Αφορμή για να γράψω τις παρακάτω σκέψεις μου έδωσαν διάφορα, φαινομενικά ασύνδετα ερεθίσματα των τελευταίων εβδομάδων. Αρχικά, η άνανδρη και προβοκατόρικη επίθεση κατά του βουλευτή Κωστή Χατζηδάκη. Έπειτα, η αποκάλυψη απο διάφορα ιστολόγια του γκαιμπελικής έμπνευσης και εκτέλεσης μοντάζ δηλώσεων του Αντώνη Σαμαρά που τον παρουσίαζαν να λέει τις ίδιες ακριβώς φράσεις με τον πρωθυπουργό, ενώ στην πραγματικότητα μας υπενθύμιζε τι είχε πει παλιότερα ο κ. Παπανδρέου, προκειμένου να δείξει την ασυνέπεια των λόγων και των έργων του πρωθυπουργού.
Το μοντάζ αυτό προβλήθηκε απο το Αλ Τσαντίρι Νιουζ (Λ. Λαζόπουλος), Ράδιο Αρβύλα (Κανάκης και λοιποί χάχες), και τέλος απο την Ελληνοφρένεια του Σκάι. Το μοντάζ αποκαλύφθηκε εδώ και βδομάδες απο μπλόγκς που αποκατέστησαν την αλήθεια, αλλά μόλις χτες (20-12-2010) οι πλήρεις δηλώσεις του Σαμαρά προβλήθηκαν πανελλαδικώς και απο τηλεοράσης, απο το «Ολα». Ωστόσο ο κομιστής όχι μόνο δεν σχολίασε το γεγονός αλλά ούτε καν αναφέρθηκε στις εκπομπές που υπέπεσαν στην «τηλεοπτική γκάφα» (ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν φείδεται φαρμακερών σχολίων), προστατεύοντας προφανώς τους «ομοτέχνους» του που πρόβαλαν το παραποιημένο βίντεο.
Η εντυπωσιακή αυτή σύμπνοια των τριών παραπάνω εκπομπών μου έφεραν στο νου το διαφημιστικό «μότο» της εκπομπής Ράδιο Αρβύλα: «Υπάρχει και αυτή η τηλεόραση». Τι σου κάνει λοιπόν η ελληνική γλώσσα! Με μια μικρή λεξούλα, αυτό το «και», υπονοείται ότι η εκπομπή αυτή είναι διαφορετική απο τις άλλες: Η διαφορά μπορεί να συνίσταται στο είδος, το ύφος, το ήθος, τη θεματολογία, ή και την ποιότητα. Το «και» αυτό, λοιπόν, επιχειρεί να πείσει τον θεατή οτι θα δει κάτι διαφορετικό, ιδιαίτερα αν έχει μπουχτίσει με το υπόλοιπο πρόγραμμα που του σερβίρει το ίδιο κανάλι. Αλήθεια, πάντως, τι τραγική ειρωνία ένα κανάλι να διαφημίζει μιαν εκπομπή του με τρόπο ώστε να την αντιπαραβάλλει με όλο το υπόλοιπο πρόγραμμά του, ρίχνωντάς το σε ένα τσουβάλι και ακυρώνοντάς το! Ομολογία έλλειψης ποιότητας σε μια ανέλπιστη στιγμή αυτογνωσίας; Ασφαλώς όχι! Εναλλακτικό άλλοθι για την υπόλοιπη σαπίλα και υποκουλτούρα (τούρκικα σήριαλ -ας ψοφήσουν οι Ελληνες ηθοποιοί, ο Ονούρ να είναι καλά και να φέρνει νούμερα!