Η Επανάσταση της Κρήτης το 1897 και η αυτονομία του νησιού - Τα μεθοριακά επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων - Το ξέσπασμα του πολέμου τον Απρίλιο του 1897 - Η ελληνική ήττα και πώς οι Τούρκοι έφτασαν έξω από τη Λαμία - Το τέλος του πολέμου με τη μεσολάβηση του Τσάρου - Ποιοι ευθύνονται για το «μαύρο '97»;
Μια από τις πλέον μελανές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας με την οποία δεν έχουμε ασχοληθεί μέχρι σήμερα είναι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Η χώρα μας παντελώς απροετοίμαστη για σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία σώθηκε χάρη στην παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Ρωσίας. Για την βαριά ήττα που γνώρισε η Ελλάδα του 1897 υπάρχουν σοβαρές ευθύνες συγκεκριμένων προσώπων. Με αυτόν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το «μαύρο '97» όπως έμεινε στην ιστορία θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Έλληνες εθελοντές στη Θεσσαλία το 1897
Η επανάσταση στην Κρήτη και η χορήγηση αυτονομίας στη Μεγαλόνησο
Τον Ιανουάριο του 1897 δολοφονήθηκε ο Χριστιανός Εισαγγελέας Χανίων και οι Τούρκοι πυρπόλησαν την Επισκοπή και τις χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Στα επεισόδια έλαβαν μέρος και άνδρες του τουρκικού στρατού, κάτι το οποίο ώθησε πολλούς Χριστιανούς να αναζητήσουν καταφύγιο στα πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων και αφού ξεσηκώθηκαν, κήρυξαν με ψήφισμα τους την ένωση με την Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1897.
Οι εξεγερμένοι συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι Χανίων όπου ύψωσαν την ελληνική σημαία και οργάνωσαν το στρατόπεδό τους. Εκατοντάδες εθελοντές από όλη την Ελλάδα έσπευσαν στην Κρήτη με όπλα και πυρομαχικά. Βουλευτές και διαδηλωτές ζητούσαν επίμονα, υπό την καθοδήγηση του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Δημητρίου Ράλλη, να σταλεί εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη. Ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηληγιάννης αναγκάστηκε να δεχτεί τις απαιτήσεις αυτές και την 1η Φεβρουαρίου 1897 στάλθηκαν στην Κρήτη 1.500 άνδρες υπό τη διοίκηση του υπασπιστή του βασιλιά Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Πάντως, αρχικά ο Γεώργιος Α' είχε χαρακτηρίσει μία τέτοια ενέργεια χωρίς τη συγκατάθεση των ξένων δυνάμεων «ληστοπραξία», τελικά όμως άλλαξε γνώμη.
Οι εξεγερμένοι συγκεντρώθηκαν στο Ακρωτήρι Χανίων όπου ύψωσαν την ελληνική σημαία και οργάνωσαν το στρατόπεδό τους. Εκατοντάδες εθελοντές από όλη την Ελλάδα έσπευσαν στην Κρήτη με όπλα και πυρομαχικά. Βουλευτές και διαδηλωτές ζητούσαν επίμονα, υπό την καθοδήγηση του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Δημητρίου Ράλλη, να σταλεί εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη. Ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηληγιάννης αναγκάστηκε να δεχτεί τις απαιτήσεις αυτές και την 1η Φεβρουαρίου 1897 στάλθηκαν στην Κρήτη 1.500 άνδρες υπό τη διοίκηση του υπασπιστή του βασιλιά Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Πάντως, αρχικά ο Γεώργιος Α' είχε χαρακτηρίσει μία τέτοια ενέργεια χωρίς τη συγκατάθεση των ξένων δυνάμεων «ληστοπραξία», τελικά όμως άλλαξε γνώμη.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης
Την ίδια μέρα όμως (1/ 14 Φεβρουαρίου 1897) έστειλαν στην Κρήτη και οι Μεγάλες Δυνάμεις αγήματα από 50-100 άντρες με επικεφαλής έναν Ιταλό αξιωματικό και έθεσαν τη Μεγαλόνησο υπό τον έλεγχο τους. Έσπευσαν δε να υψώσουν τις σημαίες τους στον Φιρκά για επικύρωση της εξουσίας τους. Ο σουλτάνος αποδέχτηκε την πρωτοβουλία των Μεγάλων Δυνάμεων καθώς οι κυβερνήσεις των χωρών τους απέρριψαν την ένωση με την Ελλάδα και αντιπρότειναν την παροχή αυτονομίας. Τελικά τον Μάρτιο του 1897 ολοκληρώθηκε η κατάληψη του νησιού από στρατιωτικά τμήματα των έξι Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Άγγλοι κατέλαβαν το Ηράκλειο, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Ιταλοί τα Χανιά, οι Γάλλοι τη Σητεία, οι Γερμανοί τη Σούδα και οι Αυστριακοί την Κίσσαμο.
