Ο πρώην πρωθυπουργός ισχυρίζεται στο βιβλίο του ότι το «βαθύ σύστημα εξουσίας» κατάφερε να μετατρέψει τους κατηγόρους σε κατηγορουμένους - Παραβλέπει ότι οι κατηγορίες για τους περισσότερους από 11 πολιτικούς μπήκαν στο αρχείο από την ίδια την εισαγγελέα Τουλουπάκη
Την κρίση ότι στην υπόθεση της Novartis δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη διατυπώνει στην «Ιθάκη» του, ο Αλέξης Τσίπρας., προσθέτοντας μάλιστα, ότι επιπλέον οι κατήγοροι μετατράπηκαν σε κατηγορουμένους. Ο πρώην πρωθυπουργός παραβλέπει ότι για τους περισσότερους από τους 11 πολιτικούς που είχαν μπει στο στόχαστρο, οι κατηγορίες μπήκαν στο αρχείο με πράξεις της τότε Εισαγγελέως Διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη, για την οποία γράφει ότι κυνηγήθηκε εκδικητικά.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Αλέξη Τσίπρα, η Δικαιοσύνη χειραγωγήθηκε, καθώς, όπως λέει, στην υπόθεση έγινε επίδειξη δύναμης και επιρροής σε θεσμούς θεωρητικά ανεξάρτητους από το «βαθύ σύστημα εξουσίας». « Κυνηγήθηκε εκδικητικά η Εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη, που τόλμησε να ερευνήσει τις ποινικές ευθύνες των πρώην Υπουργών. Μπορεί, τελικά, η ετυμηγορία της Δικαιοσύνης να ήταν η απαλλαγή της, αλλά συκοφαντήθηκε και ταλαιπωρήθηκε αδίκως για χρόνια», λέει χαρακτηριστικά, ενώ αναγνωρίζει λανθασμένους χειρισμούς από την κυβέρνησή του.
«Αντί να αποφασιστεί η σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, η οποία θα εξέταζε εξονυχιστικά τα στοιχεία και θα παρέπεμπε με βάση αυτά στον Άρειο Πάγο τα πολιτικά πρόσωπα για τα οποία έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, προτιμήσαμε να συγκροτηθεί μεν Προανακριτική, αλλά αυτή, με μια φαστ-τρακ διαδικασία, να γυρίσει χωρίς καμιά διερεύνηση στον φυσικό δικαστή τη δικογραφία και για τους έντεκα», λέει σε ένα σημείο του κεφαλαίου υπό τον τίτλο «Από κατήγοροι, κατηγορούμενοι» και εξηγεί σε άλλο σημείο ότι «Δεν κάναμε την κρίσιμη διάκριση, που έπρεπε να κάνουμε, και που απαιτούσε πολιτικό θάρρος και καθαρή ματιά: Να οργανώσουμε, μέσω της Προανακριτικής Επιτροπής, μια ουσιαστική κοινοβουλευτική έρευνα, να εξετάσουμε τα δεδομένα σε βάθος και να καταλήξουμε σε τεκμηριωμένα πορίσματα. Αντί για στοχευμένη και προσεκτική απόδοση ευθυνών, δώσαμε την εντύπωση πως επιλέγουμε μια μαζική παραπομπή. Και αυτό, δυστυχώς, είχε κόστος. Θεσμικό, πολιτικό και ηθικό».