-, εκπομπές μαγειρικής -φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο-) που προσφέρει ο σταθμός; Ίσως, αλλά όχι μόνο αυτό! Και αυτό γιατί πιστεύω οτι οι Ράδιο Αρβύλα δεν αποτελούν τίποτα άλλο από μια αναπαραγωγή του κυρίαρχου τηλεοπτικού μοτίβου που έχει βρεί τεράστια επιτυχία στην ελληνική τηλεόραση: Πέρνουμε μερικά αστεία βίντεο απο το Youtube (όσοι ασχολούνται με το διαδίκτυο μάλλον τα έχουν δει εδώ και χρόνια), λέμε μερικά ανέκδοτα (κρύα ή όχι, αυτό έχει να κάνει με την επιλογή της καθε εκπομπής, πχ βλέπε διαφορά ανάμεσα στα ανέκδοτα του Ράδιο Αρβύλα και του Λάκη, ωστόσο η ουσία παραμένει ίδια), σχολιάζουμε αδυσώπητα και ανελέητα τα τόσα φαιδρά της ελληνικής τηλεόρασης, απο δηλώσεις «επωνύμων» μέχρι ευτράπελα εκπομπών, γραφικότητες παρουσιαστών και κοινού. Επίσης, προσφέρουμε και λίγο θέαμα στο κοινό: Είτε άσματα, είτε κουνήματα απο καλλίγραμμα κορμιά. Δεν παραλείπουμε σεξουαλικά υπονοούμενα ή και σαφώς ενοούμενα. Ανάμεσα σε όλα αυτά, διανθίζουμε και με κάποιες δόσεις -υποτίθεται- πολιτικής κριτικής της τρέχουσας πραγματικότητας. Μιας πολιτικής κριτικής που κυρίως είναι αριστερίστικη (σημάδι του καιρού μας, οι δεξιές τσέπες να μας την βγαίνουν απο τα άκρα αριστερά!!! ) όταν δεν είναι απολίτικη, ισοπεδωτική και μηδενιστική.
Έχοντας υπόψη αυτά τα συστατικά, θα καταλάβουμε οτι οι Ράδιο Αρβύλα, συνθέτουν απλώς ένα κρίκο σε ομοειδείς εκπομπές όπως το Ολα (στην νιοστη) του «κομιστή» εκδότη, το Αλ Τζαζίρα Νιουζ του Λάκη και τέλος, την Ελληνοφρένεια κάποιων αποτυχημένων φαρσερ στο Σκαι που νομίζουν οτι μπορούν να προσφέρουν κάτι αντίστοιχο με τους προηγούμενους τους οποίους προσπαθούν αποτυχημένα να μιμηθούν. Α, να μην ξεχάσω και το Δελτίο Ειδήσεων του Στάρ, το κακέκτυπο του «Ολα», το τηλεοπτικό δελτίο το οποίο μετέφερε την λογική του απολιτικ στην ζώνη των 8. Οι ομοιότητες όλων των παραπάνω είναι εντυπωσιακές. Οι διαφορές στις λεπτομέρειες ανάμεσά τους (πχ οι επίδοξες Τζούλιες του λιγούρη κομιστή, οι ποιοτικοί ή εμπορικοί τραγουδιστές του Λάκη, οι εναλλακτικοί που δεν τους έχει ακούσει ούτε η μάνα τους –αν και πιθανον παίζουν στο γκαράζ του σπιτιού τους- των Ράδιο Αρβύλα) απλώς αποτελούν την διαφορετική γαρνιτούρα στο ίδιο –και με τον αυτό τρόπο- μαγειρεμένο φαγητό. Η θρεπτική αξία του παραμένει ίδια στην ουσία της. Και αυτή δεν είναι παρά η προώθηση μιας συγκεκριμένης ισοπεδωτικής πολιτικής λογικής: όλοι ίδιοι είναι, όλοι τα τρώνε, όλοι είναι λαμόγια (εκτός απο εμάς που πληρωνόμαστε βέβαια αδρά απο τους καναλάρχες μας αλλά κάνουμε αντίσταση και κριτική στην εξουσία).
