02 Ιουνίου 2020

Τέρας του Κάβου: «Βίασε τέσσερις γυναίκες αλλά εγώ τον αγαπώ» λέει η 22χρονη σύντροφος του Ασπιώτη

Η διαφορετική μαρτυρία της Μαρίνας για τη σχέση της με τον άνθρωπο που καταδικάστηκε για τρεις βιασμούς και, όταν αποφυλακίστηκε, συνελήφθη ξανά για έναν ακόμη

Ζύγισα το κινητό στο χέρι μου. Απόσταση 8 κουμπιών. Είπα το όνομά μου, κι ύστερα, πιο χαμηλόφωνα, ψέλλισα την επαγγελματική μου ιδιότητα: δημοσιογράφος. Δεν μπόρεσα να πω τίποτα παραπάνω, δεν χρειάστηκε να πω κάτι παραπάνω. Στην άλλη άκρη της γραμμής, η 22χρονη Μαρίνα ήξερε ακριβώς τι ζητούσα. Με τη βραχνή φωνή της άρθρωσε τη φράση «Σφάλματα είμαστε… ανθρώπους κάνουμε». Κι ύστερα κενό και πιο μετά μια παραδοχή, πράσινο φως στον δρόμο της μεγάλης μας κουβέντας: «Τον Δημήτρη τον αγαπώ. Ναι, έκανε άσχημα πράγματα, αλλά αυτό δεν του στερεί το δικαίωμα να υπάρχει στον κόσμο έστω και ένας άνθρωπος που να τον αγαπά».

Διακόπτω απότομα την αγάπη. Ως μαμά που τρέμει τις κακές παρέες, ως γυναίκα που σιχαίνεται τη βία, ως άνθρωπος που μπροστά στο πρόσωπο ενός βιαστή στρέφει το βλέμμα του αλλού. Από φόβο, αηδία και απέχθεια. Ωστόσο, θέλω να την καταλάβω, πάντα πρέπει να προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτό που αδυνατεί να χωρέσει το μυαλό μας…

Της τον θυμίζω. Με λόγια τόσο ωμά όσο και οι πράξεις του. Δημήτρης Ασπιώτης. Βιαστής. Στο παρελθόν μαρτύρησαν στα χέρια του δύο κορίτσια από την Αγγλία. Δικάστηκε, καταδικάστηκε, μπήκε φυλακή, βγήκε πολύ νωρίτερα και πριν από μερικές εβδομάδες βίασε ξανά μία 34χρονη γυναίκα από την Αλβανία. Υστερα εξαφανίστηκε μέχρι που το Σάββατο 23 Μαΐου έπεσε στα χέρια της Αστυνομίας. Δεν υπάρχουν ερωτήσεις.

Η απλή λογική τις απαγορεύει, όπως ακριβώς και η περίπλοκη ψυχοσύνθεση. Ο λόγος τής ανήκει: «Πάμε πίσω, στη μέρα που γνώρισα τον Δημήτρη, και ίσως καταλάβετε κάποια πράγματα», μου λέει με σταθερή και ψύχραιμη φωνή και συνεχίζει:

«Με τον Δημήτρη καταγόμαστε από τον ίδιο τόπο, τα Σπαρτερά, ένα μικρό χωριό νότια της Λευκίμμης, λίγο έξω από τον Κάβο. Εγώ και τα αδέλφια μου φύγαμε από εκεί πριν από πολλά χρόνια, όταν οι γονείς μας χώρισαν, και εγκατασταθήκαμε με τη μαμά, πρώτα στην Κέρκυρα και ύστερα πήγαμε στη γιαγιά μας, στους Παξούς, γιατί η μαμά έπρεπε να δουλέψει.

Τον Δημήτρη, λοιπόν, τον γνώρισα για πρώτη φορά πέρυσι το Πάσχα. Είχα πάει για λίγες ημέρες στο χωριό, στο σπίτι του πατέρα μου, όταν μας χτύπησε την πόρτα ρωτώντας μας αν μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε σε κάτι στο Facebook. Τον βοήθησα κι ύστερα πιάσαμε την κουβέντα. Μαζί του μπορούσα να μιλήσω για πολλά πράγματα, είχαμε κοινές αντιλήψεις όσον αφορά στον κόσμο και την κοινωνία, μια κοινωνία διπρόσωπη και συμφεροντολόγα, γεμάτη κόμπλεξ, κουτσομπολιό και κακία. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε στον Κάβο για καφέ και ποτό.