Ο Αλέξης Τσίπρας γράφει για την υπόθεση Novartis και τον τρόπο που τη χειρίστηκε η κυβέρνησή του:
Στις αρχές Φεβρουάριου του 2018, η Εισαγγελέας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη διαβίβασε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου ογκώδη φάκελο που αφορούσε το πρώτο μέρος της δικογραφίας για τις μεθόδους μέσω των οποίων η πολυεθνική φαρμακοβιομηχανία Novartis εξασφάλιζε τη διαμόρφωση ευνοϊκών τιμών για τα φάρμακά της στην ελληνική αγορά.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τις τότε δημοσιογραφικές πληροφορίες, στην ογκώδη δικογραφία συμπεριλαμβάνονταν πολιτικά πρόσωπα των προηγούμενων κυβερνήσεων, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Οπότε, με βάση τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών, η δικογραφία επρόκειτο να διαβιβαστεί άμεσα στη Βουλή.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για το «σκάνδαλο Novartis». Γνωρίζαμε όλοι, από μια σειρά δημοσιεύματα στον ελληνικό και τον διεθνή Τύπο, ότι αποτελούσε μια από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις διαφθοράς, που απασχόλησαν την παγκόσμια κοινότητα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και επεκτάθηκε και στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας ένα δίκτυο αθέμιτων πρακτικών στον φαρμακευτικό τομέα.
Το 2013, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατέθεσε αγωγές κατά της Novartis, κατηγορώντας την για δωροδοκία γιατρών, ώστε να προωθούν τα φάρμακά της. Οι κατηγορίες περιλάμβαναν παράνομες πληρωμές, μέσω ψευδών επιστημονικών εκδηλώσεων και άλλων μορφών αθέμιτης προώθησης. Η δικαστική διερεύνηση στις ΗΠΑ ήταν σε πλήρη εξέλιξη σε ό,τι αφορούσε τις αθέμιτες πρακτικές της εταιρείας στην Ελλάδα. Και είχε ήδη δημοσιευτεί πως οι Αρχές ερευνούσαν με βάση τις μαρτυρίες Ελλήνων υπαλλήλων της εταιρείας, που είχαν συμφωνήσει με τις αμερικανικές Αρχές να μπουν σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων. Ήταν, μάλιστα, γνωστό πως η εν λόγω εταιρεία είχε καταδικαστεί, ήδη από το 2003, για αθέμιτες πρακτικές στον χώρο του φαρμάκου, δωροδοκίες γιατρών και κρατικών λειτουργών, και είχε πληρώσει πολύ υψηλά πρόστιμα.
Στην Ελλάδα, εκείνη την περίοδο, είχαν δει το φως της δημοσιότητας μια σειρά από ρεπορτάζ, που αναδείκνυαν την υπόθεση αυτή ως ένα μεγάλο σκάνδαλο υπερτιμολόγησης φαρμάκων, που είχε ζημιώσει σοβαρά το Ελληνικό Δημόσιο. Σκάνδαλο δωροδοκίας γιατρών, αλλά ενδεχομένως και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων. Με διεθνή, μάλιστα, διάσταση, γιατί οι τιμές των φαρμάκων στην Ελλάδα ήταν τιμές αναφοράς για τη διαμόρφωση των τιμών διεθνώς. Και αυτό εξηγεί γιατί η Novartis έδειχνε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για μια μικρή σχετικά αγορά, όπως η ελληνική.
Η έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς στην Ελλάδα ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2016, έπειτα από διαταγή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με αρχικό υλικό τα στοιχεία για δωροδοκίες κρατικών λειτουργών και γιατρών. Λίγο αργότερα, στις 12 Απριλίου 2017, συστάθηκε, με εισήγηση της πλειοψηφίας και ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, Εξεταστική Επιτροπή για τη διερεύνηση σκανδάλων στον χώρο της Υγείας, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων που αφορούσαν το ΚΕΕΛΠΝΟ. Η Επιτροπή είχε εντολή να διερευνήσει υποθέσεις διαφθοράς και κακοδιαχείρισης στον τομέα της Υγείας κατά την περίοδο 1997-2014. Στο πλαίσιο αυτό, εξέτασε μεταξύ άλλων τις διαδικασίες προσλήψεων στο ΚΕΕΛΠΝΟ, τις επικοινωνιακές εκστρατείες και τις σχετικές δαπάνες. Οι εργασίες της Επιτροπής κράτησαν αρκετούς μήνες, με καταθέσεις μαρτύρων και συλλογή στοιχείων και κατέληξαν σε πόρισμα που κατατέθηκε στη Βουλή.
