20 Μαΐου 2022

Μάχη στο Μανιάκι: Ο Παπαφλέσσας πλάι στον Λεωνίδα, ο ασπασμός του Ιμπραήμ και οι πανταχού παρόντες δωσίλογοι


Μια μέρα σαν σήμερα, 20 Μαΐου του 1825, διεξάγεται η Μάχη στο Μανιάκι, στις «Θερμοπύλες» της Ελληνικής Επανάστασης. Ήρωας, ο Γρηγόριος Δικαίος – Παπαφλέσσας που έπεσε στην άνιση αναμέτρηση με τις ορδές του Ιμπραήμ.

«Ο Δημήτριος Δίκαιος κατήγετο εκ μιας των εξοχωτέρων οικογενειών της επαρχίας Μεγαλοπόλεως και εγεννήθη εις το χωρίον Πολιανή του δήμου Αμφείας. Δικαίοι δε ωνομάζοντο όλοι οι απόγονοι της οικογένειας ταύτης και μετωνομασθησαν Φλεσαίοι από της λέξεως Εφεσίους… Ο Γρηγόριος, λοιπόν, Φλέσσας εγεννήθη κατά το έτος 1788 εις το ειρημένον χωρίον Πολιανή», έτσι περιγράφει την καταγωγή του Παπαφλέσσα ο Φωτάκος (Φώτης Χρυσανθόπουλος), υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στον «Βίο του Παπαφλέσσα».

Στα της Μάχης τώρα: Ο Παπαφλέσσας, αφού έπεισε το Βουλευτικό και Εκτελεστικό να ηγηθεί εκστρατείας για να μην εισχωρήσουν οι Αιγύπτιοι στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου, στις 28 Απριλίου ξεκίνησε από το Ναύπλιο την πορεία προς το Μανιάκι όπου θα έδινε «την Λεωνίδειον μάχην», όπως την είχε ονομάσει ο ίδιος σε περίπτωση που νικούσε ο Ιμπραήμ. Στο Λεοντάρι της Μεγαλόπολης στις 7 Μαΐου στρατολόγησε 1.500 άνδρες και συνέχισε την πορεία του. Πριν φθάσει στο Μανιάκι απάντησε σε επιστολή του αδελφού του Νικήτα, όπου στο τέλος του έγραφε: «Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζης καμμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαις».

Στον τόπο της μάχης ο Παπαφλέσσας έφθασε στις 17 Μαΐου· έφτιαξε τρία ταμπούρια σε θέση ακατάλληλη, σε σχέση μάλιστα με τις υπέρτερες δυνάμεις του αντιπάλου (3.000 πεζοί και ιππείς έναντι περίπου 500 ανδρών που απόμειναν τελικά στον Παπαφλέσσα), και παρά τις διαφωνίες των άλλων καπεταναίων, αντιμετώπισε εκεί τον εχθρό στις 20 Μαΐου 1825.
Πριν από τη μάχη μίλησε με λόγια φλογεράστους συμμαχητές του, θυμίζοντάς τους τις νίκες των Ελλήνων, λέγοντάς τους ότι σε λίγο έρχεται βοήθεια και ότι η πατρίδα περιμένει να νικήσουν και να τη δοξάσουν. Η σύγκρουση κράτησε οκτώ ώρες και οι περισσότεροι Έλληνες σκοτώθηκαν. Μεταξύ των νεκρών και ο Παπαφλέσσας, για τον οποίο ο Ιμπραήμ εξέφρασε το θαυμασμό του.


Η σύγκρουση κράτησε οκτώ ώρες και οι περισσότεροι Έλληνες σκοτώθηκαν...

