«Η κυβέρνηση προχωρά με αυταρχισμό στην επιβολή ρυθμίσεων σε βάρος της μόρφωσης», υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ διά του εκπροσώπου του, Αλέξη Χαρίτση. Αναπόφευκτη η ειρωνεία, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται τη γνώση, την οποία, σημειωτέον, τα συνδικαλιστικά στελέχη του επίσης υπερασπίστηκαν μόλις προχθές στην πλατεία Συντάγματος με τα γραμματικά λάθη στα πανό τους. («Απέσυρέ το», ήταν η προστακτική μετά χρονικής αυξήσεως, στο πανό των λαμπρών εκπαιδευτικών που διαδήλωναν κατά του νομοσχεδίου...)
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ξαναβρίσκει τον εαυτό του, όπως λέγαμε προ ημερών. Παλιά του τέχνη κόσκινο, επιστρέφει στη διαστροφή της πραγματικότητας και ζωγραφίζει στον αέρα τέρατα που δεν υπάρχουν. «Αυταρχική πολιτική» βαπτίζεται η εξ αποστάσεως διδασκαλία, ωσάν η απραξία –την οποία προτείνει από πλευράς του– να ήταν αρετή. Γιατί, όμως, εκλέγουμε κυβερνήσεις, αν όχι για να βρίσκουν τους τρόπους να αντεπεξέλθουμε στους κινδύνους νέων και απρόβλεπτων καταστάσεων, που διασπούν τους συνηθισμένους ρυθμούς και μας καλούν να αναδιοργανώσουμε τη ζωή μας;
Αυτό ακριβώς, λοιπόν, συμβαίνει τώρα: το υπουργείο Παιδείας αναδιοργανώνει την εκπαίδευση επί τη βάσει των νέων δεδομένων. Θα μπορούσε θαυμάσια η υπουργός να διαλέξει την εύκολη λύση, δηλαδή να κατεβάσει ρολά και να περιμένει να δει τι θα γίνει από Σεπτέμβριο – το τεμπελχανείο των συνδικαλιστών θα την αποθέωνε. Δεν το κάνει, όμως, και προσπαθεί από τώρα να στήσει το απαραίτητο σύστημα για την εξ αποστάσεως διδασκαλία, επειδή ούτως ή άλλως όλα αυτά είναι καινούργια, πρέπει να τρέξουν για να δοκιμαστούν. Κανένας φιλότιμος άνθρωπος, λοιπόν, με αντίληψη του καθήκοντός του, δεν θα καθόταν να περιμένει τη λύση να έλθει μόνη της εξ ουρανού· θα έτρεχε να τη βρει και θα έβαζε και τους γύρω του να τρέχουν. Αυτό κάνει η Ν. Κεραμέως, αλλά, βλέπετε, ο ΣΥΡΙΖΑ διαφωνεί και το σηκώνει στη διαπασών, ενώ το μόνο που έχει να προτείνει είναι απολύτως τίποτα! Καθισιό, γιατί όχι; Με αυτό ισοδυναμούν τα κλειστά σχολεία που εισηγείται.
Τελικά, αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της σημερινής κυβέρνησης και της προηγούμενης: ο ρεαλισμός της δράσης έναντι των πραγματικών προβλημάτων από τη μία πλευρά και από την άλλη η δήθεν ασφάλεια της ακινησίας – πεποίθηση η οποία είναι παράγωγο της ιδεοληπτικής αρχής ότι οι αριστερές κυβερνήσεις είναι γενικώς ανώτερες των μη αριστερών κυβερνήσεων. Αντιλαμβανόμαστε πια, νομίζω, πόσο φρικώδεις μπορούν να είναι οι συνέπειες της κυβερνητικής απραξίας, όταν θυμόμαστε την τραγωδία στο Μάτι. Μου προξενεί εντύπωση, πάντως, που ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπολιτεύεται με τρόπο, ο οποίος διαρκώς υπενθυμίζει τον χειρότερο εαυτό του: τον ανίκανο και εκ πεποιθήσεως τεμπέλη.
Η διαφορά θέσεων γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα αναδεικνύει μία επιπλέον διάκριση μεταξύ των δύο πολιτικών χώρων ως προς την αντίληψη για τον ρόλο και τη λειτουργία του πολίτη στη σύγχρονη δημοκρατία. Μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, που κινείται με γνώμονα τον πραγματισμό, αντιλαμβάνεται την κοινωνική ευθύνη ως πρωτίστως ατομική και την ενθαρρύνει. Αντιθέτως, η Αριστερά (όλων των αποχρώσεων) ειρωνεύεται την επίκληση στην ατομική ευθύνη και προτάσσει την ανάληψη της κοινωνικής ευθύνης πλήρως από το κράτος και την κυβέρνηση (διότι, για την Αριστερά, αυτά τα δύο ταυτίζονται, υπό την έννοια της «πραγματικής εξουσίας» του Καρανίκα ή της κυρίας Μπέτυς...) Η προσέγγιση της Αριστεράς στο ζήτημα είναι κτηνοτροφική στη σύλληψή της: οι πολίτες είναι τα πρόβατα, το κράτος ο τσομπάνης, στον οποίον ανήκει το κοπάδι και οι πολάκηδες κάνουν τα μαντρόσκυλα.
Το παράδοξο, εν προκειμένω, είναι ότι η παραπάνω αντίληψη δεν μπορεί να συμβαδίζει με την εκ πεποιθήσεως τεμπελιά της Αριστεράς. Διότι ένα κράτος που αναλαμβάνει τα πάντα, οφείλει να τα κάνει κιόλας, όχι μόνο να τα αναλαμβάνει και να στερεί την ιδιωτική πρωτοβουλία από την ευκαιρία δράσης. Αλλά η Αριστερά είναι κατά βάσιν θρήσκευμα, οπότε ας σταματήσουμε εδώ, διότι παραπέρα ξεκινούν τα χωράφια της θεολογίας...
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