Ένας μηδενισμός, αριστερίστικης έμπνευσης, που έχει ως κυρίαρχο στοιχείο την προβολή ένος κλίματος οργής, γενικής καταδίκης του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, ενοχοποίησης του πολιτικού κόσμου και κυρίως των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων μας, εν τέλει, απόρριψης αυτού του ιδίου του κοινοβολευτικού συστήματος της χώρας. Αυτή η πολιτική αντίληψη (εκφραζόμενη κυρίως απο Ράδιο Αρβύλα και Λαζόπουλο) ενισχύεται από βίντεο λαϊκίστικων εκπομπών κυρίως τύπου Παπαδάκη και Αυτιά που κυνηγούν στις λαϊκές αγορές και στο ΙΚΑ εξαθλιωμένους απόμαχους της ζωής που τσακισμένοι απο την κυβερνητική λαίλαπα και έχοντας απωλέσει κάθε ελπίδα, στρέφονται συλλήβδην εναντίον του πολιτικού συστήματος με ακραίες πολλές φορές εκφράσεις. Εντυπωσιάζει πράγματι η ακρότητα κάποιων δηλώσεών τους, που θα περίμενες να ακούσεις μόνο απο στόματα αναρχικών αντεξουσιαστών καθώς και η απλοϊκή γενίκευση στην απόδοση ευθυνών στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, όπως χαρακτηριστικά προκύπτει απο δηλώσεις του τύπου οτι «φταίνε και οι 300». Γενικεύσεις και ακρότητες, οι οποίες, ωστόσο, θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως ξέσπασμα μπροστά στην κάμερα ανθρώπων που νοιώθουν οτι έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους και οτι οι εκπρόσωποί τους όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται για αυτούς αλλά ούτε κάν τους ακούνε. Και ο μόνος τρόπος να ακουστούν, είναι μέσω της τηλεόρασης. Η οργή τους δεν αποτελεί καταδίκη του κοινοβουλευτισμού αλλά μια απέλπιδα κραυγή και έκκληση να σκύψει το πολιτικό σύστημα πάνω στα προβλήματα του λαού. Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν, άνθρωποι καθημερινοί που μπορεί να είναι οι γονείς μας, οι παππούδες μας, άνθρωποι που αποτελούν την ραχοκοκκαλιά της ελληνικής κοινωνίας, είναι εκείνοι που θα πάνε να ψηφίσουν (συνήθως τους ίδιους με αυτούς που βρίζουν) καθώς παρά τις εκρήξεις οργής τους, η ελληνική κοινωνία δεν έχει απορρίψει ή δεν έχει ξεπεράσει τον κοινοβουλευτισμό ως πολιτικό σύστημα. Και αυτό γιατι η οργή τους δεν σχετίζεται τόσο με το πολιτικό σύστημα στο οποίο ζούμε (κοινοβουλευτική δημοκρατία) αλλά με την οικονομική κατάσταση την οποία βιώνουμε.
Παρόλα αυτά, η προβολή της οργής του κόσμου και η διαστρέβλωση του απο τους αριστεριστές τηλεοπτικούς αστέρες (που έχουν λυμένα τα ζητήματα επιβίωσης τους και μάλιστα όχι μόνο με τον επιούσιον άρτον τους, αλλά και με το παντεσπάνι τους) υπηρετεί την λογική της επίθεσης κατά των πολιτικών κοινοβουλευτικών θεσμών και την συμψηφιστική απόδοση ευθυνών στα κοινοβουλευτικά κόμματα, με τελικό στόχο την αποδυνάμωσή του ιδίου του πολιτικού μας συστήματος. Είναι αστείο για να μην πω αφελές, να πιστεύουμε οτι οι «οικοδεσπότες» καναλάρχες τέτοιων εκπομπών, τις διατηρούν μόνο και μόνο γιατι φέρνουν έσοδα. Οι εκπομπές αυτές δίνουν ένα πολιτικό (και ασφαλώς όχι ποιοτικο) άλλοθι στα διαπλεκόμενα κανάλια, πατρωνάρουν και βάζουν σε πλαίσια την λαική αγανάκτηση με σκοπό να την κατευθύνουν σε αδιέξοδα και να μην επιτρέψουν να αναπτυχθούν λογικές έκφασής τους μέσα απο το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Με άλλα λόγια λειτουργούν σαν ανάχωμα της εκάστοτε εξουσίας, κυρίως δε της σημερινής κυβέρνησης. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς τι θα γινόταν αν ο λαός δεν είχε κάποιον να τον βομβαρδίζει ολημερίς και καθημερινά με μηνύματα οτι «όλοι ίδιοι είναι», «και οι 300 φταίνε» κλπ ισοπεδωτικά. Η λαική αγανάκτηση δεν θα έψαχνε να βρει διέξοδο μέσα απο ακρότητες, όπως τον ξυλοδαρμό πολιτικών, πχ του Χατζηδάκη που μπορεί οι αυτουργοί του να ήταν παρακρατικοί προβοκάτορες οι οποίοι ωστόσο έδρασαν μέσα σέ ένα γενικευμένο και επιδέξια καλλιεργημένο κλίμα λιντσαρίσματος των πολιτικών, δικαιών και αδίκων. Αντίθετα, θα έψαχνε διέξοδο μέσα απο την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού στηριζόμενη σε υγιείς πολιτικές δυνάμεις. Πολιτικές δυνάμεις, είτε υπάρχουσες, είτε υπο εκκόλαψη, αυτό δεν μας απασχολεί στην παρούσα φάση. Ετσι, η τηλεοπτική απαξίωση του πολιτικού συστήματος και η επίπλαστη εικόνα ταύτισης των πολιτικών δυναμεων, δεν οδηγεί σε τίποτα άλλο πέρα απο την εξώθηση κάποιων αφελών σε ακρότητες, κάποιων ρομαντικών σε απογοήτευση και υιοθέτηση μιας απολιτικής στάσης και τέλος στον εγκλωβισμό ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας μας στις πολιτικές δυνάμεις των οποίων υπήρξε ψηφοφόρος. Γιατι δηλ ένας ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ να ψηφίσει Σαμαρά αφού λέει τα ίδια με τον Παπανδρέου, όπως μας παραμύθιασαν οι τηλεαστέρες με το μονταρισμένο βίντεο των παραποιημένων δηλώσεων του Σαμαρά;
Και αν μια τέτοια ερμηνεία («όλοι ίδιοι είναι») αποτελούσε δόγμα και υποστηρίζεται ακόμα και σήμερα απο δυνάμεις του κοινοβουλευτικού συστήματος (ας θυμηθούμε τη λογική του ΚΚΕ: «πέντε κόμματα, δύο πολιτικές»), εντούτοις, ο Περισσός θα διαπιστώσει μάλλον με απογοήτευση οτι οι Λαζόπουλοι και οι Κανάκηδες δεν εξαιρούν ούτε το «κόμμα του λαού» από αυτό το ισοπεδωτικό τσουβάλιασμα του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, καθιστώντας σαφές στον υποψιασμένο τηλεθεατή τους οτι η τηλεοπτική κριτική τους μπατάρει αριστερότερα της αριστεράς, προσομοιάζοντας σε έναν λόγο που ακούγεται μόνο στα Εξάρχεια, στο Indymedia και κάποια πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, με την πληθώρα των ποικιλώνυμων αριστερίστικων φοιτητικών παρατάξεων.
Πριν κλείσω αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να προλάβω τον τετριμμένο αντίλογο κάποιων, όταν πρόκειται για συζήτηση της τηλεοπτικής πραγματικότητας. «Υπάρχει και το τηλεκοντρόλ», «μπορείς να κλείσεις την τηλεόραση», «να διαβάσεις κάνα βιβλίο» (κάτι που τείνει να γίνει πλέον πολυτέλεια στις μέρες μας), «να βγεις έξω», «να βρεις τους φίλους σου», «υπάρχει το διαδίκτυο» κλπ. Γνωστά και θεμιτά όλα τα επιχειρήματα. Όσοι όμως καταφεύγουν σε αυτά παραβλέπουν κάτι. Οτι στις μέρες μας, οταν γυρίσεις απο την δουλειά, ή όταν το βράδυ προσπαθήσεις να χαλαρώσεις απο την ρουτίνα της καθημερινότητας, ενίοτε