Παρότι είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας, εκείνος ήταν 46 κι εγώ 21, δεν βαρέθηκα στιγμή μαζί του. Παίζαμε παιχνίδια, βλέπαμε κόσμο, πίναμε τα ποτά μας, κοιμόμασταν στη θάλασσα, ο Δημήτρης είχε την τρέλα, το κέφι και την όρεξη ενός 15άρη. Δεν υπήρξε στιγμή που να ήταν βίαιος ή επιθετικός μαζί μου, ούτε τον είδα ποτέ να ενοχλεί κάποια γυναίκα.

Αντιθέτως, ήταν ένας γλυκός και τρυφερός άντρας που όταν ξύπναγα μου έφερνε τον καφέ και τα τσιγάρα μου, λέγοντάς μου την πιο ζεστή “καλημέρα”. Ηταν ικανός να δώσει την ψυχή του για να βλέπει καλά τους δικούς του ανθρώπους. Δεν ήθελε να με βλέπει να στενοχωριέμαι, με συμβούλευε να μείνω μακριά από επικίνδυνες καταστάσεις, έφερνε δώρα στον μικρό μου αδελφό τον οποίο υπεραγαπούσε, μου έλεγε να παντρευτούμε, ήλπιζε ότι μαζί θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια νέα ζωή. Ο κόσμος ωστόσο δεν του επέτρεψε αυτή την άλλη ζωή που τόσο πολύ επιθυμούσε…».

«Φύγε από τον Δημήτρη γιατί θα τον σκοτώσουν»

Διακόπτω απότομα τη ροή του λόγου της με ένα «αλλά». Δεν χρειάζεται να συνεχίσω την πρότασή μου. Καταλαβαίνει τι θέλω να πω και είναι έτοιμη να πει όσα εκείνη θέλει: «… Αλλά ήταν καταδικασμένος από τη ρετσινιά του βιαστή», λέει ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της και συνεχίζει:

«Για τους βιασμούς μού είχε μιλήσει ο ίδιος σχεδόν κλαίγοντας. Το είχε μετανιώσει, ήθελε μάλιστα να βρει εκείνες τις δύο κοπέλες και να τους ζητήσει συγγνώμη. Μου είχε πει ότι αυτές οι πράξεις έγιναν κάτω από την επήρεια ναρκωτικών ουσιών που τον τρέλαιναν, ότι δεν είχε συνείδηση των όσων έκανε και πως πονούσε πολύ κάθε φορά που τον αποκαλούσαν βιαστή.

Το χειρότερο κομμάτι για μένα δεν ήταν τα όσα είχε κάνει ο Δημήτρης αλλά ο κόσμος. Ολοι εκείνοι που μου έλεγαν “γιατί κάνεις παρέα με αυτόν τον βιαστή, ντροπή σου!”, και όταν αναφέρομαι στον κόσμο δεν εννοώ μόνο τους ξένους αλλά και τη δική του οικογένεια.

Θυμάμαι τη μάνα του να τον πετάει έξω από το σπίτι καλώντας την Αστυνομία και την αδελφή του να μου λέει “φύγε από τον Δημήτρη γιατί θα τον σκοτώσουν”. Αυτός ο άνθρωπος, από τότε που γεννήθηκε, μεγάλωσε χειρότερα και από σκυλί ζητιανεύοντας λίγα ψίχουλα αγάπης που αρνήθηκαν να του πετάξουν ακόμη και οι ίδιοι του οι γονείς. Αλκοολισμός, κακοποίηση, αδιαφορία, ξύλο, πείνα, φτώχεια, μίσος.



Αυτά ήταν τα παιδικά του χρόνια. Πώς θέλετε να βγει καλά ένας άνθρωπος μέσα από αυτά; Σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογώ τους βιασμούς, αλλά όπως ακριβώς δεν δικαιολογώ τους βιασμούς έτσι ακριβώς δεν δικαιολογώ και τη στάση της κοινωνίας.

Θυμάμαι μια άλλη φορά που το χωριό μάζεψε υπογραφές για να τον βγάλει τρελό. Μαζί του ήμουν όταν τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο ψυχιατρείο, δεν θα ξεχάσω ποτέ την απόγνωση στο βλέμμα του. Υστερα τον άφησαν.

Ο Δημήτρης δεν ήταν τρελός, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος ήταν που προσπαθούσε να ορθοποδήσει και όλο του έκοβαν τα πόδια, που ήθελε να πετάξει κι όλο του έκοβαν τα φτερά. Εκτός από δυο-τρεις γνωστούς του στον Κάβο που του έδιναν κάτι ψιλά για καφέ και τσιγάρα, κανείς δεν θέλησε να τον βοηθήσει. Χτύπησε πάρα πολλές πόρτες για δουλειά αλλά καμία δεν άνοιξε, όλοι σκέφτονταν πως δεν ήθελαν πάρε-δώσε με έναν βιαστή.