Γερμανοί φιλέλληνες εθελοντές το 1897
Στις 9 Φεβρουαρίου 1897 ο Ιταλός Αντιναύαρχος Felice Napoleone Canevaro, επικεφαλής των πλοίων των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν αποκλείσει τη Μεγαλόνησο, διέταξε τον βομβαρδισμό του στρατόπεδου των επαναστατημένων Κρητικών που δεν είχαν ικανοποιηθεί από την προτεινόμενη λύση. Οι οβίδες στόχευαν και την ελληνική σημαία που κυμάτιζε στο Ακρωτήρι. Αυτή έπεσε κάτω δύο φορές αλλά ο Σπύρος Καγιαλεδάκης ή Καγιαλές την επανατοποθέτησε στον ιστό. Λίγο μετά νέα οβίδα κατέστρεψε τον ιστό. Ο Καγιαλές έκανε το κορμί του ιστό και ανέβασε τη σημαία ψηλά. Έκπληκτοι οι ξένοι ναύαρχοι διέταξαν την διακοπή του βομβαρδισμό. Οι επαναστατημένοι Κρητικοί ξέσπασαν σε ζητωκραυγές ενώ ο πλοίαρχος του ελληνικού θωρηκτού «Ύδρα» έδωσε εντολή για ανάκρουση του εθνικού μας ύμνου. Η Τουρκία όμως απειλούσε με πόλεμο αν οι ελληνικές δυνάμεις δεν αποχωρούσαν από την Κρήτη.
Βομβαρδισμός στο Ακρωτήρι
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897
Στις 18 Φεβρουαρίου/ 3 Μαρτίου 1897 η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε γενική επιστράτευση. Κλήθηκαν υπό τα όπλα 10 κλάσεις εφέδρων. Οι Οθωμανοί είχαν κηρύξει επιστράτευση λίγο νωρίτερα αλλά αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα, κύριως λόγω οικονομικών δυσχερειών. Η ελληνική κυβέρνηση μετακίνησε στρατεύματα προς τα βόρεια σύνορά της, πιεζόμενη κυρίως από την «Εθνική Εταιρεία». Η κυβέρνηση Δηληγιάννη γνώριζε ότι η πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία θα ήταν καταστροφική για τη χώρα μας. Παρ' όλα αυτά, συγκέντρωσε στα θεσσαλικά σύνορα 42.000 πεζούς, 770 ιππείς και 96 πυροβόλα υπό τον Στρατηγό Μακρή και στην Ηπειρο, κατά τον Τάσο Βουρνά, 20.000 πεζούς, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και πολλοί άνδρες της Χωροφυλακής υπό τον Δ. Μπαϊρακτάρη, 200 ιππείς και 50 τηλεβόλα υπό τον Συνταγματάρχη Μάνο.
Η μάχη του Βελεστίνου
Μετά από κάποια μεθοριακά επεισόδια, στις 5/17 Απριλίου 1897 ξεκίνησε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος. Και οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος τοποθετήθηκε στη θέση του Αρχιστράτηγου και στάλθηκε στη Λάρισα. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο Ετέμ πασάς. Από τις 5 έως τις 11 Απριλίου έλαβε χώρα η λεγόμενη μάχη των συνόρων κατά την οποία η Τουρκία επικράτησε και δύο μεραρχίες της μπήκαν στην περιοχή της Μελούνας. Στις 13/26 Απριλίου οι εχθροί κατέλαβαν τη Λάρισα και κάθε λογής εγκαταλελειμμένο πολεμικό υλικό. Το ηθικό των Ελλήνων βρισκόταν στο ναδίρ. Μόνο ο συνταγματάρχης Σμολένσκης αντιμετώπισε δύο φορές νικηφόρα τα εχθρικά στρατεύματα. Αν και στάλθηκε σιδηροδρομικά μια μεραρχία στο Βελεστίνο για ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων, οι Τούρκοι κατάφεραν να διασπάσουν το μέτωπο και ο Σμολένσκης διέταξε τη σύμπτυξη των στατευμάτων προς τον Αλμυρό.
Η μάχη της Μελούνας το 1897
Η κυβέρνηση στις 22 Απριλίου/4 Μαΐου προέβη σε πλήρη διάλυση του Επιτελείου αφαιρώντας από τον διάδοχο ακόμα και τους υπασπιστές του. Ήταν φανερό ότι του αποδίδονταν ευθύνες για την αποτυχία των επιχειρήσεων. Η είδηση αυτή προκάλεσε αίσθηση: «Παρόμοιον γεγονός είναι αδύνατον να ανεύρει τις (κάποιος) εν τη παγκοσμίω ιστορία», έγραψε ο Θεόδωρος Πάγκαλος.
Οι Τούρκοι στράφηκαν προς τις ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα περίχωρα των Φαρσάλων. Οι Έλληνες απέκρουσαν επανειλημμένα της επιθέσεις, φοβούμενος όμως ότι θα αποκοπεί η οδός διαφυγής προς Δομοκό ο Αρχιστράτηγος διέταξε τη συντεταγμένη κίνηση των στατευμάτων μας προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό έγινε βιαστικά από το βράδυ της 23ης Απριλίου ως και το βράδυ της 24ης Απριλίου. Στον Δομοκό δόθηκε νέα μάχη στην οποία και πάλι ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε. Ακολούθησε νέα μάχη στη διάβαση Δερβέν-Φούρκας με νέα τουρκική νίκη.
Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος το 1897
Τα ελληνικά στρατεύματα υποχώρησαν άτακτα χάνοντας κάθε έννοια συνοχής και είχαν μεταβλήθηκαν σε άμορφο συρφετό κινούμενο προς τα πίσω. Στο μέτωπο της Ηπείρου τα ελληνικά στρατεύματα κατόρθωσαν να αποκρούσουν μία εχθρική επίθεση εναντίον της Άρτας μεταξύ 6 και 8 Απριλίου. Έπειτα πέρασαν στην αντεπίθεση, απελευθέρωσαν τη Φιλιππιάδα και κινήθηκαν προς τα Πέντε Πηγάδια, αποκρούστηκαν όμως και επέστρεψαν στις προηγούμενες θέσεις τους. Παράλληλα απέτυχε μία επιχείρηση προέλασής τους προς την Πρέβεζα. Οι Τούρκοι βρίσκονταν έξω από τη Λαμία που αποτελούσε τον επόμενο στόχο τους.
Ευτυχώς οι εχθροπραξίες στις 5/17 Μαΐου 1897 σταμάτησαν και λίγες μέρες μετά υπογράφτηκε η ανακωχή. Αυτή έγινε εφικτή μετά από μεσολάβηση του τσάρου Νικολάου Β' προς τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ. Στον τσάρο κατέφυγε ο βασιλιάς Γεώργιος Α' μέσω της ρωσικής καταγωγής βασίλισσας Ολγας. Επίσης η βασίλισσα Βικτώρια μετά από παρακλήσεις της εγγονής της Σοφίας, συζύγου του διαδόχου Κωνσταντίνου, πίεσε τη βρετανική κυβέρνηση να μεσολαβήσει.
Ευτυχώς οι εχθροπραξίες στις 5/17 Μαΐου 1897 σταμάτησαν και λίγες μέρες μετά υπογράφτηκε η ανακωχή. Αυτή έγινε εφικτή μετά από μεσολάβηση του τσάρου Νικολάου Β' προς τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ. Στον τσάρο κατέφυγε ο βασιλιάς Γεώργιος Α' μέσω της ρωσικής καταγωγής βασίλισσας Ολγας. Επίσης η βασίλισσα Βικτώρια μετά από παρακλήσεις της εγγονής της Σοφίας, συζύγου του διαδόχου Κωνσταντίνου, πίεσε τη βρετανική κυβέρνηση να μεσολαβήσει.
Η μάχη των Φαρσάλων
Ποιες ήταν οι αιτίες της βαριάς ελληνικής ήττας;
Η ελληνική κοινή γνώμη δεν ανέμενε την ντροπιαστική αυτή ήττα. Όμως αν διαβάσει κάποιος τα δεδομένα με τα οποία ξεκίνησε ο πόλεμος, θα καταλάβει ότι επρόκειτο για μία εξαρχής χαμένη υπόθεση. Δεν προβλεπόταν επιθετική ενέργεια στα ελληνικά σχέδια αλλά μόνο στατική άμυνα, δεν είχαν εκπονηθεί σχετικά σχέδια ούτε όμως είχαν γίνει σοβαρά αμυντικά έργα, ούτε εφεδρείες υπήρχαν που θα επέτρεπαν τον σχηματισμό και δεύτερης αμυντικής γραμμής και θα έδιναν τη δυνατότητα στην ελληνική πλευρά να στέλνει ενισχύσεις όπου υπήρχε ανάγκη. Για την κατάσταση του στρατεύματος είναι χαρακτηριστική η φράση του Χαρίλαου Τρικούπη (1832-1896) στη Βουλή λίγα χρόνια πριν: «Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη». Τα στελέχη του πεζικού πριν ελαχίστων εξαιρέσεων ορισμένων αξιωματικών της σχολής Ευελπίδων ήταν αμαθή και ανίκανα. Σε παρόμοια κατάσταση βρισκόταν και το ιππικό.
Στα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Πάγκαλου αναφέρονται τα εξής: «Είναι ζήτημα αν υπήρχαν πέντε έξι αξιωματικοί δια την εκτέλεσιν μιας απλής αναγνωρίσεως». Σε κάπως καλύτερη μοίρα βρίσκονταν τα στελέχη του Πυροβολικού και του Μηχανικού γιατί διέθεταν τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση. Υστερούσαν όμως στην πρακτική εκπαίδευση. Πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει ούτε μία βολή στη ζωή τους πριν τον πόλεμο! Από το 1880 και μετά το ελληνικό Πεζικό ήταν οπλισμένο με τυφέκια Γκρα (gras), με ξιφολόγχη. Συνολικά ο Ελληνικός Στρατός είχε προμηθευτεί 120.000 τέτοια όπλα. Διέθετε επίσης 50.000 Σασεπό και 10.000 διαφόρων άλλων τύπων. Είχε προβλεφθεί η διάθεση 243 φυσιγγίων ανά τυφέκιο, αλλά οι οπλίτες είχαν μαζί τους μόνο τα 78. Οι άνδρες του Ιππικού είχαν σπάθη και αραβίδα τύπου γκρα ενώ οι υπαξιωματικοί αντί για αραβίδα είχαν περίστροφο Chamelot-Delvigne. Τα ίδια περίστροφα είχαν και οι αξιωματικοί.
