Στήριξη των χαμηλότερα αμειβόμενων ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός – Τι είπε για
φοροαπαλλαγές - «Όσο πιο γρήγορα φύγει ο κίνδυνος για την υγεία, τόσο πιο
γρήγορα θα έρθει η ανάπτυξη» - Συλλογικό καθήκον ο εμβολιασμός
Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% για φέτος ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός,
Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Όπως είπε ο πρωθυπουργός κατά την εισήγησή του, «παρά την αντίθετη εισήγηση
των εκπροσώπων των επιχειρήσεων, η Κυβέρνηση αποφάσισε για φέτος την αύξηση
του κατώτατου μισθού κατά 2%». Απευθυνόμενος προς τους υπουργούς ο κ.
Μητσοτάκης είπε πως στον σχετικό διάλογο που προηγήθηκε, οι Συνομοσπονδίες των
επαγγελματιών, των βιοτεχνών, των μεγάλων επιχειρήσεων, των εμπόρων, είχαν
ζητήσει το πάγωμα του κατώτατου μισθού λόγω των ειδικών συνθηκών που επέφερε η
πανδημία.
Ο πρωθυπουργός, ωστόσο τόνισε πως «η αύξηση την οποία αποφασίζουμε σήμερα
προφανώς και δεν καλύπτει τις ανάγκες των εργαζομένων», συμπλήρωσε δε ότι:
«Θέλω να θυμίσω, όμως, ότι έρχεται σε συνέχεια ενός γιγαντιαίου προγράμματος
το οποίο ξεπέρασε τα 40 δισ. ευρώ, το οποίο επί 18 μήνες στήριξε το εισόδημα,
τις θέσεις εργασίας, αλλά και τη ρευστότητά των επιχειρήσεων».
Συνεχίζοντας σημείωσε πως «θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την απόφαση αυτή ως ένα
διπλό σήμα: Ένα σήμα επανεκκίνησης της εθνικής παραγωγικής μηχανής, καθώς όλοι
οι δείκτες μπαίνουν σε ανοδική τροχιά αφού παρά τις δυσκολίες, τα έσοδα από
τον τουρισμό φαίνεται ότι δεν θα συγκρίνονται πλέον με αυτά του 2020, αλλά με
αυτά του 2019. Ταυτόχρονα, όμως, η αύξηση αυτή την οποία θα εισηγηθεί σήμερα ο
Υπουργός Εργασίας είναι και σήμα του κοινωνικού προσανατολισμού της πολιτικής
μας».
Εκτός του κατώτατου μισθού, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στα άλλα
ζητήματα τα οποία θα τεθούν προς συζήτηση. «Στο εξής αυξάνεται η προστασία των
ευπαθών και των ανηλίκων, όπως και των θυμάτων κακοποίησης και έμφυλης βίας. Η
απόλυση καταδίκων υπό όρους αυστηροποιείται», είπε, αναφερόμενος στις αλλαγές
στον Ποινικό Κώδικα.
Αναλυτικά η εισήγηση του πρωθυπουργού:
Καλή σας μέρα κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με το
πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξή μας που αφορά τις αποφάσεις του Υπουργικού
Συμβουλίου σε σχέση με τον κατώτατο μισθό. Παρά την αντίθετη εισήγηση των
εκπροσώπων των επιχειρήσεων, η Κυβέρνηση αποφάσισε για φέτος την αύξηση του
κατώτατου μισθού κατά 2%. Όπως ξέρετε στον σχετικό διάλογο που προηγήθηκε, οι
Συνομοσπονδίες των επαγγελματιών, των βιοτεχνών, των μεγάλων επιχειρήσεων, των
εμπόρων, είχαν ζητήσει το πάγωμα του κατώτατου μισθού λόγω των ειδικών
συνθηκών που επέφερε η πανδημία. Και πράγματι -όπως όλοι γνωρίζουμε- το Α.Ε.Π.
πέρυσι μειώθηκε περίπου κατά 8% κατά συνέπεια οι συνθήκες αυτές ισχύουν. Αυτό
το οποίο όμως επίσης ισχύει είναι ο δυναμισμός της ελληνικής οικονομίας, οι
προοπτικές της, τις οποίες εμπιστεύομαι και προσωπικά.
