12 Οκτωβρίου 2020

Και τώρα KYΡIAKO με ποιον είμαστε; Με τους Βούλγαρους ή με τους Σκοπιανούς;

του Γ. Μουρούτη

Πριν καν συμπληρώσουμε δύο χρόνια από την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, φαίνεται ότι επιβεβαιώνονται οι φόβοι όλων όσων προειδοποιούσαν ότι η Συμφωνία αυτή θα δημιουργούσε πολλά περισσότερα προβλήματα απ΄όσα θεωρητικώς θα έλυνε.

Τότε, όσοι ισχυρίζονταν  ότι δεν μπορείς να βαφτίζεις μια βουλγαρική διάλεκτο ως  “Μακεδονική γλώσσα” προκειμένου να δανείσεις πολιτιστικά χαρακτηριστικά σε ένα έθνος, χαρακτηρίζονταν ως εθνοπαράφρονες, εθνικιστές και ακροδεξιοί. Το ίδιο χαρακτηρίζονταν και όσοι έλεγαν ότι δεν μπορείς να αποδώσεις ως Ελλάδα “Μακεδονική ταυτότητα” σε ένα έθνος το οποίο ουδεμία ιστορική σχέση έχει με τον Μακεδονικό πολιτισμό, την Ιστορία του, την γλώσσα του και την παράδοσή του, που ασφαλώς ταυτίζονται με τον Ελληνικό Πολιτισμό.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, και από την ιδεοληπτική στρατηγική των κ.κ. Τσίπρα και Κοτζιά φτάσαμε στην Ευρωκεντρκή στρατηγική της σημερινής κυβέρνησης η οποία παρά την αρχική της διαφωνία με τη συμφωνία, φαίνεται να επιδιώκει την υποστήριξη των Σκοπίων στον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό τους  με την αυτονόητη προϋπόθεση της πιστής τήρησης των “δεσμεύσεών” της.

Μπορεί όμως αυτό να επιτευχθεί;

Μπορούν τα Σκόπια ως “Βόρεια Μακεδονία” να καταστούν από παράγοντας αστάθειας στην περιοχή, μια νησίδα ηρεμίας και σταθερότητας, διεκδικώντας ένα ισότιμο ευρωπαϊκό μέλλον;

Αν κρίνει κανείς από τα απόνερα των Πρεσπών, φαίνεται πως όχι. Και αυτό γιατί η συμφωνία τελικά δεν είναι μια δέσμευση αμοιβαίων συμβιβασμών, ειρήνης και μακροχρόνιας σταθερότητας όπως θα ήλπιζαν πολλοί,  αλλά αντίθετα μπορεί να καταστεί η επικίνδυνη  σπίθα ανάφλεξης στα Βαλκάνια, αναδεικνύοντας παλαιά ιστορικά πάθη, εθνικισμούς και διαφορές.

Για παράδειγμα το χθεσινό βέτο της Βουλγαρίας στην προοπτική ένταξης των Σκοπίων στην Ε.Ε. ήταν αναμενόμενο μετά την απόδοση από τους κ.κ Τσίπρα και Κοτζιά “Μακεδονικής” γλώσσας στα Σκόπια.

Για όσους γνωρίζουν Ιστορία και αντιλαμβάνονται και τις γεωστρατηγικές ιδιαιτερότητες της περιοχής,  αντιλαμβάνονται ότι η λεγόμενη “Μακεδονική γλώσσα” δεν είναι το μοναδικό αγκάθι που θα προκαλέσει διακρατικές εντάσεις στην περιοχή. Αντίστοιχες αναταράξεις θα προκύψουν -μεταξύ άλλων- και για το αν ο ήρωας του Βουλγαρικού εθνικισμού Γκότσε Ντόλτσεφ είναι Σκοπιανός ή Βούλγαρος, για το αν οι λεγόμενοι “μακεδόνες”  των Σκοπίων είναι κληρονόμοι κάποιας ιστορίας του “σλαβομακεδονικού έθνους” ή τελικώς είναι ένα αποσχισθέν βουλγαρικό φύλο ή  αν ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος ήταν Έλληνες, Βούλγαροι ή ψευδοΜακεδόνες…