Το πυροβολικό είχε γερμανικά πυροβόλα Krupp των 75 και 87 χιλιοστών. Ο αριθμός των πρώτων ήταν 191 και προορίζονταν για τις πεδινές και ορεινές πυροβολαρχία ενώ τα δεύτερα τα «βαριά» προορίζονταν μόνο για τις πεδινές και ήταν 36. Σε κάθε πυροβόλο αντιστοιχούσαν 291 βλήματα από τα οποία το 66% ήταν βολιδοφόρα και τα υπόλοιπα εγκαιροφλεγή. Υπήρχαν τεράστιες ελλείψεις σε είδη ιματισμού και εξαρτύσεως που καλύφθηκαν μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Είναι ενδεικτικό ότι σε 85.000 επίστρατους δόθηκαν μόνο 22.000 στολές. Οι υπόλοιποι 63.000 πήραν ένα πηλήκιο, ένα λινό χιτώνιο και μία κουβέρτα! Πρόκειται για τραγελαφικές καταστάσεις που προκαλούν σοκ όταν τις διαβάζουμε 126 χρόνια μετά...
Τα άλογα για το ιππικό και το πυροβολικό ήταν είδος μάλλον σπάνιο. Οι ελλείψεις στο ιππικό δεν καλύφθηκαν ποτέ, σε αντίθεση με το πυροβολικό όπου έστω και την ύστατη ώρα καταβλήθηκε μία μεγάλη και πετυχημένη προσπάθεια για να καλυφθούν τα κενά. Πολλές ίλες ιππικού, ελλείψει αλόγων, πήγαν στις μάχες ως πεζοπόρα τμήματα! Η ίδια κατάσταση διάλυσης επικρατούσε και στην επιμελητεία. Μεταφορικά ζώα δεν υπήρχαν και ήταν επιτακτική η αγορά τουλάχιστον 900 αλόγων και 300 ημιόνων (μουλαριών). Όσα ζώα επιτάχθηκαν μαζί με τους οδηγούς τους τράπηκαν σε φυγή μετά τις πρώτες αποτυχίες. Οι μεταφορές σε πυρομαχικά και τρόφιμα ήταν προβληματικές και πολλά τμήματα μάχονταν χωρίς τροφή για δύο μέρες. Οργανωμένα στρατιωτικά νοσοκομεία δεν υπήρχαν και η περίθαλψη των τραυματιών βασίστηκε κυρίως στην εθελοντική προσφορά γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού.
Ο Ελληνικός Στρατός είχε οργανωθεί σε δύο Μεραρχίες τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στις 26 Ιανουαρίου 1877 ψηφίστηκε ο νόμος ΧΚΕ με βάση τον οποίο οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οργανώνονταν σε δύο Μεραρχίες, τη «Μεραρχία Ελλάδος» με έδρα την Αθήνα, την οποία αποτελούσαν η 1η και η 2η Ταξιαρχία και η «Μεραρχία Πελοποννήσου» με έδρα την Πάτρα που την αποτελούσαν η 3η και 4η Ταξιαρχία. Το σχήμα αυτό αποδείχτηκε μη λειτουργικό και αποφασίστηκε το 1890 η διάλυση των Μεραρχιών και η ανάδειξη των τεσσάρων Ταξιαρχιών σε αυτοδύναμες μονάδες υπαγόμενες απευθείας στο Αρχηγείο Στρατού. Με βάση αυτή την αναδιάρθρωση έγινε η επιστράτευση του 1897. Αν και η συνολική δύναμη των εφέδρων ήταν 210.400 άνδρες, τελικά επιστρατεύτηκαν μόλις 85.400 καθώς πολλοί είχαν εξεγοράσει τη θητεία τους ή είχαν φύγει για το εξωτερικό.
Να σημειώσουμε ότι αρχηγός του Επιτελείου στον ατυχή πόλεμο του 1897 ήταν ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης ο οποίος θεωρείτο ως ένας από τους περισσότερο μορφωμένους αξιωματικούς της εποχής του. Στο Στρατηγείο υπηρετούσαν ακόμα ο Λοχαγός Μηχανικού Βίκτωρ Δούσμανης και οι Υπολοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς (ο οποίος γίνεται αντικείμενο εκτενούς σχολιασμού σε κάθε σχετικό άρθρο μας) και Ξενοφών Στρατηγός.
