«Νομίζω ότι πολλοί συμφωνούν ως προς την έλλειψη σοβαρότητας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά λιγότεροι ως προς τη διαχρονική έλλειψη σοβαρότητας της αριστεράς»
Παρατηρώ, όχι χωρίς κάποια αφηρημάδα, το θέαμα της «προοδευτικής» μας παράταξης: ο επαρχιακός θίασος περιοδεύει σε επιχώριες και ευρωπαϊκές σκηνές με πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και καρατερίστες που επαναλαμβάνουν την κωμικοτραγική της ιστορία αναδεικνύοντας τα φαρσικά στοιχεία. Aν και έχουμε προ πολλού γλιτώσει από την πολιτική ανωμαλία του πάλαι ποτέ ΚΚΕ που ξεκινούσε εμφύλιες συρράξεις και διέπραττε εγκλήματα, η ανωμαλία ελλοχεύει: η αριστερά, με όλες τις αποχρώσεις της, ελέγχει το ιστορικό αφήγημα και τις νοοτροπίες, εμποδίζοντας όλες τις ωφέλιμες μεταρρυθμίσεις. Αυτό έκανε πάντοτε.
Αν και σήμερα δεν προκαλεί αιματοχυσία —είναι νωδή, κοινώς ξεδοντιασμένη— εμπεριέχει μια μεγάλη ποικιλία παραγόντων ανωμαλίας. Κόκκινους δικτατορίσκους και δήθεν επαναστατημένα νιάτα που εκπροσωπούν μέρος των συνομηλίκων τους και όσους νεάζουν: τη χρυσή νεολαία, τους δικαιωματιστές και τους αντισυστημικούς, μερικοί εκ των οποίων θα μπορούσαν να στηρίζουν εξίσου την αντισυστημική δεξιά. Όλα είναι τυχαία και επιφανειακά. Και παρ’ όλ’ αυτά, πολλοί ψηφοφόροι της αριστεράς είναι άνθρωποι καλής προαιρέσεως· ή έτσι τείνουμε να πιστεύουμε.
Tα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα, μετά από αλλεπάλληλες διασπάσεις —όχι πάντοτε αναίμακτες— γέννησαν παιδάκια που τώρα δεν τα αναγνωρίζουν και με τα οποία δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση. Όμως, το αίμα νερό δεν γίνεται: ο αυταρχισμός, η αβελτηρία, η μοχθηρία, η στενοκεφαλιά, η μικρόνοια έχουν κληροδοτηθεί στα αριστερά κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ανανεωτικά. Τα οποία, προσπαθώντας να αποτινάξουν τον εγγενή πουριτανισμό και την εγγενή βία, εξελίχθησαν σε καρναβάλι. Έναντι του οποίου ο ελληνικός λαός και τα ΜΜΕ δείχνουν παράξενη υπομονή.
Αλλά, αν και συνήθως εμφανιζόμαστε γελοιωδέστεροι από τους περισσότερους Ευρωπαίους, η φαιδρότητα δεν είναι αποκλειστικά ελληνική: παρατηρείται στη Γαλλία, παρατηρείται στη Βρετανία, παρατηρείται στις ΗΠΑ —και περιέχει ιστορικά υπολείμματα από τα βάθη του 20ού αιώνα. Καθώς η αριστερά βρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό της, επισύρει εκδηλώσεις ατομικού και μαζικού παροξυσμού, αλλοπρόσαλλες στοχοθεσίες, καθώς και κατάρες εναντίον των (σχεδόν) ομοϊδεατών της για κάποιου είδους ρεβιζιονισμό, ταξική προδοσία, ιδεολογικές παρεκκλίσεις. Σήμερα, το κύριο έργο της είναι να εντοπίζει τους «συντηρητικούς», τους «νεοφιλελεύθερους», τους ισλαμοφοβικούς, τους ομοφοβικούς και τους υπόλοιπους φοβικούς και να τους αφαιρεί τον λόγο. Ιδιαίτερα η ελληνική αριστερά, που δεν έχει δημοκρατική παιδεία, βλέπει παντού, μαζί με τον νεοφιλελευθερισμό, παραβιάσεις του κράτους δικαίου —όπως φαντάζεται το «κράτος δικαίου» στο πλαίσιο της εσχατολογικής της μυθολογίας. Παραλλήλως, το αριστερό ήθος και ύφος, μολονότι συχνά παραβατικό από νομική και ηθική άποψη, όχι μόνο νομιμοποιείται αλλά επιβάλλεται. Παρότι στη δημόσια συμπεριφορά των αριστερών στελεχών διαπιστώνουμε υπερβολική συχνότητα παρεκτροπών που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου —συκοφαντίες, προσβολές πολιτικών αντιπάλων, εκφοβισμό, ασύστολη ψευδολογία— ουδείς τιμωρείται. Στα στελέχη της αριστεράς επιτρέπεται διαγωγή που απαγορεύεται στους υπολοίπους.
