Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των δικηγόρων επέβαλε στον Γιώργο Σιούφα, της εταιρείας Σιούφας και Συνεργάτες και την Όλγα Ευτυχίδου (νομική προϊσταμένη της εταιρείας) ποινές καθώς λειτουργούν εισπρακτική εταιρεία, υπό τον μανδύα δικηγορικής εταιρείας
Μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές εταιρείες στην Ελλάδα, αυτή των αδελφών Σιούφα (Σιούφας και Συνεργάτες), όπως και η δικηγόρος διευθύντρια των νομικών υπηρεσιών της εν λόγω εταιρείας Όλγα Ευτυχίδου, ζητούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας να ακυρωθούν οι πειθαρχικές ποινές της αργίας στις οποίες τους επιβλήθηκαν από το Δευτεροβάθμιο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων (Άρειος Πάγος), όπως και το χρηματικό πρόστιμο των 15.000 ευρώ (από 5.000 ευρώ στην εταιρεία, στον Γιώργο Σιούφα και την κυρία Ευτυχίδου) για μη σύννομες ενέργειες τους προς δανειολήπτες Τραπεζών, κ.λπ.
Μάλιστα, τόσο ο Γεώργιος Σιούφας, ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της εισπρακτικής εταιρείας -όπως την χαρακτηρίζει η πειθαρχική απόφαση- η οποία λειτουργεί υπό το πέπλο της δικηγορικής, όσο και η κυρία Ευτυχίδου, μετά την έκδοση της δευτεροβάθμιας πειθαρχικής απόφασης, κλήθηκαν να καταθέσουν στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (ΔΣΑ) τις δικηγορικές τους ταυτότητες, αλλά με το πρόσχημα ότι έχουν καταθέσει στο ΣτΕ αίτηση αναστολής (δεν έχει εκδόθηκε σχετική απόφαση) δεν τις προσκόμισαν στο Σύλλογο.
Ειδικότερα, η δικηγορική - εισπρακτική εταιρεία των υιών του αποβιώσαντος προέδρου της Βουλής και βουλευτή, Δημήτρη Σιούφα, σύμφωνα, τόσο με την πρωτοβάθμια, όσο και την δευτεροβάθμια πειθαρχική απόφαση λειτουργούσαν με «εισπρακτική διαδικασία, που δεν υπάγεται στο έργο του δικηγόρου».
Το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό (με μειοψηφία ενός μέλους) επέβαλε τόσο στον Γεώργιο Σιούφα όσο και στην Όλγα Ευτυχίδου την ποινή της προσωρινής παύσης δυο ετών, ενώ το δευτεροβάθμιο μείωσε τις ποινές για τον δικηγόρο διαχειριστή της εισπρακτικής εταιρείας Γιώργο Σιούφα σε ένα έτος προσωρινής παύσης και για την Όλγα Ευτυχίδου σε 6 μήνες παύσης.
Αφορμή για τις πειθαρχικές ποινές απετέλεσε έγγραφη καταγγελία γυναίκας δανειολήπτριας στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, σύμφωνα με την οποία υπάλληλοι του γραφείου των αδελφών Σιούφα επανειλημμένα την καλούσαν τηλεφωνικά, παραβιάζοντας την ιδιωτική και οικογενειακή της ζωή, ενώ τηλεφωνούσαν ακόμη και στο χώρο εργασίας της, δημιουργώντάς της προβλήματα. Κατά τις τηλεφωνικές αυτές οχλήσεις οι υπάλληλοι των αδελφών Σιούφα, υποστήριζαν ότι είναι δικηγόροι. Όταν όμως τους ζητούσε τον αριθμό μητρώου του ΔΣΑ, τότε παραδεχόντουσαν ότι δεν είναι δικηγόροι, αλλά υπάλληλοι της και ενημέρωναν ότι η κλήση καταγράφεται.