Ο τουρκικός στρατός βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από τον ελληνικό. Εκτός από την αριθμητική υπεροχή του, τα στελέχη του ήταν εκπαιδευμένα σε υψηλό βαθμό. Γερμανοί αξιωματικοί είχαν αναλάβει τα τελευταία χρόνια την εκπαίδευσή του. Ο οπλισμός του ήταν ανώτερος του ελληνικού, πολλά τμήματά του ήταν εφοδιασμένα με επαναληπτικά όπλα και το βεληνεκές των πυροβόλων του ήταν αρκετά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των πυροβόλων του ελληνικού στρατού. Αν μάλιστα ο Τούρκος αρχιστράτηγος και οι μέραρχοι του δεν διέπρατταν σωρεία λαθών, ιδιαίτερα κατά τη μάχη των Φαρσάλων, ο στρατός μας θα είχε εκμηδενιστεί.
Η κυβέρνηση Δηληγιάννη προχώρησε στην επιστράτευση και τον πόλεμο με την Τουρκία πιεζόμενη από την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση του Δημητρίου Ράλλη. Ο Ράλλης συχημάτισε κυβέρνηση στις 18 Απριλίου 1897 ως τις 21 Σεπτεμβρίου 1897. Ο Βίκτωρ Δούσμανης χαρακτηρίζει στα απομνημονεύματα του την αντιπολίτευση της οποίας ηγούνταν ο Ράλλης ως «σπείρα πατριδοκάπηλων και εξ ατομικών συμφερόντων αυτοανακηρυττομένων πατριωτών». Ο Γ. Κορδάτος υποστηρίζει ότι, πιθανόν, τον Δ. Ράλλη είχαν πλησιάσει άμεσα η έμμεσα Γερμανοί πράκτορες...
Στα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Πάγκαλου αναφέρονται τα εξής: «Είναι ζήτημα αν υπήρχαν πέντε έξι αξιωματικοί δια την εκτέλεσιν μιας απλής αναγνωρίσεως». Σε κάπως καλύτερη μοίρα βρίσκονταν τα στελέχη του Πυροβολικού και του Μηχανικού γιατί διέθεταν τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση. Υστερούσαν όμως στην πρακτική εκπαίδευση. Πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει ούτε μία βολή στη ζωή τους πριν τον πόλεμο! Από το 1880 και μετά το ελληνικό Πεζικό ήταν οπλισμένο με τυφέκια Γκρα (gras), με ξιφολόγχη. Συνολικά ο Ελληνικός Στρατός είχε προμηθευτεί 120.000 τέτοια όπλα. Διέθετε επίσης 50.000 Σασεπό και 10.000 διαφόρων άλλων τύπων. Είχε προβλεφθεί η διάθεση 243 φυσιγγίων ανά τυφέκιο, αλλά οι οπλίτες είχαν μαζί τους μόνο τα 78. Οι άνδρες του Ιππικού είχαν σπάθη και αραβίδα τύπου γκρα ενώ οι υπαξιωματικοί αντί για αραβίδα είχαν περίστροφο Chamelot-Delvigne. Τα ίδια περίστροφα είχαν και οι αξιωματικοί.
Το πυροβολικό είχε γερμανικά πυροβόλα Krupp των 75 και 87 χιλιοστών. Ο αριθμός των πρώτων ήταν 191 και προορίζονταν για τις πεδινές και ορεινές πυροβολαρχία ενώ τα δεύτερα τα «βαριά» προορίζονταν μόνο για τις πεδινές και ήταν 36. Σε κάθε πυροβόλο αντιστοιχούσαν 291 βλήματα από τα οποία το 66% ήταν βολιδοφόρα και τα υπόλοιπα εγκαιροφλεγή. Υπήρχαν τεράστιες ελλείψεις σε είδη ιματισμού και εξαρτύσεως που καλύφθηκαν μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Είναι ενδεικτικό ότι σε 85.000 επίστρατους δόθηκαν μόνο 22.000 στολές. Οι υπόλοιποι 63.000 πήραν ένα πηλήκιο, ένα λινό χιτώνιο και μία κουβέρτα! Πρόκειται για τραγελαφικές καταστάσεις που προκαλούν σοκ όταν τις διαβάζουμε 126 χρόνια μετά...
Τα άλογα για το ιππικό και το πυροβολικό ήταν είδος μάλλον σπάνιο. Οι ελλείψεις στο ιππικό δεν καλύφθηκαν ποτέ, σε αντίθεση με το πυροβολικό όπου έστω και την ύστατη ώρα καταβλήθηκε μία μεγάλη και πετυχημένη προσπάθεια για να καλυφθούν τα κενά. Πολλές ίλες ιππικού, ελλείψει αλόγων, πήγαν στις μάχες ως πεζοπόρα τμήματα! Η ίδια κατάσταση διάλυσης επικρατούσε και στην επιμελητεία. Μεταφορικά ζώα δεν υπήρχαν και ήταν επιτακτική η αγορά τουλάχιστον 900 αλόγων και 300 ημιόνων (μουλαριών). Όσα ζώα επιτάχθηκαν μαζί με τους οδηγούς τους τράπηκαν σε φυγή μετά τις πρώτες αποτυχίες. Οι μεταφορές σε πυρομαχικά και τρόφιμα ήταν προβληματικές και πολλά τμήματα μάχονταν χωρίς τροφή για δύο μέρες. Οργανωμένα στρατιωτικά νοσοκομεία δεν υπήρχαν και η περίθαλψη των τραυματιών βασίστηκε κυρίως στην εθελοντική προσφορά γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού.