Αν δεν συνέβαιναν όλα τούτα, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη ίσως να είχε λάβει τα μέτρα που πρέπει να λάβει για μια σειρά ζητήματα που ενοχλούν την αριστερά —για την ασφάλεια, για την παιδεία, για τον κρατικό μηχανισμό και τα τοιαύτα. Η ασυγχώρητη ατολμία και ο απολογητικός τόνος της κυβέρνησης («δεν περιμένουμε να τηρηθεί αμέσως η απαγόρευση για τα κινητά τηλέφωνα στο σχολείο!») ερμηνεύονται μέσω της διαρκούς και αμετάκλητης θωπείας της αριστεράς. Η οποία αυτόν τον καιρό, αν και δεν συνιστά κομματική αντιπολίτευση, διατηρεί την ακατανίκητη αντιπολίτευση των νοοτροπιών. Όπως είπα, αν οι δεξιοί ξεστόμιζαν και έπρατταν όσα ξεστομίζουν και πράττουν οι αριστεροί, το αγριεμένο πλήθος θα τους είχε λιντσάρει.
Λόγω αυτής της εύνοιας, οι υποτιθέμενοι σοσιαλδημοκράτες υποτάσσονται στο αριστερό ήθος και ύφος: η περί αριστεροσύνης άμιλλα δεν επιτρέπει αντιρρήσεις. Έτσι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία και στη Βρετανία —όπου το Εργατικό Κόμμα, αν και θεωρητικά απομακρύνθηκε από την πολιτική, τροτσκιστικής εμπνεύσεως, του Τζέρεμυ Κόρμπιν, αρνείται να ακούσει τα παράπονα της εργατικής τάξης— ευθυγραμμίζονται με τον θορυβώδη ολοκληρωτισμό και την ωμή βλακεία της άκρας αριστεράς. Αυτές οι παγιωμένες ιδιότητες εμποδίζουν τα αριστερά κόμματα να ασχοληθούν με συγκεκριμένα προβλήματα, όπως π.χ. την αγοραστική δύναμη ή την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην παιδεία και στο φορολογικό σύστημα· αντιθέτως, ασχολούνται με αφηρημένες ιδέες και, προπάντων, με προσωπικές επιθέσεις στους κυβερνώντες. Το μίσος για τον Εμμανουέλ Μακρόν, όπως το μίσος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δαπανά τόση ενέργεια ώστε εξαντλεί οποιοδήποτε απόθεμα που να επιτρέπει τη διατύπωση λογικών πολιτικών προτάσεων. Το περιβόητο ταξικό μίσος, μια μορφή φθόνου, είχε ανέκαθεν προσωπικά κίνητρα. Ταυτοχρόνως, η αριστερά εγκολπώνει μια τάση life-style, μια έκφραση δήθεν νεωτερικού πνεύματος και καλοπέρασης, το οποίο, αν και διαφοροποιείται από τον παραδοσιακό ασκητισμό των κομμουνιστών, συνδυάζεται με την παραδοσιακή νοσηρότητα: καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές τάσεις, επανάληψη κληρονομημένων ιδεών, μανιχαϊσμό, αντισημιτισμό, συνωμοσιολογία, άκριτο αντιαμερικανισμό, μισαλλοδοξία, tunnel vision, εθελοτυφλία, ασυγκράτητο συναισθηματισμό, λαϊκισμό του ευτελέστερου είδους. Προστίθεται μια μορφή paper terrorism: η αριστερά, αν και δεν διέρχεται την ενδοξότερη ώρα της —και εξαιτίας αυτού— πασχίζει να τρομοκρατήσει τους εχθρούς της μέσω της νομικής και μιντιακής παρενόχλησης, μέσω της δολοφονίας χαρακτήρων. Η εν λόγω τακτική έχει μακρά ιστορία: το ΚΚΕ έστελνε ανθρώπους στο ικρίωμα με κατασκευασμένες κατηγορίες· αργότερα, μερικούς τους «αποκαθιστούσε» —μετά θάνατον. Α propos, πριν από λίγες εβδομάδες ήταν η 70ή επέτειος της εκτέλεσης του Νίκου Πλουμπίδη, ενός από τα θύματα του ΚΚΕ —όμως, κανείς δεν μιλάει πια γι’ αυτά τα πράγματα. Κι επειδή δεν μιλάει, το ΚΚΕ εμφανίζεται σήμερα ως έντιμο και σοβαρό κόμμα με τη μοναδική επιφύλαξη ότι είναι ελαφρώς «δογματικό». Έτσι, διαδίδει, με εκπληκτική πειθώ, το ιστορικό του αφήγημα. Όπως οι ηττημένοι Νότιοι του αμερικανικού Εμφυλίου, το ΚΚΕ, οργανώνοντας προσκυνήματα στον Γράμμο και το Βίτσι, προπαγανδίζει ανενόχλητο μια τερατώδη ψευδολογία, την οποία υιοθετεί ολόκληρο το αριστερό φάσμα.