Γνωρίζαμε πολύ καλά ότι το μεγάλο πάρτι στον χώρο της Υγείας και ειδικότερα στον χώρο του φαρμάκου αποτέλεσε μια από τις βασικές αιτίες της χρεοκοπίας της χώρας. Αρκεί να δει κανείς ότι, ακόμα και σήμερα, η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τις μεγαλύτερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προχωρήσαμε, λοιπόν, στην Εξεταστική, γιατί είχαμε δεσμευτεί να συγκρουστούμε με τη διαπλοκή και τη διαφθορά, με τις παθογένειες και τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση.
Αντιλήφθηκα από την πρώτη στιγμή ότι η υπόθεση θα κυριαρχήσει στη δημόσια συζήτηση. Ότι θα πέσουν λυτοί και δεμένοι πάνω στη Δικαιοσύνη και την Κυβέρνησή μου, για να μη φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο. Είχαμε όμως υποχρέωση να εξετάσουμε εξονυχιστικά τα στοιχεία. Να δούμε αν ευσταθούν οι κατηγορίες, αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις.
Το κρίσιμο ερώτημα που με βασάνιζε αφορούσε την ουσία και όχι την επικοινωνία. Και ήταν πώς θα χειριστώ πολιτικά αυτή την καυτή πατάτα. Η εμπειρία άλλωστε της Αριστεράς στη διαχείριση και διαλεύκανση σκανδάλων δεν ήταν η καλύτερη. Βάραινε ακόμη το τραύμα του ’89, όταν, σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, παραπέμφθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου σε Ειδικό Δικαστήριο.
Το βάρος της απόφασης έπεφτε εκ των πραγμάτων σε μένα: Αν και πώς θα προχωρούσαμε στη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής, ποιους θα ερευνούσε, με ποιο σκεπτικό και σε ποιο χρονικό ορίζοντα. Ήταν μια στιγμή που απαιτούσε καθαρό μυαλό, θεσμική εγρήγορση και πολιτική ψυχραιμία. Η διαχείριση της Δικαιοσύνης, ιδίως όταν αφορά πολιτικά πρόσωπα, δεν είναι ποτέ υπόθεση εντυπώσεων. Είναι υπόθεση Δημοκρατίας.
Είχα πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας του θέματος. Ήμουν προβληματισμένος, αλλά ένιωθα παράλληλα ότι, εάν πράγματι υπήρχαν παράνομες συναλλαγές, τότε είχε έρθει η ώρα η αλήθεια να αποκαλυφθεί και οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν. Η Κυβέρνησή μας είχε εκλεγεί, μεταξύ άλλων, με τη δέσμευση ότι δεν θα κρύψει τίποτα κάτω από το χαλί. Ο δικός μας ρόλος δεν ήταν να προ- καταλάβουμε ή να επηρεάσουμε τη Δικαιοσύνη, όπως συνηθιζόταν και συνηθίζεται ως τώρα, αλλά να διαμορφώσουμε ένα θεσμικό κλίμα που θα της επέτρεπε να κάνει απερίσπαστα τη δουλειά της. Μια λέξη ήθελα να διαγράψω από το πολιτικό λεξιλόγιο: συγκάλυψη!
Η αρχική μου πρόθεση ήταν να αξιολογήσουμε για ποια πολιτικά πρόσωπα, από τα έντεκα που αναφέρονταν στη δικογραφία, υπήρχαν όντως σοβαρές ενδείξεις για πιθανή τέλεση κακουργηματικών πράξεων και για αυτά τα πρόσωπα να προτείνουμε τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής. Ζήτησα λοιπόν από τους συνεργάτες μου, Υπουργούς και Νομικούς Συμβούλους, να μελετήσουν τη δικογραφία και να μου πουν την άποψή τους. Προφανώς υπήρξαν διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά το σίγουρο ήταν πως η κοινή συνισταμένη, που προέκυψε, δεν συμπεριελάμβανε το σύνολο των πολιτικών προσώπων, που αναφέρονταν στη δικογραφία.