Ο Ελληνικός Στρατός είχε οργανωθεί σε δύο Μεραρχίες τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στις 26 Ιανουαρίου 1877 ψηφίστηκε ο νόμος ΧΚΕ με βάση τον οποίο οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις οργανώνονταν σε δύο Μεραρχίες, τη «Μεραρχία Ελλάδος» με έδρα την Αθήνα, την οποία αποτελούσαν η 1η και η 2η Ταξιαρχία και η «Μεραρχία Πελοποννήσου» με έδρα την Πάτρα που την αποτελούσαν η 3η και 4η Ταξιαρχία. Το σχήμα αυτό αποδείχτηκε μη λειτουργικό και αποφασίστηκε το 1890 η διάλυση των Μεραρχιών και η ανάδειξη των τεσσάρων Ταξιαρχιών σε αυτοδύναμες μονάδες υπαγόμενες απευθείας στο Αρχηγείο Στρατού. Με βάση αυτή την αναδιάρθρωση έγινε η επιστράτευση του 1897. Αν και η συνολική δύναμη των εφέδρων ήταν 210.400 άνδρες, τελικά επιστρατεύτηκαν μόλις 85.400 καθώς πολλοί είχαν εξεγοράσει τη θητεία τους ή είχαν φύγει για το εξωτερικό.
Να σημειώσουμε ότι αρχηγός του Επιτελείου στον ατυχή πόλεμο του 1897 ήταν ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης ο οποίος θεωρείτο ως ένας από τους περισσότερο μορφωμένους αξιωματικούς της εποχής του. Στο Στρατηγείο υπηρετούσαν ακόμα ο Λοχαγός Μηχανικού Βίκτωρ Δούσμανης και οι Υπολοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς (ο οποίος γίνεται αντικείμενο εκτενούς σχολιασμού σε κάθε σχετικό άρθρο μας) και Ξενοφών Στρατηγός.
Ο τουρκικός στρατός βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από τον ελληνικό. Εκτός από την αριθμητική υπεροχή του, τα στελέχη του ήταν εκπαιδευμένα σε υψηλό βαθμό. Γερμανοί αξιωματικοί είχαν αναλάβει τα τελευταία χρόνια την εκπαίδευσή του. Ο οπλισμός του ήταν ανώτερος του ελληνικού, πολλά τμήματά του ήταν εφοδιασμένα με επαναληπτικά όπλα και το βεληνεκές των πυροβόλων του ήταν αρκετά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των πυροβόλων του ελληνικού στρατού. Αν μάλιστα ο Τούρκος αρχιστράτηγος και οι μέραρχοι του δεν διέπρατταν σωρεία λαθών, ιδιαίτερα κατά τη μάχη των Φαρσάλων, ο στρατός μας θα είχε εκμηδενιστεί.
Η κυβέρνηση Δηληγιάννη προχώρησε στην επιστράτευση και τον πόλεμο με την Τουρκία πιεζόμενη από την κοινή γνώμη και την αντιπολίτευση του Δημητρίου Ράλλη. Ο Ράλλης συχημάτισε κυβέρνηση στις 18 Απριλίου 1897 ως τις 21 Σεπτεμβρίου 1897. Ο Βίκτωρ Δούσμανης χαρακτηρίζει στα απομνημονεύματα του την αντιπολίτευση της οποίας ηγούνταν ο Ράλλης ως «σπείρα πατριδοκάπηλων και εξ ατομικών συμφερόντων αυτοανακηρυττομένων πατριωτών». Ο Γ. Κορδάτος υποστηρίζει ότι, πιθανόν, τον Δ. Ράλλη είχαν πλησιάσει άμεσα η έμμεσα Γερμανοί πράκτορες...
Ο Δημήτριος Ράλλης
Οι επαχθείς για την Ελλάδα όροι της ειρήνης
Στις 6/18 Σεπτεμβρίου 1897 υπογράφηκε μία προκαταρκτική Συνθήκη μεταξύ των διπλωματικών αντιπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων και των αντίστοιχων της Υψηλής Πύλης χωρίς συμμετοχή της Ελλάδας. Σε αυτή συμπεριλήφθηκε διάταξη που υπήρχε για πρώτη φορά σε κείμενο περί τερματισμού μιας ένοπλης σύρραξης. Σύμφωνα με αυτή θα ιδρυόταν στην Αθήνα μία διεθνής επιτροπή από αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα μέλη της θα διευκόλυναν την ταχεία καταβολή αποζημίωσης, χωρίς να θιγούν τα δικαιώματά των παλαιών δανειστών της Ελλάδας. Στις 2 Οκτωβρίου 1897 ξεκίνησαν στην Κωνσταντινούπολη οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της οριστικής συνθήκης. Η ελληνοτουρκική μεθόριος τροποποιήθηκε ελαφρά σε βάρος της Ελλάδας.