Ως προς τις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις, η αριστερά ενθαρρύνει σταθερά την αεργία (η Sandrine Rousseau του «Λαϊκού Μετώπου» δηλώνει, ανερυθρίαστα, ότι η εργασία είναι αξία της δεξιάς), τη γενική μετριότητα, τη λούφα, την ανομία· όλες τις ιδιότητες του κακού πολίτη. Σε ιδεολογικούς της ταγούς έχει αναδείξει φιλόσοφους φύλου όπως η Τζούντιθ Μπάτλερ, και θεωρητικούς των μετα-αποικιακών σπουδών οι οποίοι τροφοδοτούν ταυτοτικά κινήματα εν εξάλλω καταστάσει: όλα αυτά τα περιτρέχουν οι οπαδοί στο Ίντερνετ, απομονώνοντας δυο-τρία τσιτάτα, όπως έκαναν παλιότερα οι φοιτητοπατέρες «μελετώντας» Λένιν και Μάο και σκαρώνοντας ωραίες ιδεολογικές σαλάτες.
Αναφορικά με τις διεθνείς σχέσεις, η αριστερά δικαιολογεί την τρομοκρατία ως μέσον αντίστασης σε πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς, υπό τον όρον οι τρομοκράτες να είναι είτε ισλαμιστές, είτε ακροαριστεροί —δύο ιδιότητες που, στα μάτια της, συγχέονται συχνά. Έτσι, τίθεται με ζήλο στο πλευρό της Χαμάς απορρίπτοντας τις επικρίσεις περί αντισημιτισμού και κατηγορώντας τους επικριτές για ρατσισμό, ισλαμοφοβία και ιμπεριαλισμό. Ο χαρακτηρισμός της Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση αναδεικνύεται από τα λαϊκά δικαστήρια σε αξιόποινη πράξη, μια ακόμα απόδειξη της αριστερής τυραννίας την οποία ασκούν άτομα με άγνοια της ιστορίας και προβληματική ψυχολογία. Η άγνοια είναι τόσο βαθιά ώστε η Μathilde Panot, στέλεχος της Ανυπότακτης Γαλλίας και του ευκαιριακού σημερινού «Λαϊκού Μετώπου», απέδειξε σε συνέντευξη ότι δεν ξέρει τίποτα για το Λαϊκό Μέτωπο του 1936 που υποτίθεται ότι εμπνέει το ίδιο της το κόμμα. Ομοίως, τα στελέχη της ελληνικής αριστεράς, που επέλεξαν κουλτούρα με ποδονίφτες και λίστες ονειρεμένου ταξιδιού του μέλιτος, δεν έχουν ούτε μόρφωση, ούτε ερευνητική διάθεση: νομίζω ότι πολλοί συμφωνούν ως προς την έλλειψη σοβαρότητας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά λιγότεροι ως προς τη διαχρονική έλλειψη σοβαρότητας της αριστεράς. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται ότι αποδέχονται προβατηδόν ένα σύστημα «προοδευτικών» ιδεών που θεωρούν ιερό, αδιαπέραστο από κριτική, σάτιρα, χλευασμό ή περιφρόνηση. Έτσι, όποιος απορρίπτει το αριστερό σύστημα ιδεών οστρακίζεται· ταξινομείται στους δυνάμει εγκληματίες· και η πραγματικότητα, η ιστορική και εκείνη του παρόντος, εμφανίζεται αντεστραμμένη.
Καθώς το όραμα της αριστεράς για τον κόσμο είναι κάποιου είδους σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, οι πολιτικοί της αντίπαλοι είναι όλοι όσοι πιστεύουν ότι μια καπιταλιστική ή μεικτή οικονομία μπορεί να βελτιώσει τη ζωή όλων —ακόμα περισσότερο από όσο την έχει ήδη βελτιώσει μέσα σε μερικές δεκαετίες. Η αριστερά, αν και έχει ηγεμονεύσει πολικά και πολιτιστικά, αρνείται να δει αυτή τη βελτίωση και καταγγέλλει ως «νεοφιλελεύθερη» τη φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως «ακροδεξιές» όλες τις μη-αριστερές κυβερνήσεις. Δεν κάνει απλώς λάθος εκτίμησης· είναι φανατική· στερείται αρετής. Τέτοια αντιπολίτευση να μας λείπει. Έτσι κι αλλιώς, στον σύγχρονο κόσμο, η αντιπολίτευση μπορεί να ασκηθεί, και ασκείται, στα μέσα ενημέρωσης και στην κοινωνία των πολιτών χωρίς τη διαμεσολάβηση λωλών κομμάτων.
Σώτη Τριανταφύλλου
https://www.athensvoice.gr/epikairotita/politiki-oikonomia/865583/kokkinoi-diktatoriskoi-kai-flegomena-niata/