια ώρα, την ίδια μέρα με τον Ιωάννη Βρέντζο. Στο δικαστήριο γινόταν δίκη άσχετη και με τους δύο, ωστόσο ο Παρασύρης σκότωσε με μαχαίρι τον Βρέντζο: εκδικήθηκε έτσι τη δολοφονία του αδελφού του τον οποίο είχε σκοτώσει ο Βρέντζος ή Λορντογιάννης στα Δύο Αοράκια του Ηρακλείου το 1945. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Παρασύρης έπεσε θύμα απόπειρας δολοφονίας που είχε αποδοθεί τότε σε στενό συγγενή του θύματός του. Αυτή η βεντέτα πάντως ήταν μεταξύ των λόγων που επικαλούνταν οι Ανωγειανοί για την άρνησή τους να συνενωθούν με τα Ζωνιανά.
Ματίνα Ηρειώτου
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