Κι αφήγηση ξεκινά: « Σε λίγο εμφανίσθηκε η Αμαλία. Όμορφη, ευγενική, γλυκύτατη στον ρόλο της άψογης νοικοκυράς. Μας ρώτησε αν θέλουμε καφέ , χυμό ή κάποιο αφέψημα. Εκείνος ούτε αποκρίθηκε, ούτε την κοίταζε. Αλλά ούτε και σε μένα απηύθυνε κάποια φράση. Σε μισή ώρα αβάσταχτης σιωπής, τον αποχαιρέτησα κι έφυγα. Δύο μέρες αργότερα έμαθα ότι είχαν χωρίσει. Ευθύς ύστερα από εκείνο το βράδυ».
Χρόνια αργότερα, ο Λαμπρίας επανήλθε ζητώντας από τον Καραμανλή να μάθει για την επίδραση του συζυγικού βίου στην πολιτική του σταδιοδρομία. «Με επηρέασε ευεργετικά» του είπε ο Καραμανλής. Και συνέχισε: «Ξεκίνησε με καλούς οιονούς. Στη διαδρομή όμως και ιδίως στη δύσκολη περίοδο του Παρισιού, εμφάνισε σημάδια κόπωσης». Η χροιά της φωνής του βάθαινε από συγκίνηση: « Η Αμαλία ήταν τόσο όμορφη όσο και αξιοπρεπής. Είχε δυνατό χαρακτήρα, κάπως αυταρχικό. Ίσως μάλιστα το ναυάγιο του γάμου μας να οφείλεται στο ότι είχαμε τον ίδιο χαρακτήρα… Τα ενδιαφέροντα της ήταν περισσότερο πολιτιστικά παρά πολιτικά. Και μολονότι ουδέποτε αναμειγνυόταν στη δημόσια ζωή, συμπαραστάθηκε με αφοσίωση στη δύσκολη σταδιοδρομία μου. Το βέβαιο είναι ότι ο χωρισμός με λύπησε, αν και η ευθύνη γι΄ αυτόν ήταν περισσότερο δική μου».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νυμφεύθηκε την Αμαλία Μεγαπάνου, το γένος Κανελλοπούλου, το καλοκαίρι του 1951. Στη διάρκεια του έγγαμου βίου τους δεν απέκτησαν παιδιά. Το διαζύγιο τους εκδόθηκε το 1972. Ούτε εκείνος, ούτε εκείνη επέτρεψαν στους οικείους τους να εισέλθουν στη μεταξύ τους συναισθηματική σφαίρα.