Ποια είναι η βασική, η στοιχειώδης προϋπόθεση για να δώσεις ή να χάσεις κάτι; Να το έχεις, να σου ανήκει. Σωστά; Γιατί, αν δεν το έχεις, δεν γίνεται να το δώσεις ή να το χάσεις. Συγχωρήστε με που σπαταλώ τον χρόνο σας με πράγματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, αλλά την αφορμή μου δίνει η καταγγελία της πρόσφατης συμφωνίας με την Ιταλία για τις θαλάσσιες ζώνες, από πλευράς του Νίκου Κοτζιά.
Ο τέως υπουργός Εξωτερικών κατηγορεί την κυβέρνηση ότι, προκειμένου να πετύχει τη συμφωνία με την Ιταλία, δέχθηκε μειωμένη επήρεια στα μικρά και απομακρυσμένα από την ηπειρωτική χώρα νησιά (Στροφάδες και Διαπόντια), «επιλογή που θα τη βρει η χώρα μπροστά της», όπως έγραψε, εννοώντας προφανώς το Καστελλόριζο, που δεν είναι πρόβλημα μόνο για την Τουρκία, αλλά και για την Αίγυπτο. Κατηγορεί, λοιπόν, την κυβέρνηση ότι «αναγνώρισε σε τρίτους δικαιώματα σε ελληνική θαλάσσια περιοχή», ότι «έδωσε κυριαρχία χωρίς να πάρει τίποτα», ότι «δίνουμε προίκα τα δικαιώματά μας».
Ο Νίκος Κοτζιάς μπερδεύει –κατά λάθος, είμαι βέβαιος– δύο πράγματα, τα οποία για την κοινή λογική, τουλάχιστον, διαφέρουν: το δικαίωμα και την άσκησή του. Το πρώτο είναι μια θεωρητική δυνατότητα, ενώ το δεύτερο είναι μια απτή πραγματικότητα. Γενικώς, τα όποια δικαιώματα του καθενός μας είναι ασφαλή, εφόσον τα αναγνωρίζουν και οι άλλοι. Ειδικά, όμως, για την περίπτωση των θαλασσίων ζωνών, είναι, εκ της φύσεως του αντικειμένου, απαραίτητη η αποδοχή του γείτονα, που ενδεχομένως επηρεάζεται. Αυτό σημαίνει ότι η συνεννόηση και, εν τέλει, ο συμβιβασμός είναι απαραίτητα.
Συνεπώς, έχει απόλυτο δίκιο ο σημερινός υπουργός, Νίκος Δένδιας, όταν υποστηρίζει ότι με τη συγκεκριμένη συμφωνία η Ελλάδα αυξάνει τη γεωγραφική επικράτειά της. Δεν έδωσε τίποτε το οποίο να είχε προηγουμένως· μόνο κέρδισε! Αντιλαμβάνομαι ότι ο Ν. Κοτζιάς εκφράζει, με τις αντιρρήσεις του, την παραδοσιακή στάση της εθνικώς υπερήφανης ακινησίας στα λεγόμενα εθνικά θέματα, με την οποία το μόνο που έχουμε πετύχει είναι η εξασθένηση των θέσεών μας, αφού η ακινησία δεν είναι παρά η άρνηση μιας εξελισσόμενης πραγματικότητας.
Και πέραν αυτού, όμως, όταν ο Ν. Κοτζιάς προτιμά τη συντήρηση της εκκρεμότητας με την Ιταλία στο ψυγείο της διπλωματίας επειδή διαφωνεί με τον συμβιβασμό στο θέμα των Στροφάδων και των Διαποντίων, η θέση του αυτή σε τι διαφέρει ουσιωδώς από τον μαξιμαλισμό της Τουρκίας, η οποία ορίζει μόνη της τι δικαιούται στη Μεσόγειο και αρνείται να το συζητεί με οποιονδήποτε θιγόμενο; Είναι η ίδια μαξιμαλιστική θέση και μάλιστα χωρίς την ισχύ που δίνει υπόσταση και βαρύτητα στη στάση της Τουρκίας.
«Κύριε καθηγητά»
Ο Κώστας Μάρκου, βουλευτής Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ένας γνωστός και, πιστεύω, εξελισσόμενος καρατερίστας στην πειραματική σκηνή της πολιτικής. Είναι ο βουλευτής, θυμίζω, που είχε επικροτήσει την εισβολή, με τη βοήθεια αλυσοπρίονου, ακροαριστερών φοιτητών στην κλειστή ΑΣΟΕΕ, υποστηρίζοντας τότε ότι «οι φοιτητές έκαναν το αυτονόητο». Είναι ο ίδιος, επίσης, που είπε το «σιγά τον εγκληματία», αναφερόμενος στον καταδικασμένο τρομοκράτη που είναι γνωστός ως «τοξοβόλος». Αυτά όμως θεωρήστε τα ως γραφικότητες, γιατί το τελευταίο του είναι πράγματι σοβαρό.
Στη διεξαχθείσα συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, ο Κ. Μάρκου παρουσίασε γνωμοδότηση που είχε συντάξει παλαιότερα ο Γιώργος Γεραπετρίτης και η οποία υποτίθεται ότι αντέφασκε με τη θέση της σημερινής κυβέρνησης στο ίδιο ζήτημα. Στην απάντηση που έδωσε ο Γεραπετρίτης από το βήμα της Βουλής, απέδειξε ότι ο καταγγέλλων είχε παραποιήσει κατά το βολικότερο την ακριβή διατύπωση της γνωμοδότησης και μάλιστα σε φράσεις τις οποίες ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ είχε παραθέσει εντός εισαγωγικών και είχαν καταγραφεί έτσι παραποιημένες στα πρακτικά. Πολύ απλά, τα εισαγωγικά στην αποδιδόμενη στον Γεραπετρίτη φράση ήσαν απάτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, παραπλανητικά. Πάντως, δεν είχαν λόγο να υπάρχουν εκεί, διότι αυτό που περιέκλειαν δεν ήταν του Γεραπετρίτη.
Καταλαβαίνω ότι αναρωτιέστε τι το ξεχωριστό έχει αυτό το περιστατικό, όταν έχουμε ζήσει τόσο χειρότερα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνοι, όμως αυτό που κάνει τη διαφορά στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ο Κ. Μάρκου είναι καθηγητής της Ιατρικής στην Πάτρα. Επομένως, η ακρίβεια των παραπομπών του έχει τεράστια σημασία. Είναι καθηγητής πανεπιστημίου ο Κ. Μάρκου, δεν είναι ο Μπάρκας ούτε ο Κωνσταντινέας.
Στην απάντησή του προς τον βουλευτή, ο Γεραπετρίτης ήταν μειλίχιος και ευγενής όπως πάντα. Ισως, μάλιστα, λίγο περισσότερο αυτή τη φορά, καθώς απευθυνόταν στον Κ. Μάρκου με την προσφώνηση «κύριε καθηγητά» – και το ύφος ήταν το βασικό στοιχείο της ειρωνείας. Η μόνη δικαιολογία που άκουσα από πλευράς του Κ. Μάρκου, ο οποίος φώναζε εν εξάλλω από το έδρανό του, ήταν το υπέροχο «όταν εσύ ήσουν επίκουρος καθηγητής, εγώ ήμουν τακτικός». Δεν έχει καν νόημα να αναφέρεις τη λέξη ντροπή για ανθρώπους που δεν τη νιώθουν.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