Ορισμένοι Τούρκοι και Ρουμάνοι κυκλοφόρησαν ένα κείμενο με πλαστογραφημένες 11.000 υπογραφές Βλάχων οι οποίοι ζητούσαν, δήθεν, να μην επανέλθουν υπό την ελληνική κυριαρχία. Επρόκειτο για μία ανερυθρίαστη και χονδροειδή προσπάθεια αποσπάσεως εδαφών από την Ελλάδα. Το κείμενο που υποτίθεται ότι υπέγραφαν 11.000 Βλάχοι είχε συνταχθεί σε άψογα γαλλικά, κάτι που επεσήμανε ακόμα και ο επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας. Έτσι αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο στη χάραξη της ελληνοτουργικής μεθορίου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε ορισμένα στρατηγικά σημεία στην ορεινή γραμμή Ολύμπου-Καμβουνίων. Πάντως μόνο ένα ελληνικό χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους του ,ενώ η χώρα μας διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και την Αρτα.
Ορισμένοι Τούρκοι και Ρουμάνοι κυκλοφόρησαν ένα κείμενο με πλαστογραφημένες 11.000 υπογραφές Βλάχων οι οποίοι ζητούσαν, δήθεν, να μην επανέλθουν υπό την ελληνική κυριαρχία. Επρόκειτο για μία ανερυθρίαστη και χονδροειδή προσπάθεια αποσπάσεως εδαφών από την Ελλάδα. Το κείμενο που υποτίθεται ότι υπέγραφαν 11.000 Βλάχοι είχε συνταχθεί σε άψογα γαλλικά, κάτι που επεσήμανε ακόμα και ο επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας. Έτσι αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο στη χάραξη της ελληνοτουργικής μεθορίου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέλαβε ορισμένα στρατηγικά σημεία στην ορεινή γραμμή Ολύμπου-Καμβουνίων. Πάντως μόνο ένα ελληνικό χωριό εκκενώθηκε από τους κατοίκους του ,ενώ η χώρα μας διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και την Αρτα.
Οθωμανοί αξιωματικοί το 1897
Πάντως η ευνοϊκή αντιμετώπιση της Ελλάδας στο εδαφικό συνεπαγόταν την επιβολή σκληρών οικονομικών όρων για τη χώρα μας, η οποία θεωρήθηκε υπαίτια για την έναρξη του πολέμου. Έτσι καταδικάστηκε στην καταβολή 4.000.000 τουρκικών λιρών ως αποζημίωση στην αμυνόμενη οθωμανική αυτοκρατορία. Η ευρισκόμενη σε άθλια οικονομική κατάσταση Ελλάδα δεν διέθετε το ποσό αυτό και οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν τη σύσταση μιας επιτροπής, τα μέλη της οποίας θα έλεγχαν τις πράξεις και τις διαθέσιμες προσόδους για την εξόφληση του δανείου της πολεμικής επανορθώσεως αλλά και των υπόλοιπων εθνικών χρεών. Μάλιστα η κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο του μονοπωλίου άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και σμύριδας της Νάξου ενώ και τα ποσά από τον φόρο κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και τους δασμούς του τελωνείου Πειραιά χρησιμοποιήθηκαν για την αποπληρωμή των χρέων. Η τελική συνθήκη υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Νοεμβρίου / 4 Δεκεμβρίου 1897.
Επειδή ίσως προξενεί σε κάποιους εντύπωση για το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη μάχη του Δομοκού μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, να σημειώσουμε ότι ήδη στις 7 Μαΐου 1897 είχε υπογραφτεί πάνω στη γέφυρα του Άραχθου στην Άρτα πρωτόκολλό ανακωχής μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στις 8 Μαΐου υπογράφτηκε ανάλογο πρωτόκολλο στο χωριό Ταράτσα της Λαμίας. Στις 10 Μαΐου 1897 συναντήθηκαν Έλληνες και Τούρκοι αξιωματούχοι για να συμφωνήσουν για την ουδέτερη ζώνη. Η ελληνική πλευρά φοβούμενη ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει οχύρωσε τις Θερμοπύλες! Αν οι Τούρκοι συνέχιζαν την πορεία τους, η Αθήνα θα κινδύνευε άμεσα…
Εντύπωση προκαλεί ότι στον πόλεμο του 1897 δεν χρησιμοποιήθηκε σχεδόν καθόλου ο ελληνικός στόλος, ο οποίος απαρτιζόταν από 19 πλοία με 2.300 άνδρες. Ειδικά από τη στιγμή που ο τουρκικός στόλος δεν εμφανίστηκε ποτέ στις ελληνικές θάλασσες, θα μπορούσε το Ναυτικό μας να προβεί σε κινήσεις που θα άλλαζαν τα δεδομένα, όπως την απελευθέρωση της Ίμβρου, της Τενέδου ή άλλου ελληνικού νησιού του ΒΑ Αιγαίου, να μπει στα Δαρδανέλια, να εξαρθρώσει τις παράκτιες συγκοινωνίες της Μακεδονίας, ακόμα και να «χτυπήσει» τη Θεσσαλονίκη. Βέβαια και στον στόλο υπήρχαν προβλήματα: τα τορπιλοβόλα είχαν τορπίλες με ελαττωματική γόμωση και υπήρχε κίνδυνος να αντιμετωπίσουν τον εχθρό με άφλογα πυρά!