Όμως αυτό το πρόβλημα μεταξύ Βουλγαρίας και Σκοπίων δεν μπορεί να αφήνει την Ελλάδα αδιάφορη.  Αντίθετα, η χώρα μας μπορεί να μην βρίσκεται -άμεσα- στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης, όμως η στάση της είναι ικανή είτε να καταλαγιάσει τα πνεύματα, είτε να πυροδοτήσει ακόμα μεγαλύτερη ένταση στην περιοχή.

Σε ότι αφορά τη συγκεκριμένη συγκυρία, η  Βουλγαρία προφανώς και έχει δίκιο για την ψευδομακεδονική γλώσσα,  η οποία είναι καθαρά Βουλγαρικά με ορισμένους ιδιωματισμούς της επαρχίας. Μάλιστα, μόλις τον περασμένο Αύγουστο  απέστειλε στις υπόλοιπες 26 χώρες της  ΕΕ ένα  «επεξηγηματικό μνημόνιο για τις σχέσεις της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας με τη Δημοκρατία της “Βόρειας Μακεδονίας” σε σχέση με τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ, σύνδεσης και σταθεροποίησης», στο οποίο, αποτυπώνονται οι βουλγαρικές θέσεις σε πολλά ιστορικά ζητήματα με τα Σκόπια και πρωτίστως οι  «εθνικές και γλωσσικές παρεμβάσεις, που έγιναν στα Σκόπια από το κομμουνιστικό καθεστώς του Τίτο τη δεκαετία του 1970 μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Σε αυτή, λοιπόν, τη διαμάχη η Ελλάδα ούτε μπορεί να μείνει αμέτοχη αλλά ούτε και έχει πολλές επιλογές. Αν η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη σταθεί στο πλευρό των Σκοπίων και πιστή στη Συμφωνία των Πρεσπών, θα αποδέχεται αυτό που η ίδια αρνείτο κατηγορηματικά. Την ύπαρξη “Μακεδονικής” γλώσσας η οποία μάλιστα θα αποδίδεται και με τη βούλα στους Σκοπιανούς.

Αν αντίθετα η Βουλγαρία ζητήσει την ευθεία υποστήριξή μας σε ένα ζήτημα στο οποίο έχουμε διαχρονικά ταυτόσημες θέσεις, προφανώς και δεν θα μπορούμε να την αρνηθούμε. Γιατί πώς να αρνηθούμε την αλληλεγγύη μας σε έναν εταίρο στην Ε.Ε. για ένα κυριαρχικό του ζήτημα με τρίτη χώρα και αύριο θα απαιτήσουμε τη δική του αλληλεγγύη για ένα αντίστοιχο δικό μας ζήτημα με άλλη χώρα εκτός της Ε.Ε.;

Μπορεί κάποιοι να εισηγούνται στον Πρωθυπουργό να επικαλεστεί τις δεσμεύσεις της χώρας στη συμφωνία των Πρεσπών και να μην αναμιχθεί στη διαμάχη Βουλγαρίας – Σκοπίων παρά το γεγονός ότι ο ίδιος διαφωνεί με την απόδοση της “Μακεδονικής” γλώσσας στους Σκοπιανούς.

Άλλοι θεωρούν τη σημερινή συγκυρία ως ιστορική ευκαιρία προκειμένου να διορθώσουμε τα μεγάλα τραύματα που προκάλεσε στη χώρα μια προβληματική συμφωνία και να αποφύγουμε με αυτό τον τρόπο αντίστοιχες εντάσεις στο μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι οι Βούλγαροι μας προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία να επουλώσουμε κάποιες από τις πληγές μας. Αν το πιστέψουμε μπορεί να τα καταφέρουμε… Αν όχι, ίσως να μην εμφανιστεί ξανά αντίστοιχη ευκαιρία…