και της οικογένειας, των παιδιών, της/του συζύγου, η πιο εύκολη, η πιο φτηνή επιλογή είναι η τηλεόραση. Σου ζητά την λιγότερη πνευματική προσπάθεια (απο ότι ένα βιβλίο). Σου προσφέρεται στο σπίτι, δωρεάν. Δεν πρέπει να βγεις (γιατι ωραία θα ηταν να έβγαινες, μπορείς όμως κάθε μέρα; Ναί, αν είσαι φοιτητής, αλλά και κει με μέτρο πλέον –εκτός και αν μαζεύεστε σε σπιτια φιλων/συμφοιτητών και περνάτε παρεϊστικα-, ή αν έχεις μισθό τηλεοπτικού αστέρα για ξόδεμα). Τέλος, ως προς το θέμα της επιλογής, οι εκπομπές αυτές εκτός του οτι ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, έχουν το κακό να αναπαράγονται και καθ’ολην την διάρκεια της ημέρας απο πρωινάδικες, μεσημεριανάδικες, απογευματιατικες κατινίστικες ομφαλοσκοπικές του τηλεοπτικού τοπίου εκπομπές, που το αντικείμενο τους είναι οι celebrities και η τηλεοπτική πραγματικότητα. Εκτενή αποσπάσματα του Λάκη, του κομιστή ή των ΡαδιοΚάφρων θα δεις σε πολλές απο αυτές τις εκπομπές (ανεξαρτήτως καναλιού, κάτι που σε κάνει είτε να πιστεύεις οτι όλη η ελληνική τηλεόραση είναι μονο ένα κανάλι είτε να απορείς για έναν περίεργο νομικό όρο που ακούς για τη μουσική και τα βιβλία και τις ταινίες και πως λέγεται να δεις, α! «πνευματικά δικαιώματα»), οπότε, και να θες, δεν γλυτώνεις «και (απο) αυτήν την τηλεόραση» αλλά διαπιστώνεις οτι «υπάρχει μόνο αυτή η τηλεόραση»...
Υπάρχει άραγε λύση; Μπορεί κανεις να ξεμπροστιάσει αυτό το αληταριό που έχει αναγορευτεί σε τιμητή των πάντων; Δύσκολο. Η δύναμή τους τεράστια. Εισβάλλουν σε κάθε σπίτι, με την δικιά μας ανοχή. Με το χαβαλέ, την αντισυμβατική τους συμπεριφορά, με την διαφορετική τους τηλεοπτική τους εικόνα, πιο χαλαρή και καθημερινή (σε αντίθεση με τους γραβατωμένους «δημοσιογράφους»), ασκούν μιαν γοητεία σε πλατειά στρώματα του λαού, ιδιαίτερα όμως στους νέους οι οποίοι από τη φύση τους στέκονται κριτικά απέναντι στο παλιό, στο καθιερωμένο, στις διάφορες μορφές εξουσίας. Αυτήν την αγνή νεανική στάση αντισυμβατικότητας και ελπίδας, έρχονται να νοθεύσουν και να χειραγωγήσουν οι τηλεαστέρες οι οποίοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι εκπομπές τους μπορούν να μεταφέρουν τη φωνή, τις ανησυχίες και τις ελπίδες της νεολαίας στην εξουσία, όπως ακριβώς οι Παπαδάκηδες και Αυτιάδες έχουν αναγορευτεί σε «συνηγόρους» του συνταξιούχου.
Απέναντι σε αυτήν την γιγάντωση των τηλεαστέρων, το μόνο αντίβαρο μπορεί να είναι το διαδίκτυο. Οπως αυτοί αποκαθηλώνουν δικαίους και αδίκους, αναγορευόμενοι οι ίδιοι σε αυθεντίες, έτσι και μεις, πρέπει να καταρρίψουμε την δογματική προσήλωση στην κάθε αρλούμπα και καφρίλα που ξεστωμίζουν ο Λάκης ή ο Κανάκης ή ο Θέμος. Οι δυνατότητες του διαδικτύου μας επιτρέπουν να το κάνουμε πιο εύκολα και να διαφωτίσουμε τους φίλους μας, τις «επαφές» μας. Αποκαλύψτε οποιαδήποτε λαμογιά στην οποία μπορεί να εμπλέκονται, με λίγα λόγια, αποδείχτε οτι δεν μπορούν να αποτελούν φωνή της λαικής αγανάκτησης ή ελπίδας κάποιοι που καμιά σχέση δεν έχουν με τις αναγκες και τα προβλήματα του λαού. Η αλλιώς, ας τους πληρώσουμε με το ίδιο νόμισμα