Χάρτης της Άρτας το 1897
Επίλογος
Προτιμήσαμε στο σημερινό άρθρο να αναφερθούμε κυρίως στις αιτίες που οδήγησαν στο «μαύρο ‘97» και λιγότερο στα πολεμικά γεγονότα, τα οποία για να εκτεθούν αναλυτικά θα έπρεπε το συγκεκριμένο άρθρο να ήταν τουλάχιστον διπλάσιο… Να τονίσουμε μόνο ότι οι Τούρκοι δεν πίστευαν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα εγκατέλειπε αμαχητί τη Λάρισα, καθώς αρχικά είχε αντισταθεί με γενναιότητα.
Έτσι ο Ετέμ πασάς και το επιτελείο του είχαν αποφασίσει να οπισθοχωρήσουν προς την Ελασσόνα (που δεν είχε δοθεί στην Ελλάδα το 1881). Ο Γερμανός Στρατηγός Φον ντερ Γκολτς στο βιβλίο του «Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897» χαρακτηρίζει τον πόλεμο του 1897 «τραγική οπερέτα». Και πράγματι είναι οπερετικό (φαιδρό, κωμικό) το γεγονός ότι το Ελληνικό Επιτελείο διέταξε γενική υποχώρηση για να μην αιχμαλωτιστεί, καθώς δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, αλλά και οι Τούρκοι, να οπισθοχωρήσουν φοβούμενοι ελληνική επίθεση, κάτι που δεν θα γινόταν. Έτσι η Λάρισα έμεινε για δυο μέρες χωρίς ελληνικά στρατεύματα που την εγκατέλειψαν αφήνοντάς την απροστάτευτη, ενώ και οι Τούρκοι δεν είχαν πληροφορηθεί ότι μπορούσαν να καταλάβουν την πόλη χωρίς μάχη.
Η ελληνική κυβέρνηση το 1897 κινήθηκε βεβιασμένα, χωρίς σχέδιο και χωρίς στοιχειώδη πολεμική προετοιμασία. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος χρεώθηκε μεγάλο μέρος της ήττας. Υπήρξαν φόβοι για λαϊκή εξέγερση εναντίον του βασιλιά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως έκαναν σαφές ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο για την Ελλάδα. Έτσι, η ελληνική κοινή γνώμη δέχθηκε με σχετική ψυχραιμία όσα ακολούθησαν την ήττα στον πόλεμο. Πάντως, κάτι που δεν μας χαρακτηρίζει ως λαό, η πανωλεθρία του 1897 λειτούργησε ευεργετικά για τη χώρα. Ενδεικτικά είναι όσα γράφει στην 7τομη «Νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο Γεώργιος Ρούσσος, με τίτλο «Από τον τάφο του ’97, βγήκε η ανάσταση του 1910».
«Από τη δεινή δοκιμασία του ’97 επρόκειτο πάντως να προέλθουν, εμμέσως, και ορισμένα πολύτιμα ωφελήματα. Τα κυριότερα ήταν ο Μακεδονικός Αγώνας και η Επανάσταση του 1909 (στο Γουδί), που με τη σειρά τους οδήγησαν στη ριζική ανάπλαση του Κράτους επί Ελευθερίου Βενιζέλου και στους δύο πολεμικούς θριάμβους του 1912 και 1913. Υπήρξε τόση η ντροπή που ένιωσε η ηγεσία μας, ώστε σε λίγο να διακηρύσσει η ίδια ότι παρίστατο ανάγκη μιας αποφασιστικής αλλαγής. Το μέγα τούτο εθνικό αίτημα το συνειδητοποίησε τόσο βαθιά ο Ελληνικός Λαός, ώστε να επιβάλει εκ των κάτω προς τα άνω την ισχυρή απαίτηση μιας ουσιαστικής αναπλάσεως. Από παντού, από όλους, άρχισε να διασαλπίζεται το εθνικό τούτο αίτημα, που βρήκε γρήγορα πλατύτατη απήχηση σ’ όλοκληρο το πανελλήνιο. Οι συνειδήσεις ξύπνησαν, ο πατριωτισμός έγινε ρεαλιστικότερος, οι καμποτίνοι (αγύρτες, απατεώνες) της πολιτικές δυνάμεις άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα.
Και μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της συνεχούς ανατάσεως πρόβαλε κι ο αναμενόμενος μέγας ηγέτης (Ελευθέριος Βενιζέλος) που οδήγησε τη χώρα στα νέα πεπρωμένα της Από τον τάφο του ’97 βγηκε η ανάσταση του 1910».
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ’ ΙΔ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833 – 1949)», Τόμος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα 2014
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ, «ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥ΅1826 – 1974», ΤΟΜΟΣ Δ, «Ελληνική Μορφωτική Εστία», 1975.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