Ο Ερντογάν διαβλέπει μια ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και εξαλείψει την αυξανόμενη απειλή του κουρδικού εθνικισμού στην περιοχή.
Επιστρέφοντας στην Τουρκία μετά τη σύλληψή του το 1999, ο ιστορικός ηγέτης των Κούρδων, Αμπντουλάχ Οτσαλάν δήλωσε ότι αγαπά τη χώρα του και «θα την υπηρετούσε εάν χρειαζόταν». Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η δήλωσή του θα μπορούσε να εκληφθεί ως έκκληση προς την αυτονομιστική οργάνωσή του να καταθέσει τα όπλα.
Ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να αναβιώσει τις ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους, παράλληλα με τις συνομιλίες στην Ουάσιγκτον για το μέλλον των κουρδικών δυνάμεων στη γειτονική Συρία, που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, μετά την ανατροπή του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, όπως σημειώνει το Bloomberg.
Ο Ερντογάν διαβλέπει μια ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την αναταραχή και να αποτρέψει αυτό που η Τουρκία θεωρεί ως αυξανόμενη απειλή του κουρδικού εθνικισμού στην περιοχή. Εάν τα καταφέρει, θα ενισχύσει τις φιλοδοξίες της Τουρκίας στην αναδιαμόρφωση της Μέσης Ανατολής αλλά και τη θέση του, την ώρα που επιδιώκει να «ξαναγράψει» το Σύνταγμα και να παρατείνει την εξουσία του.
Ο Οτσαλάν, που βρίσκεται φυλακισμένος κάπου κοντά στην Κωνσταντινούπολη, αποτελεί το «κλειδί». Δεν ηγείται πλέον των καθημερινών δραστηριοτήτων του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, γνωστού ως PKK, το οποίο χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά εξακολουθεί να χαίρει του σεβασμού των ηγετών του κινήματος, που τον αποκαλούν «Apo».
«Ο αρχηγός Apo θα κάνει μια σημαντική και ιστορική δήλωση στις 15 Φεβρουαρίου που θα αποτελέσει την αρχή για μια προσπάθεια επίλυσης», δήλωσε ο Μουράτ Καραγιλάν, ένα από τα κορυφαία ηγετικά στελέχη του PKK, σύμφωνα με κουρδικά μέσα ενημέρωσης. Πρόκειται για μια συμβολική ημερομηνία, καθώς είναι η επέτειος της σύλληψης του Οτσαλάν στην Κένυα.
Δεν είναι σαφές εάν όντως ο Οτσαλάν θα προβεί σε δήλωση αυτήν την εβδομάδα, ενώ ακόμη κι αν διαπραγματευόταν μια συμφωνία δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία εάν οι μαχητές του PKK αρνούνταν να την υπογράψουν. Η κουρδική κοινότητα άλλωστε είναι επιφυλακτική μετά από 40 χρόνια αγώνων για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της και των πολιτιστικών της δικαιωμάτων, κυρίως στη νοτιοανατολική Τουρκία όπου είναι έντονο το κουρδικό στοιχείο.
Ο Ερντογάν έχει σχολιάσει ελάχιστα το κουρδικό ζήτημα δημοσίως. Όμως ήδη από τον Οκτώβριο ο εθνικιστής σύμμαχός του, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, έχει δηλώσει ότι ο 76χρονος Οτσαλάν πρέπει να απελευθερωθεί υπό την προϋπόθεση ότι θα παροτρύνει τους ηγέτες του PKK να καταθέσουν τα όπλα και να διαπραγματευτούν μια πολιτική λύση.
«Είμαστε έτοιμοι για μια μόνιμη και ριζική λύση», δήλωσε από την πλευρά του ο Τουντσέρ Μπακιρχάν, συμπρόεδρος του φιλοκουρδικού κόμματος Λαϊκής Ισότητας και Δημοκρατίας (DEM), την προηγούμενη εβδομάδα. «Μας ενδιαφέρει αυτή η ιστορική έκκληση, και την υποστηρίζουμε».
Οι Κούρδοι αποτελούν σχεδόν το 1/5 του πληθυσμού της Τουρκίας, που ανέρχεται σε 90 εκατομμύρια. Οι συγκρούσεις μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων είχαν ως αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και οδήγησαν στην οικονομική περιθωριοποίηση της κουρδικής κοινότητας που αποτελεί την πλειοψηφία στη νοτιοανατολική Τουρκία.
Το PKK θέλει η τουρκική κυβέρνηση να αναγνωρίσει την κουρδική ταυτότητα και τον κουρδικό πολιτισμό στο Σύνταγμά της και να επιτρέψει τη διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας στα σχολεία. Απαιτεί επίσης να αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κούρδων, ή η «δημοκρατική αυτονομία» τους όπως την αποκαλεί - ήτοι ένα καθεστώς που θα οδηγούσε στην εκχώρηση από την κυβέρνηση της Άγκυρας περισσότερων εξουσιών στις τοπικές αρχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Όσον αφορά τον Ερντογάν, μια ειρηνευτική συμφωνία θα τού εξασφάλιζε την απαιτούμενη στήριξη στο κοινοβούλιο προκειμένου να αλλάξει το Σύνταγμα και να παρατείνει την εξουσία του, που ήδη μετρά περισσότερες από δύο δεκαετίες. Στο παρασκήνιο, από την αρχή του έτους, λαμβάνει χώρα ένα μπαράζ συλλήψεων και ερευνών πολλές εκ των οποίων φαίνεται πως έχουν στόχο να καταστείλουν οποιαδήποτε αντίδραση στο ενδεχόμενο συμφιλίωσης με τους Κούρδους.
Ο Μεχμέτ Ουτσούμ, εκ των κορυφαίων συμβούλων του Ερντογάν, δήλωσε ότι η ενσωμάτωση θα συμβάλει στην εξάλειψη των αυτονομιστικών τάσεων, ενώ τάχθηκε υπέρ «της ενίσχυσης και τη μόνιμη ελευθερία της κουρδικής γλώσσας».
Η επίλυση του κουρδικού ζητήματος είχε επιχειρηθεί και στο παρελθόν. Στις αρχές του 2015, ο Ερντογάν, ως πρωθυπουργός τότε, και το PKK έφτασαν κοντά στην επίτευξη μίας συμφωνίας. Ωστόσο, οι συνομιλίες κατέρρευσαν μετά την ενισχυμένη επίδοση των κουρδικών κομμάτων στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, που είχε ως αποτέλεσμα να απολέσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) του Ερντογάν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Ακολούθησε μια επιχείρηση καταστολής από τις δυνάμεις ασφαλείας της Τουρκίας. Στις δεύτερες εκλογές που διεξήχθησαν τον Νοέμβριο, το AKP ανέκτησε την πλειοψηφία, ενώ η επιχείρηση «εκκαθάρισης» Κούρδων αξιωματούχων εντάθηκε.
Η απόπειρα συμφωνίας απέτυχε, όμως, λόγω έλλειψης νομικού πλαισίου αλλά και λαθώς που έκαναν και οι δύο πλευρές, σύμφωνα με την Gulustan Kilic Kocyigit, ηγετικό μέλος του φιλοκουρδικού κόμματος DEM, η οποία ζήτησε την απελευθέρωση του Οτσαλάν ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις «επί ίσοις όροις».
Η διαφορά που υπάρχει σήμερα είναι ότι ο Ερντογάν έχει μια ευκαιρία να τερματίσει την αυτονομιστική τάση των Κούρδων. Οι Κούρδοι, που κατέχουν μια ημιαυτόνομη περιοχή στο Ιράκ, είναι επίσης πιο δραστήριοι στη Συρία μετά την πρώτη του Άσαντ, όπως και στο Ιράν.
Όταν οι συνομιλίες κατέρρευσαν πριν από μια δεκαετία, οι περισσότεροι μαχητές του PKK στην Τουρκία έφυγαν για να ενταχθούν στις τάξεις του YPG, της οργάνωσης που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία των Κούρδων της Συρίας. Το YPG εντάχθηκε στην υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ομάδα δυνάμεων που πολέμησε το Ισλαμικό Κράτος και κατέληξε να ελέγχει τελικά περίπου το 1/3 της χώρας. Η Τουρκία θέλει τώρα να διαλυθεί το YPG και οι μαχητές του PKK που έχουν ενταχθεί στις τάξεις του να εγκαταλείψουν τη Συρία.
Εάν τελικά επιτευχθεί ειρήνη, θα είναι μια ιστορική στιγμή για την Τουρκία. Ο Οτσαλάν ίδρυσε το PKK το 1978 και μέχρι τη δεκαετία του 1990 το είχε μετατρέψει σε μια αντάρτικη οργάνωση που αριθμούσε περισσότερους από 10.000 μαχητές, ενώ διατήρησε τα ηνία της μέχρι τη σύλληψή του.
Ο κουρδικός λαός είναι «ενθουσιασμένος» με την επιχειρούμενη προσπάθεια, ωστόσο παραμένει επιφυλακτικός όσον αφορά την πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης να λάβει πραγματικά μέτρα για μια πραγματική συμφιλίωση, δήλωσε ο Ομέρ Οτσαλάν, Κούρδος βουλευτής και ανιψιός του ιδρυτή του PKK.
«Υπάρχει από καιρό ο φόβος ότι η διδασκαλία της κουρδικής γλώσσας και η αναγνώριση των διαφορών θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ενότητα του κράτους», ανέφερε σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με το Bloomberg την προηγούμενη εβδομάδα. «Εάν υπάρξει μια ιστορική συμμαχία, μια πραγματική λύση, τότε η χώρα μας θα γίνει πρότυπο για την περιοχή», πρόσθεσε.
Πηγή: skai.gr