Η καταγγέλλουσα ζήτησε από την Γ.Γ. Καταναλωτή, να επιβληθούν στην Τράπεζα και στην εισπρακτική εταιρεία τα προβλεπόμενα πρόστιμα και να ερευνηθεί εάν οι ενέργειες της εισπρακτικής εταιρείας είναι κατόπιν εντολής της Τράπεζας και εάν γνωρίζει η Τράπεζα ότι συνεργάζεται με παράνομη εισπρακτική εταιρεία. Ακόμη, ζήτησε να διευκρινιστεί εάν είναι υποχρεωμένη να απαντά στα τηλεφωνήματα της εταιρείας Σιούφα των οποίων οι αριθμοί τους δεν είναι σε κανένα επίσημο τηλεφωνικό κατάλογο, ούτε στην ιστοσελίδα της Τράπεζας.
Η ΓΓΚ επικαλέστηκε γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (598/2012) σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κατά το άρθρο 9 παράγραφος 3 νόμου 3758/2009 στους δανειστές (Τράπεζες, κ.λπ.), επί ποινή ακυρότητας, να συνάπτουν συμβάσεις με εταιρείες, οι οποίες δεν είναι εγγεγραμμένες στο «Μητρώο Εταιρειών Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Απαιτήσεις». Και έτσι διαβίβασε η Γ.Γ. Καταναλωτή την καταγγελία στον ΔΣΑ. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η πειθαρχική διαδικασία.
Επισημαίνεται, στην δευτεροβάθμια πειθαρχική απόφαση ότι οι επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις, «υπερβαίνουν τα όρια της απόπειρας εξώδικης επίλυσης διαφοράς» σύμφωνα με την οποία ο δικηγόρος «περιορίζεται στο να ανακοινώνει ότι του ανατέθηκε η άσκηση των νομίμων ενεργειών και να τον καλέσει να τακτοποίησει, αν θέλει εξώδικα την υπόθεση».
Η εν λόγω συμπεριφορά, συνεχίζει η πειθαρχική απόφαση, προσήκει «περισσότερο με ενασχόληση με εισπρακτική διαδικασία που δεν υπάγεται στο έργο του δικηγόρου», λαμβάνοντας υπόψη ότι τα επίμαχα πρόσωπα διενεργούσαν «μόνο τηλεφωνικές οχλήσεις και δεν απέστειλαν έγγραφη όχληση, ούτε προέβησαν σε δικαστικές ενέργειες».
Επιπλέον, προσθέτει η πειθαρχική απόφαση, ότι η οργανωτική δομή της εταιρείας «προσήκει περισσότερο σε έργα με τα οποία ασχολούνται οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών και πάντως δεν εντάσσεται στα έργα του δικηγόρου κατά τον Κώδικα Δικηγόρων και Κώδικα Δεοντολογίας του δικηγορικού επαγγέλματος και δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα».
Εξάλλου, συνεχίζει η πειθαρχική απόφαση, «τόσο η επωνυμία της επίμαχης εταιρείας, όσο και το όνομα του νομίμου εκπροσώπου της Γεωργίου Σιούφα, περιλαμβάνεται «στην κατάσταση διαμεσολαβητών για την ειδοποίηση οφειλετών προς εξόφληση υποχρεώσεων τους, που έχει αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος».
Κατόπιν αυτών κρίθηκε ότι ενήργησαν κατά παράβαση του Κώδικα Δικηγόρων και του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Επαγγέλματος.
Σύμφωνα με την ομόφωνη Δευτεροβάθμια πειθαρχική απόφαση (29/2019) ο διαχειριστής και εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας Γιώργος Σιούφας, «διοργανώνει και διευθύνει τη εισπρακτικού χαρακτήρα εταιρεία του, χρησιμοποιώντας πλήθος προσώπων και δικηγόρων», η δε κυρία Ευτυχίδου, η οποία συμμετέχει ενεργά στην όλη διαδικασία της επίμαχης εταιρείας, «εκτελεί έργα εισπρακτικού χαρακτήρα».