Η αύξηση την οποία αποφασίζουμε σήμερα προφανώς και δεν καλύπτει τις ανάγκες
των εργαζομένων. Θέλω να θυμίσω, όμως, ότι έρχεται σε συνέχεια ενός
γιγαντιαίου προγράμματος το οποίο ξεπέρασε τα 40 δισ. ευρώ, το οποίο επί 18
μήνες στήριξε το εισόδημα, τις θέσεις εργασίας, αλλά και τη ρευστότητά των
επιχειρήσεων. Όπως, επίσης, και το γεγονός ότι η αύξηση αυτή έρχεται να
συμπληρώσει ένα κύμα φοροελαφρύνσεων, αλλά και μικρότερων εισφορών που και
αυτές με τη σειρά τους υποστήριξαν το διαθέσιμο εισόδημα όλων των εργαζομένων.
Τώρα η ενίσχυση αυτή έρχεται να τονώσει τους χαμηλότερα αμειβόμενους. Έχει ένα
ύψος το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί και συμβολικό. Είναι, όμως, απολύτως
ρεαλιστική. Αλλά η κατεύθυνσή της παραμένει ουσιαστική διότι δείχνει ότι
σταθερό μέλημα αυτής της Κυβέρνησης είναι η προστασία των πιο αδύναμων
συμπολιτών μας, αλλά και γιατί η αύξηση αυτή -εν μέσω των μεγάλων δυσκολιών
της πανδημίας- σηματοδοτεί την αισιοδοξία μας για το μέλλον της ελληνικής
οικονομίας συνολικά. Με λίγα λόγια θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την απόφαση αυτή
ως ένα διπλό σήμα: Ένα σήμα επανεκκίνησης της εθνικής παραγωγικής μηχανής,
καθώς όλοι οι δείκτες μπαίνουν σε ανοδική τροχιά αφού παρά τις δυσκολίες, τα
έσοδα από τον τουρισμό φαίνεται ότι δεν θα συγκρίνονται πλέον με αυτά του
2020, αλλά με αυτά του 2019. Ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές κινούνται ήδη
σε επίπεδα προ κρίσης. Και όλα αυτά πριν πέσουν ακόμα στην πραγματική
οικονομία οι σημαντικοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης. Θυμίζω ότι η τρέχουσα
κοινοβουλευτική περίοδος -πριν τις σύντομες καλοκαιρινές διακοπές της Βουλής-
θα κλείσει την Παρασκευή με την ολοκλήρωση των νομοθετικών εκκρεμοτήτων που
αφορούν το Ταμείο Ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, όμως, η αύξηση αυτή την οποία θα
εισηγηθεί σήμερα ο Υπουργός Εργασίας είναι και σήμα του κοινωνικού
προσανατολισμού της πολιτικής μας.
Ήδη, τα πρώτα αποτελέσματα της ανάκαμψης και του συλλογικού πλούτου
διοχετεύονται κατά προτεραιότητα σε αυτούς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη, με
ρεαλισμό, με φειδώ αλλά και με δικαιοσύνη. Κυρίως, όμως, αυτή η μικρή αύξηση
του κατώτατου μισθού είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα για το αύριο όλων: Ότι
μπορούμε καλύτερα, πετυχαίνουμε καλύτερα και μας περιμένουν τα καλύτερα. Όσο
πιο γρήγορα λοιπόν φύγει ο κίνδυνος για την υγεία, τόσο πιο γρήγορα θα έρθει
και η ανάπτυξη στην οικονομία και στην κοινωνία. Γι’ αυτό και θα επαναλάβω
-για ακόμα μία φορά- ότι ο εμβολιασμός γίνεται συλλογικό καθήκον. Η Πολιτεία
θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις εξάρσεις της πανδημίας όπου αυτό είναι
απαραίτητο με τοπικές παρεμβάσεις, αλλά η επιλογή μας είναι σαφής: Το μέτωπο
της αλήθειας και της λογικής πρέπει να επικρατήσει μέσα στο Καλοκαίρι και από
το Φθινόπωρο η χώρα μας θα συνεχίσει την πορεία της έτσι ή αλλιώς.
Από την πλούσια σημερινή μας ατζέντα, θα ήθελα επίσης να επισημάνω τις πολύ
σημαντικές αλλαγές που θα εισηγηθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με τον
Ποινικό Κώδικα. Στο εξής αυξάνεται η προστασία των ευπαθών και των ανηλίκων,
όπως και των θυμάτων κακοποίησης και έμφυλης βίας. Η απόλυση καταδίκων υπό
όρους αυστηροποιείται. Αίρεται αν διαπραχθούν νέα σοβαρά εγκλήματα, ενώ οι
ποινές γίνονται βαρύτερες για μία σειρά από περιβαλλοντικά εγκλήματα, όπως οι
εμπρησμοί δασών. Πρόκειται με άλλα λόγια, για αλλαγές που παρακολουθούν την
κοινωνική πραγματικότητα, απαντούν στα ζητούμενα των πολιτών, αποδεικνύουν
όμως και την ετοιμότητα αυτής της Κυβέρνησης να παρεμβαίνει όπου χρειάζεται
και να διορθώνει τα λάθη του παρελθόντος.