Επίσης, οι περισσότεροι νομικοί υποστήριζαν στις συσκέψεις μας πως αν υπάρξει παραπομπή στο Δικαστικό Συμβούλιο κάποιων από τους έντεκα, το τελευταίο πιθανότατα θα αποφανθεί πως τα αδικήματα έχουν παραγραφεί. Και εκεί ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση, για το αν με βάση το Σύνταγμα, τον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών και την αποσβεστική προθεσμία που αυτός προβλέπει, τα αδικήματα που αναφέρονταν στη δικογραφία, δηλαδή η δωροληψία, η παθητική δωροδοκία και η απιστία σχετικά με την υπηρεσία, είναι αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση, ή επ’ ευκαιρία, των καθηκόντων.
Εντέλει, αυτό μας αποπροσανατόλισε και οδηγηθήκαμε σε μια πολιτικά προβληματική απόφαση, που τότε δεν μπόρεσα να εκτιμήσω ότι αποτελούσε μεγάλη πολιτική παγίδα. Κυριάρχησε η άποψη ότι η καλύτερη επιλογή ήταν να στείλει αμέσως η κοινοβουλευτική πλειοψηφία τη δικογραφία πίσω στη Δικαιοσύνη, ώστε να κρίνουν και να αποφανθούν οι φυσικοί δικαστές.
Με δυο λόγια, αντί να αποφασιστεί η σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής, η οποία θα εξέταζε εξονυχιστικά τα στοιχεία και θα παρέπεμπε με βάση αυτά στον Άρειο Πάγο τα πολιτικά πρόσωπα για τα οποία έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, προτιμήσαμε να συγκροτηθεί μεν Προανακριτική, αλλά αυτή, με μια φαστ-τρακ διαδικασία, να γυρίσει χωρίς καμιά διερεύνηση στον φυσικό δικαστή τη δικογραφία και για τους έντεκα.
Μας προβλημάτιζε, βέβαια, η πιθανότητα παραγραφής από το Δικαστικό Συμβούλιο, που θα ερμηνευόταν από την απογοητευμένη κοινή γνώμη ως «κουκούλωμα». Αλλά η βασική αιτία αυτής της απόφασης, ας μη γελιόμαστε, ήταν άλλη: Ο φόβος να αναλάβουμε την ευθύνη, με βάση το Σύνταγμα, και να συγκροτήσουμε Επιτροπή με εισαγγελικές αρμοδιότητες, που θα έβαζε στο κάδρο της έρευνας πολιτικούς μας αντιπάλους. Ο δισταγμός, να μη θεωρηθεί μια τέτοια εξέλιξη απόπειρα πολιτικής δίωξης, πράγμα που θα διευκόλυνε όσους προσπαθούσαν να επιβάλουν τότε ένα κλίμα διχασμού, σε μια στιγμή που η χώρα είχε ανάγκη από ψυχραιμία και ενότητα. Με ανοιχτό το μέτωπο με τους δανειστές, σκάφτηκα ότι δεν έπρεπε να ρίξω λάδι στη φωτιά που το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο άναβε.
Έτσι, πείστηκα, παρά τις αρχικές μου αντιρρήσεις, από την άποψη της πλειοψηφίας των συνεργατών μου. Και, εκ των υστέρων, δεν έχω κανένα πρόβλημα να αναγνωρίσω ότι έκανα λάθος. Δεν εκτίμησα όλες τις παραμέτρους της απόφασης αυτής. Μπορεί στον πυρήνα της, που ήταν να αποφασίσει ο φυσικός δικαστής, να είχε τις καλύτερες θεσμικές και πολιτικές προθέσεις, στην πράξη όμως έδωσε την εντύπωση πως στιγματίσαμε και τους έντεκα πολιτικούς. Πολύ περισσότερο που, πρακτικά, για να εφαρμοστεί, έπρεπε να αποφασίσουμε την παραπομπή, έστω και για μία ημέρα, και των έντεκα στην Προανακριτική Επιτροπή.