Η διαδικασία στο ΣτΕ
Σήμερα, στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος Δημήτρης Σκαλτσούνης, εισηγήτρια η Ελένη Γεωργούτσου και βοηθός εισηγήτριας η Χριστίνα Τζέμου) συζητήθηκαν με δήλωση οι αιτήσεις του εκπροσώπου της εταιρείας, του Γιώργου Σιούφα και της Όλγας Ευτυχίδου, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον δικηγόρο Βασίλη Παπαδημητρίου. Και οι εν λόγω τρεις στρέφονται κατά του υπουργού Δικαιοσύνης και του ΔΣΑ και ζητούν να ακυρωθούν όλες οι πειθαρχικές αποφάσεις.
Από την πλευρά του υπουργείου Δικαιοσύνης παραστάθηκε το μέλος του Ν.Σ.Κ. Παρασκευή Μιλήση και από τον ΔΣΑ η δικηγόρος Βασιλική Ζύγουρη.
Ο κ. Παπαδημητρίου, σύμφωνα με πληροφορίες υποστήριξε ότι οι πειθαρχικές αποφάσεις των εντολέων του είναι παντελώς αναιτιολόγητες και αόριστες, καθώς ανήγαγαν απλές απόπειρες επικοινωνίας «των βοηθών -υπαλλήλων» της εταιρείας με την οφειλέτη σε βαρύτατο, αλλά πλήρως απροσδιόριστο παράπτωμα.
Ακόμα, ο κ. Παπαδημητρίου αποδέχτηκε ότι οι εντολείς του απασχολούν σήμερα 350 εργαζομένους εκ των οποίων οι 75 είναι δικηγόροι και έχουν υποκαταστήματα στην Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Βουκουρέστι και Ρουμανία. Μάλιστα, χαρακτήρισε ο δικηγόρος των προσφευγόντων, ότι η αναφορά της καταγγέλλουσας ότι οι αδελφοί Σιούφα διευθύνουν παράνομη εισπρακτική εταιρεία είναι «όλως αόριστη κατηγορία και ψευδής, στα όρια της συκοφαντίας».
Μάλιστα, ο δικηγόρος των δύο, σε μια υπέρμετρη επαγγελματικής προσπάθεια υποστήριξης των θέσεων των εντολέων του, επισήμανε ότι η απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών εκ μέρους του δικηγόρου και της δικηγορικής εταιρείας, για απαιτήσεις που προέρχονται από ληξιπρόθεσμες οφειλές, «σαφώς δεν είναι παράνομη δραστηριότητα» σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων.
Σε άλλο σημείο, επισήμανε ο κ. Παπαδημητρίου, ότι η εντολή που λαμβάνουν οι πελάτες του από τις Τράπεζες, είναι τόσο ευρεία, «ώστε αναπόφευκτα περιλαμβάνει την διαβίβαση προσωπικών και οικονομικών στοιχείων του οφειλέτη».
Δεν παρέλειψε ο κ. Παπαδημητρίου να αναφέρει ότι οι προσβαλλόμενες πειθαρχικές αποφάσεις παραβιάσουν την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και την επαγγελματική ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 5 του Συντάγματος, αλλά παραβιάζει και την ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ έχουν υποπέσει σε παραγραφεί οι πειθαρχικές αποφάσεις.
Από την πλευρά του τόσο το υπουργείο Δικαιοσύνης, όσο και ΔΣΑ αντέκρουσαν όλους τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων και επικεντρώθηκαν στο ότι δεν υπάρχει θέμα παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων και αποφάσεων, όπως υποστηρίζει η εταιρεία, ενώ απάντησαν στα επιχειρήματα που προέβαλε.
Το ΣτΕ επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του, η οποία αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς η εν λόγω εταιρεία δραστηριοποιείται έντονα στον εισπρακτικό τομέα των Πιστωτικών Ιδρυμάτων.