Θα ήθελα, επίσης, να υπογραμμίσω την Κύρωση της δωρεάς του Ιδρύματος Νιάρχος
που θα εισηγηθεί το Υπουργείο Υγείας. Αφορά την προμήθεια σημαντικού
εξοπλισμού τεσσάρων τομογράφων σε ισάριθμα περιφερειακά νοσοκομεία, αλλά και
την πολύ σημαντική προσφορά του Ιδρύματος Νιάρχος για τη δημιουργία ενός
υπερσύγχρονου παιδιατρικού νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη, κάτι το οποίο έλειπε
από την πόλη, από την περιοχή. Υπήρξε διαχρονικό αίτημα δεκαετιών της
Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας και είναι μία ακόμα απόδειξη ότι οι
δημόσιες και ιδιωτικές δυνάμεις μπορούν να συνεργαστούν αρμονικά για το κοινό
καλό. Είναι και ένα χειροπιαστό παράδειγμα, βέβαια, ότι η προσπάθεια της
Κυβέρνησης για ένα νέο Ε.Σ.Υ. συνεχίζεται με αμείωτη ένταση σε όλα τα μέτωπα.
Τέλος, μιλώντας για επικαιρότητα, να σημειώσω και τις μεγάλες προσπάθειες της
Πολιτικής Προστασίας και της Πυροσβεστικής αυτές τις μέρες. Σε συνθήκες
ξηρασίας και πολύ ισχυρών ανέμων, μόνο τις τελευταίες 24 ώρες, αντιμετώπισε
παραπάνω από 50 πυρκαγιές σε όλη τη χώρα. Σε γενικές γραμμές η Πολιτική
Προστασία και η Πυροσβεστική έχουν πετύχει μέχρι σήμερα να μην έχουμε -δόξα τω
Θεώ- θύματα και τεράστιες υλικές ζημιές. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα συνδράμει και
άλλα κράτη, όπως την Ιταλία, που και αυτά δοκιμάζονται από μεγάλες πυρκαγιές.
Φαίνεται πως αυτή η ριζική αναδιάρθρωση της Πολιτικής Προστασίας, η
λειτουργία, επιτέλους, του 112, τα νέα μέσα που εξασφαλίστηκαν, ο έγκαιρος
σχεδιασμός, όλα αυτά αποδίδουν. Όμως θέλω να τονίσω ότι ο Αύγουστος παραμένει
ένας δύσκολος μήνας. Ήδη οι μετεωρολόγοι μας προειδοποιούν ότι μπορεί να
βρεθούμε από το τέλος της επόμενης εβδομάδας αντιμέτωποι με έναν ακόμα μεγάλο
καύσωνα παρατεταμένης διάρκειας. Για αυτό και είναι σημαντικό να εξακολουθούμε
όλοι, όλες οι υπηρεσίες του Κράτους, να βρισκόμαστε σε απόλυτη επιφυλακή,
μέχρι που να λήξει και τυπικά η αντιπυρική περίοδος.
Πώς συμφωνήθηκε και πώς διαμορφώνεται πλέον ο κατώτατος μισθός – Δείτε πίνακες
Το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε σήμερα την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022, από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα, στα 663 ευρώ το μήνα, ή 773,5 ευρώ αν συνυπολογισθεί το γεγονός ότι καταβάλλονται 14 μισθοί το χρόνο. Η απόφαση ελήφθη ύστερα από την ολοκλήρωση της διαβούλευσης στην οποία συμμετείχαν οι κοινωνικοί εταίροι, ερευνητικοί- επιστημονικοί φορείς και η Τράπεζα της Ελλάδος. Οι συζητήσεις έγιναν με βάση τις αντοχές της οικονομίας και των επιχειρήσεων αλλά και τη διεθνή συγκυρία.
«Η ελληνική οικονομία βίωσε βαθιά ύφεση εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας, η οποία ήρθε σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης. Μέλημα της κυβέρνησης με την απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου του 2022, αλλά και με τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών -που οδήγησε σε πρόσθετη αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων κατά 1,6% – είναι να στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων χωρίς να θέσει σε κίνδυνο επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας», σημείωσε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης και συνέχισε: «Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, δίνουμε μια συνετή αύξηση που δεν βάζει εμπόδια στην ανοδική τροχιά της οικονομίας και επιπλέον διατηρεί τον κατώτατο μισθό στο μέσο του πίνακα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από εκεί και πέρα, εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν καλύτερες αμοιβές με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που υπογράφουν σε επιχειρησιακό, κλαδικό ή εθνικό επίπεδο. Γνωρίζω βεβαίως ότι η αύξηση αυτή δεν λύνει τα προβλήματα των εργαζομένων. Ακολουθούμε όμως το δρόμο της σύνεσης μέχρι να ξεπεραστούν οι συνέπειες της πανδημίας στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες. Και είμαι βέβαιος ότι η πολιτική της κυβέρνησης που οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων και άνοδο του οικονομικού επιπέδου της χώρας, είναι η μόνη που πραγματικά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καλύτερες αμοιβές, πράγμα που θα πιστοποιηθεί στις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν από το 2022 και μετά».
Η κυβέρνηση αποφάσισε για την αύξηση του κατώτατου μισθού λαμβάνοντας υπόψη τη σωρευτική ύφεση 6,29% για το 2019 και το 2020 και τις εκτιμήσεις για ανάπτυξη 3,3%-4,3% το 2021. Όπως σημειώνουν στο υπουργείο Εργασίας πρόκειται μια λελογισμένη αύξηση η οποία αντανακλά τις μέχρι τώρα επιδόσεις αλλά και τις προοπτικές της οικονομίας και δεν βάζει σε κίνδυνο τις επιχειρήσεις και τις θέσεις εργασίας. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2022 (5,3% – 6%) οι οποίες είναι ακόμη πιο ευνοϊκές, θα ληφθούν υπόψη μαζί με τα απολογιστικά στοιχεία που θα υπάρχουν τότε, κατά τη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού που θα γίνει το 2022.
Στην Ελλάδα ο νομοθετημένος από 1/2/2019 κατώτατος μηνιαίος μισθός για τους υπαλλήλους ανέρχεται στα 650 ευρώ και το ημερομίσθιο για εργατοτεχνίτες στα 29,04 ευρώ. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, αυτό αντιστοιχεί σε 758 ευρώ/μήνα. Με την εγκύκλιο 7613/395-18-02-2019 του υπουργείου Εργασίας ορίστηκε ότι τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται μέχρι και 30% ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η προ του 2012. Συνεπώς ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος.
Αντίστοιχα από 1-1-2022 ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται στα 663 ευρώ το μήνα (ή 773,5 ευρώ με αναγωγή των 14 μισθών) ενώ με τις τριετίες φθάνει έως και 198,9 ευρώ υψηλότερα. Το κατώτατο ημερομίσθιο από 1-1-2022 διαμορφώνεται σε 29,62 ευρώ. Μεταξύ των 21 κρατών μελών της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης).
Υπέρ του παγώματος του κατώτατου μισθού τάχθηκαν οι εργοδοτικοί φορείς, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων. Υπέρ του παγώματος επίσης ή της πολύ περιορισμένης αύξησης τάχθηκαν οι επιστημονικοί φορείς που συμμετείχαν στη διαδικασία διαβούλευσης συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ΓΣΕΕ πρότεινε άμεση αύξηση στα 751 ευρώ μηνιαίως (15,5%) με την προοπτική περαιτέρω αύξησης στα 809 ευρώ. Στο τελικό πόρισμα της διαβούλευσης το ΚΕΠΕ και ορισμένα μέλη της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων θεωρούν ότι είναι σκόπιμο «η όποια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού να ανασταλεί έως ότου αποκατασταθεί η κανονικότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης», ενώ ορισμένα άλλα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων προτείνουν αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό έως και 4% (26 ευρώ) θεωρώντας ότι αυτό θα στείλει ένα θετικό σήμα για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η προβλεπόμενη διαδικασία για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2020 με τη συγκρότηση της τριμελούς επιτροπής συντονισμού της διαβούλευσης. Ωστόσο, οι εξελίξεις με την πανδημία κατέστησαν επιβεβλημένη την μετάθεσή της έναρξης της διαβούλευσης αρχικά για το Σεπτέμβριο του 2020, στη συνέχεια το Νοέμβριο του 2020, και εν τέλει, το Μάρτιο του 2021. Η διαδικασία της διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 103 του Ν. ν.4172/2013 ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου, με την αποστολή του πορίσματος που συνέταξε το ΚΕΠΕ σε συνεργασία με 5μελή επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