Έτσι στήθηκαν έντεκα κάλπες. Μια δυσάρεστη εικόνα, που έδωσε στους πολιτικούς μας αντιπάλους την ευκαιρία να κηρύξουν αντεπίθεση, παριστάνοντας τους υπερασπιστές της δικαιοσύνης. Να εμπεδώσουν, εν ονόματι των «διώξεων», τη συσπείρωσή τους, που βασιζόταν στον ολοκληρωτικό πόλεμο με την Κυβέρνησή μας και να μας εμφανίσουν, με τη συνδρομή μεγάλων ΜΜΕ που τους υποστήριζαν, ως διώκτες πολιτικών που μόνο τους αδίκημα ήταν ότι βρίσκονταν στο απέναντι στρατόπεδο.
Η δική τους στάση δεν αναιρεί εντούτοις τη δική μας ευθύνη. Δεν κάναμε την κρίσιμη διάκριση, που έπρεπε να κάνουμε, και που απαιτούσε πολιτικό θάρρος και καθαρή ματιά: Να οργανώσουμε, μέσω της Προανακριτικής Επιτροπής, μια ουσιαστική κοινοβουλευτική έρευνα, να εξετάσουμε τα δεδομένα σε βάθος και να καταλήξουμε σε τεκμηριωμένα πορίσματα. Αντί για στοχευμένη και προσεκτική απόδοση ευθυνών, δώσαμε την εντύπωση πως επιλέγουμε μια μαζική παραπομπή. Και αυτό, δυστυχώς, είχε κόστος. Θεσμικό, πολιτικό και ηθικό.
Όσο για την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, που επιδείξαμε, μπορεί να φαινόταν θεωρητικά, ή θεσμικά, ορθή και επιβεβλημένη, αλλά στην πράξη είδαμε πού οδήγησε. Θα μπορούσε η επιλογή μας να είναι αποτελεσματική σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, με άλλους πολιτικούς συσχετισμούς και άλλη παράδοση ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Δυστυχώς, όμως, όχι στην Ελλάδα, Εδώ, όπως αποδείχτηκε, το βαθύ σύστημα εξουσίας ποτέ δεν έχασε την ισχύ, την αλαζονεία, αλλά και τη βεβαιότητα ότι η πολιτική αλλαγή του 2015 θα ήταν προσωρινή. Έτσι, μοιραία, η εξέλιξη της υπόθεσης και η διαλεύκανσή της έγινε συνάρτηση της προπαγάνδας στο προσκήνιο, των πιέσεων στο παρασκήνιο, των δημοσκοπήσεων και των πολιτικών εξελίξεων.
Σκέφτομαι τώρα κάποια «αν», ξέροντας βέβαια ότι τα «αν» ποτέ δεν γράφουν Ιστορία, αλλά υπογραμμίζουν τουλάχιστον τα λάθη μας. Αν παραπέμπονταν, τελικά, μέσω Προανακριτικής, πολιτικά πρόσωπα για τα οποία προέκυψαν ενδείξεις, η κοινωνία θα είχε δει καθαρά ότι προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε σε κάθαρση, αναζητήσαμε τη δικαιοσύνη και δεν κάναμε πίσω μπροστά στις δυσκολίες. Και αν το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι τα αδικήματα είχαν ήδη παραγραφεί, αυτό θα έδειχνε σε όλους πόσο στρεβλός ήταν ο Νόμος περί Ευθύνης Υπουργών, προϊόν του συνταγματικού πλαισίου που είχαν διαμορφώσει διαχρονικά το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ.