Δεν ζήτησε ποτέ ελεημοσύνη, ούτε ζητιάνεψε. Μια δεύτερη ευκαιρία ζητούσε, δεν την πήρε και ούτε θα την έπαιρνε ποτέ. Και σας ρωτάω. Η επιστροφή στην κλεψιά, στην αλητεία, στα χάπια και στο αλκοόλ δεν ήταν μονόδρομος για εκείνον; Κατά τη γνώμη μου, ήταν. Κι αυτό ακριβώς έγινε…».

Ο χωρισμός, η επιστροφή στην κόλαση και το μήνυμα της Μαρίνας

Μετά από σχεδόν τέσσερις μήνες σχέσης η Μαρίνα λέει στον Δημήτρη να χωρίσουν και φεύγει από την Κέρκυρα επιστρέφοντας στο σπίτι της γιαγιάς της στους Παξούς. Εκείνος στην αρχή δεν το δέχεται.

«Μη φύγεις. Ησουν το μοναδικό στήριγμά μου σ’ αυτή τη ζωή. Τώρα που μ’ αφήνεις μόνο, όλοι θα τα βάλουν ξανά μαζί μου», της λέει την ημέρα που τη συνοδεύει στο καράβι για τους Παξούς.

Η Μαρίνα δεν κάνει πίσω και, όπως η ίδια ισχυρίζεται σήμερα, εκείνη η απόφαση δεν ήταν δική της: «Τον άφησα γιατί μου έκανε πλύση εγκεφάλου η κοινωνία και επειδή πιέστηκα πολύ και από τη δική μου και από τη δική του οικογένεια προκειμένου να διακόψω κάθε επαφή μαζί του.

Εκείνος δεν μπορούσε να αποδεχτεί τον χωρισμό. Τη μία στιγμή με έβριζε στο Facebook και την άλλη έπιανε την κολλητή μου και την παρακαλούσε να μεσολαβήσει για να τα ξαναβρούμε. Επαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι και ικέτευε τη γιαγιά μου, μετά πετούσε πέτρες στα παράθυρα, πιο ύστερα το μετάνιωνε και ικέτευε για συγχώρεση.

Ο κόσμος εδώ αντέδρασε έντονα και του απαγόρευσε την είσοδο στο νησί. Η τελευταία φορά που με πήρε τηλέφωνο ήταν το περασμένο Πάσχα. Δεν μου μίλησε, το έκλεισε και στη συνέχεια πήρε τη γιαγιά μου λέγοντάς της: “Χρόνια Πολλά, γιαγιά”.

Μετά, όταν έμαθα πως βίασε μία Αλβανή και πως τον κυνηγούσαν, στενοχωρήθηκα πολύ γιατί δεν έχει την ψυχή ενός δολοφόνου. Με φώναξαν τότε για κατάθεση, δεν τον έβρισκαν και θεωρούσαν ότι εγώ γνώριζα τα βουνά και τις θάλασσες που γυρνούσε», λέει η Μαρίνα και συνεχίζει απαντώντας στην ερώτηση του τι θα του έλεγε αν τον είχε σήμερα απέναντί της:

«Αν τον είχα απέναντί μου θα του έλεγα ότι λυπάμαι πολύ που έχασε την ευκαιρία που του προσέφερε ο νόμος Παρασκευόπουλου. Θα του έλεγα ακόμη ότι τον αγαπάω και πως είμαι από τους ανθρώπους που την αγάπη τους τη δείχνουν αργά…

Σήμερα είναι αργά και για εκείνον, ωστόσο δεν θα κάτσω να τον βρίσω, να τον κατηγορήσω και να τον δικάσω, όπως κάνει όλος ο υπόλοιπος “αναμάρτητος” κόσμος. Εχω τσακωθεί με ανθρώπους που τον βρίζουν και δεν φοβάμαι να τσακωθώ με εκείνους που τον αποκαλούν “τέρας” γιατί ακόμη κι αν είναι, αυτό το τέρας αποτελεί δημιούργημα μιας οικογένειας που δεν τον αγάπησε και μιας κοινωνίας που δεν τον συγχώρεσε.

Είναι φίλος μου και θέλω να είναι καλά. Θέλω πολύ να πάω να τον δω στο νοσοκομείο και αν είχα τα χρήματα θα το έκανα παρά τις απαγορεύσεις των δικών μου. Θα τον αγκάλιαζα και θα του έλεγα: “Δημήτρη, μην τους ακούς! Εγώ ξέρω ποιος είσαι. Για μένα είσαι καλύτερος από πολλούς εκεί έξω κι ας είσαι όπως είσαι κι ας έκανες ό,τι έκανες…”».



Σε όλες τις φωτογραφίες που ανέβαζε στα social media, ο βιαστής ήταν εκεί. Ακόμη και ως φιγούρα στα γυαλιά της 22χρονης

Ρομίνα Ξύδα
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