«Τω όντι αυτός ήτον ικανός και γενναίος άνθρωπος»

Να πώς περιγράφει τη μάχη στο Μανιάκι ο Φωτάκος: Όλα λοιπόν τα σώματα των Τούρκων, βιαζόμενα από τον ίδιον τον Πασάν, έπεσαν μέσα εις το οχύρωμα του Αρχιμανδρίτη. Τότε ανακατώθησαν Τούρκοι και Έλληνες και έγιναν όλοι ένα. Οι περισσότεροι Τούρκοι του Πασά εφόρουν κόκκινα φορέματα και ο τόπος όλος εκόκκινησεν από αυτά και από τα αίματα. Μεγάλος δε θόρυβος και βοή τότε εγένετο από τον βρόντον των όπλων από τας φωνάς των διωκόντων και των διωκομένων, από τους ήχους των σαλπίγγων και των τυμπάνων των πεζών και των ιππεών, από τους στεναγμούς των πληγωμένων, τα χρεμετίσματα των ίππων, ώστε των αξιωματικών τα προστάγματα δεν ηκούοντο. Ο αγών ήτο μεγάλος. Και τα δυο μέρη εφιλονίκουν ποιον να νικήσει το άλλο, και τίποτε άλλο δεν ηκούετο καλλίτερα από τα λιανίσματα των σπαθιών και των μαχαιριών...
Μετά το τέλος της μάχης ο Πασάς μετέβη εις το οχύρωμα του Αρχιμανδρίτου, εζήτησε και εύρε το σώμα του, το οποίον δεν είχε την κεφαλήν. Εκεί πλησίον ευρέθη και το πτώμα του Γάλλου, τον οποίον είχε δώσει εις τον Αρχιμανδρίτη ο Ρος. Επάνω δε και ολόγυρα του πτώματος αυτού ήσαν ξαπλωμένα τούρκικα πτώματα των οποίων αι πληγαί εδείκνυον ότι όλοι εκείνοι εφονεύθησαν με το σπαθί του Γάλλου.
Εβεβαιώθη ο Ιμπραήμ ότι το ευρεθέν σώμα ήτο του Αρχιμανδρίτου από τον ψυχογιό αυτού Μιχαήλ Σταϊκόπουλον εκ Τριπόλεως. Αφού δε ο νεκρός και η κεφαλή του ευρέθησαν, ο Πασάς διέταξε να τον σηκώσουν να του δέσουν το κεφάλι εις τον λαιμόν, να πλύνωσι τα αίματα από τα γένια του και να τον επιστηρίξουν εις ένα ξύλο ώστε να φαίνεται ότι ίσταται ορθός. Αφού έγιναν όλα αυτά ο νεκρός εφάινετο ως να ήτο ζωντανός. Τότε ο Ιμβραήμ εστάθη ακίνητος και άφωνος και τον παρετήρησεν ολίγον και έπειτα εγύρισε και είπε προς τους αξιωματικούς, οι οποίοι ήταν ολόγυρα του: «Τω όντι αυτός ήτον ικανός και γενναίος άνθρωπος και καλλίτερον ήτον να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν, διότι πολύ θα ήθελε μας χρησιμεύσει».


Το φίλημα...

Το φίλημα του νικητή

Μια άλλη περισσότερο λογοτεχνική είναι η προσέγγισει του συγγραφέα – δημοσιογράφου Μιχαήλ Μητσάκη (1868 - 1916):
«Στο Μανιάκι, πάνω στην κορυφή του λόφου, από τους τριακόσιους μαχητές δεν έμεινε κανένας ζωντανός... Κι ανάμεσά τους ο Παπαφλέσσας, που άρχισε πρώτος τη σφαγή και σταμάτησε τελευταίος, ωχρός, ξαπλωμένος, με πλατιά πληγή στο στήθος, κρατά ακόμα το σπασμένο κομμάτι από το σπαθί του, με δάχτυλα σφιχτά... Και ο Αιγύπτιος ανεβαίνει με καλπασμό αλόγων και κλαγγή ξιφών, με ήχους τύμπανων και βοή σαλπίγγων, ενώ τα μπαϊράκια του κυματίζουν στον άνεμο του βραδινού και τα μισοφέγγαρα τους αστράφτουν στον ορίζοντα της δύσης...
Ο Ιμπραήμ έφτασε στο φρύδι του λόφου, ανέβηκε και στάθηκε. Και μ' ανοιχτό το βλέμμα, έκπληκτο, αναμετρά τα ψηλά κορμιά των παλικαριών, τα πλατιά τους στέρνα, τα μπράτσα τους τα δυνατά, τις ωραίες μορφές τους, τα περήφανα μέτωπά τους...
– Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του έτρεξαν, έδειξαν το πτώμα.
– Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον... Πάρτε τον, πλύντε τον... Πλύντε το το παλικάρι...
Δυο άντρες τον πήραν από τις μασχάλες, τον σήκωσαν, τον έστησαν στα πόδια του και πήγαν σε μια κοντινή πηγή. Τον έπλυναν και γύρισαν πίσω, φέρνοντάς τον.
– Στήστε τον εκεί από κάτω.
Τον έστησαν σ' ένα δέντρο, τον ακούμπησαν, τον στερέωσαν στον κορμό, τον ισορρόπησαν, σαν ζωντανό...
Τότε ο Ιμπραήμ πλησιάζει αργά προς το δέντρο, στέκεται και βλέπει σιωπηλός για πολλή ώρα το άπνοο σώμα του αντιπάλου και κάτω από το φως της σελήνης, που ανέτελλε εκείνη την ώρα αιματόχροη, κάτω απ' τα κλαδιά που φρικιούσαν πένθιμα, φιλεί, με ένα παρατεταμένο φίλημα, τον όρθιο νεκρό».
«Έκανε όργια και φάνηκε εκδικητικός»

Ο Γιάννης Κορδάτος στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» γράφει για τον Παπαφλέσσα: «Μερικοί δικοί μας και ξένοι ιστορικοί, αν και παραδέχονται πως ο Παπαφλέσσας έδειξε ηρωισμό, που έπληξε και τους εχθρούς του ακόμα, ωστόσο τον κατηγορούν ότι πρωτύτερα στο Ναύπλιο σαν υπουργός των Εσωτερικών έκανε όργια και φάνηκε εκδικητικός στους αντιπάλους του.
Το ότι Παπαφλέσσας ήταν σκληρός στους εχθρούς του είναι σωστό, δεν ήταν όμως εκδικητικός. Ό,τι έκανε το έκανε γιατί μισούσε τους κοτζαμπάσηδες, τους προδότες και τους δωσίλογους. Ήταν φανατικός δημοκρατικός και με τα σκληρά μέτρα που πήρε κατά τον εμφύλιο σπαραγμό του 1823 - 1824 υπεράσπιζε το δημοκρατικό πολίτευμα. Πάνω από όλα ο Παπαφλέσσας έβαλε, όχι τις φιλίες και τα προσωπικά αλλά, το συμφέρον του λαού. Στάθηκε πιστός στον όρκο που έδωσε όταν μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Δεν έκανε συμβιβασμό και έμεινε ως την τελευταία πνοή του ο δημοκράτης φιλικός, ο αγωνιστής για την Ελληνική Ελευθερία και ο εχθρός των κοτζαμπάσηδων».
Κι έτσι σαν επίλογος οι στίχοι του ποιητή Γιάννη Υφαντή από το «Μάθημα Ιστορίας Α΄»:

«Τον Κωνσταντίνο άγιο, τον Θεοδόσιο μέγα γιατί ο ένας σκότωσε όλους τους συγγενείς του το θρόνο μην του πάρουνε κι επίσημος ο άλλος διώκτης μέγας και σφαγεύς υπήρξε των Ελλήνων μόνο και μόνο επειδή Έλληνες γεννηθήκαν.

Μα ο παπα-Φλέσσας έμεινε σκέτος ο Παπαφλέσσας. Ούτ’ άγιος κηρύχτηκε ούτε ονομάσθη μέγας γιατί αυτός δεν έσφαξε αδέρφια για το θρόνο ούτε και την εξόντωση εσκέφθη των Ελλήνων μα έπεσε μαχόμενος σε μάχη μ’ αλλοφύλους που μπήκαν και αφάνιζαν την δύστυχη πατρίδα».