Αντί, όμως, να αναλάβουμε την πολιτική πρωτοβουλία και να δείξουμε ξεκάθαρα ποιοι είμαστε και τι επιδιώκουμε, χαθήκαμε μέσα στη λογική του φυσικού δικαστή, που στο τέλος λειτούργησε σε βάρος μας και προς όφελος όσων ήθελαν να παρουσιάσουν την υπόθεση ως πολιτική σκευωρία.
Και δεν είχαν τελικά κανέναν ενδοιασμό να κάνουν επίδειξη δύναμης και επιρροής, σε θεσμούς υποτίθεται ανεξάρτητους. Στο τέλος, όχι μόνο δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη για το μεγάλο αυτό σκάνδαλο, που ταλαιπώρησε την πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου, αλλά μετέτρεψαν τους κατήγορους σε κατηγορούμενους. Κυνηγήθηκε εκδικητικά η Εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη, που τόλμησε να ερευνήσει τις ποινικές ευθύνες των πρώην Υπουργών. Μπορεί, τελικά, η ετυμηγορία της Δικαιοσύνης να ήταν η απαλλαγή της, αλλά συκοφαντήθηκε και ταλαιπωρήθηκε αδίκως για χρόνια. Όπως συκοφαντήθηκαν και ταλαιπωρήθηκαν -αν και στο τέλος η Δικαιοσύνη τούς απάλλαξε— οι δημοσιογράφοι έκαναν το καθήκον τους.
Από την εκδικητική τους μανία δεν γλίτωσαν, όμως, ούτε οι προστατευόμενοι μάρτυρες. Συκοφαντήθηκαν ως «κουκουλοφόροι», καταργήθηκε η προστασία τους και διώχτηκαν δικαστικά. Αλλά τον ίδιο θεσμό, των προστατευόμενων μαρτύρων, αξιοποίησαν οι Αρχές των ΗΠΑ και υποχρέωσαν τη Novartis, για τις παράνομες δραστηριότητές της στην Ελλάδα, να προχωρήσει σε εξωδικαστικό συμβιβασμό και να καταβάλει 300 εκατομμύρια δολάρια στο Αμερικανικό Δημόσιο. Δηλαδή τις παράνομες δραστηριότητες, τις αθέμιτες πρακτικές και τις δωροδοκίες γιατρών και κυβερνητικών αξιωματούχων στην Ελλάδα, η Novartis όχι μόνο τις αναγνώρισε, αλλά το ύψος του ποσού που δέχτηκε να καταβάλει στο Αμερικανικό Δημόσιο δείχνει ότι αναγνώρισε και τις τεράστιες διαστάσεις τους. Για την Ελλάδα, όμως, αυτό το συγκλονιστικό σκάνδαλο είναι σκευωρία. Ούτε ευρώ δεν έλαβε το ελληνικό κράτος, ενώ ουδείς τιμωρήθηκε γι’ αυτό, εκτός βέβαια από όσους προσπάθησαν να το αποκαλύψουν. Γιατί αυτοί που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, το 2019 κέρδισαν τις εκλογές και βρέθηκαν ξανά στην εξουσία. Και οι νικητές γράφουν, ως γνωστόν, τις σελίδες της Ιστορίας. Στην Ελλάδα, γράφουν ενίοτε και τις σελίδες της Δικαιοσύνης.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια της διακυβέρνησης της Ν.Δ., η υπόθεση των υποκλοπών και το έγκλημα των Τεμπών επιβεβαίωσαν, δυστυχώς, ότι η αντιμετώπιση των θεσμών, της Δικαιοσύνης συμπεριλαμβανομένης, από τους «ιδιοκτήτες» της χώρας παραμένει βαθιά πληγή στο σώμα της κοινωνίας. Ένα χάσμα εμπιστοσύνης, μια αποδοχή της διαφθοράς και της συγκάλυψης ως σύμφυτης με όλες τις εκφράσεις της δημοκρατικής εξουσίας, και με το πολιτικό σύστημα, που απειλεί τα ίδια τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας.