του Βασίλη Βιλιάρδου
Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, το οποίο οδήγησε τις Η.Π.Α. σε μία από τις καλύτερες περιόδους της ιστορίας της, έπαψε πια να υπάρχει - πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Στη θέση του εγκαταστάθηκε, με την «αμέριστη» βοήθεια της Πολιτικής, των διατεταγμένων πολιτικών καλύτερα, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός – στηριζόμενος στη «νεοφιλελεύθερη θεωρεία», έτσι όπως αυτή μεταφέρεται στην πράξη από το Καρτέλ (ειδικά από το τραπεζικό).
Το νέο αυτό οικονομικό σύστημα οδήγησε την υπερδύναμη, όπως είναι πλέον εμφανές, στο δίλημμα: «Επέκταση ή Χρεοκοπία;». Η μονοδρομημένη απάντηση δόθηκε σύντομα, ενώ έγινε «αισθητή» στην Ευρώπη μετά την εισβολή του ΔΝΤ στην Ελλάδα – στα πλαίσια της απόβασης του στην Ευρωζώνη. Η χώρα μας, ευρισκόμενη στο μάτι του κυκλώνα, διαδραμάτισε ακόμη μία φορά έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, «εκ διαμέτρου» αντίθετο δυστυχώς με αυτόν στο 2ο Παγκόσμιο πόλεμο – τον οποίο πρόσφατα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα, ακολούθησε ο 1ος Οικονομικός.
Ειδικότερα, η δεκαετία του 1980 ήταν η εποχή που επικρατούσε γενική ευφορία σε όλο το «δυτικό» κόσμο – ο οποίος τότε άρχισε να αυξάνει τα χρέη του. Κάτω από τις «οδηγίες» της νεοφιλελεύθερης σχολής, κυρίως οι Η.Π.Α., θεώρησαν την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, την έντεχνη υπεξαίρεση, την κλοπή της δημόσιας περιουσίας καλύτερα, καθώς επίσης τη δυστυχώς «ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας, ως αναπότρεπτες εξελίξεις.
Στα πλαίσια αυτά οι «αγγλοσάξονες» τραπεζίτες, καθώς επίσης οι συνάδελφοί τους διαχειριστές κερδοσκοπικών κεφαλαίων, κατασκεύασαν ένα απίστευτο «νομικό πλαίσιο κλοπής» - διαλύοντας το υπάρχον μέχρι τότε αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο είχε προστατέψει την χώρα (Η.Π.Α.) από τη λεηλασία της ελίτ (εκείνων των ανθρώπων δηλαδή, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τα προσόντα της διάνοιας και της θέλησης άνω του κανονικού).
Εκατό χρόνια νομικών περιορισμών σε χρηματιστηριακούς Οίκους, ανακηρύχθηκαν αυθαίρετα ως εμπόδια στην ελευθερία των επιχειρήσεων - από τις «δυνάμεις της αγοράς». Εκτός αυτού, τα πολιτικά κόμματα έπαψαν πια να υπηρετούν την Πολιτεία - ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους απλά και μόνο για το ποιο θα εξυπηρετούσε καλύτερα τη Wall Street (γεγονός που συμβαίνει σήμερα, εν μέρει βέβαια, και στην Ελλάδα).
Λίγα χρόνια αργότερα η νέα κυβέρνηση των Η.Π.Α. (B.Clinton), αναζήτησε στην Goldman Sachs «ταλέντα» ικανά για να διαχειριστούν την οικονομία - παράλληλα, για να διδάξουν στους εκλεκτούς της άρχουσας τάξης πώς να δανείζονται, πώς να διαχειρίζονται το «πλαστό» χρήμα, πως να κρύβουν την οικονομική τους αδυναμία, πως να μην «αναλώνονται» στην παραγωγή, καθώς επίσης πώς να μετατρέψουν την μεσαία τάξη σε δουλοπάροικους υψηλής τεχνολογίας και καταναλωτές, βαθειά εθισμένους στην χρήση των πιστωτικών καρτών.
Έτσι, στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, το 2% του Αμερικανικού πληθυσμού έλεγχε άνω του 90% του πλούτου της χώρας (συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό, οι μισθοί της μεσαίας τάξης παρέμεναν στα επίπεδα του 1970). Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια για να συντελεστεί, με την κατάργηση του ρυθμιστικού πλαισίου που αφορούσε στις τράπεζες, η μεγαλύτερη «αρπαγή» της ιστορίας: ένας πλούτος αξίας περίπου 14 τρις $ (συνολικές αμερικανικές αποταμιεύσεις), κατέληξε στα «χρηματοφυλάκια» έξι τραπεζών - με τη βοήθεια της Fed.
Όταν συνήλθαν οι αμερικανοί από το σοκ, διαπίστωσαν έντρομοι ότι οι τράπεζες ελέγχουν το 60% περίπου του ΑΕΠ. Παράλληλα, συνειδητοποίησαν ότι ο τομέας της ανώτατης παιδείας είχε σοβαρά ελαττώματα - αφού ο πνευματικός υποβιβασμός των πολιτών προηγήθηκε της υπεξαίρεσης του δημόσιου πλούτου και της αναβίωσης των επεκτατικών πολέμων.
Η εκπαίδευση (επαγγελματική εξειδίκευση) αντικατέστησε ουσιαστικά την παιδεία (καλλιέργεια, ευρύτερη μόρφωση), όπως ο αμοραλισμός τους ηθικούς κανόνες. Η κλασσική φιλοσοφία εκδιώχθηκε από τις εκπαιδευτικές αίθουσες, ενώ τα διδάγματά της θεωρήθηκαν μη εφαρμόσιμα την εποχή του «ευ ζην» (της χωρίς προσπάθεια καλοπέρασης) και της κουλτούρας των ναρκωτικών.
Από την άλλη πλευρά τώρα το αμερικανικό Καρτέλ, έχοντας λεηλατήσει εντελώς την ίδια του τη χώρα, ήταν υποχρεωμένο πια να επεκταθεί οικονομικά στον υπόλοιπο κόσμο, με τον παράλληλο στόχο να αποφευχθεί η μητέρα των κρίσεων (Η.Π.Α.) - πόσο μάλλον αφού είχε ήδη χρηματοδοτήσει (2008) τις επόμενες «πρωτοβουλίες» του με τη μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών (άρθρο μας), την οποία ανέλαβε να «μεταφέρει ανώδυνα» στους συμμάχους της υπερδύναμης ένας εντελώς διαφορετικός, «νέος» Πρόεδρος (τον οποίο δυστυχώς πίστεψαν, πέφτοντας στην παγίδα).
Τα γεγονότα λοιπόν πήραν το δρόμο τους, όπως έχουμε αναφέρει στα κείμενα μας «Σκάκι με το διάβολο» και «Το χρονικό της αποτυχίας» - αφού ο «κύβος είχε ριφθεί». Τα αδύναμα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία είχαν υιοθετήσει επιπόλαια ένα κοινό νόμισμα, παρά το ότι γνώριζαν ότι δεν αποτελούν έναν «άριστο νομισματικό χώρο», ενώ δεν διέθεταν τα απαραίτητα εφόδια για να ανταγωνιστούν τα ισχυρότερα, δεν είχαν καμία επιλογή – με αποτέλεσμα να οδηγούνται, το ένα μετά το άλλο, στο «ικρίωμα».
Το πρόσφατο, ευρύτατο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, το οποίο ανακοίνωσε η Ελληνική κυβέρνηση, προφανώς κατ’ εντολή της σκιώδους, είναι χαρακτηριστικό, όσον αφορά το συγκεκριμένο γεγονός (υπεξαίρεση της δημόσιας περιουσίας, προς όφελος του Καρτέλ, κατά το «πρότυπο» των νεοφιλελεύθερων Η.Π.Α.) – ειδικά όταν αποφασίζεται μέσα στα πλαίσια ενός απίστευτου αφελληνισμού, ο οποίος «επιδοτείται» από μία άνευ προηγουμένου λαθρομετανάστευση, με την «ύποπτη» ανοχή των κομμάτων εξουσίας.
Δυστυχώς όλοι οι Έλληνες, όπως οι αμερικανοί στο παρελθόν, θα καταλάβουν πολύ αργότερα ότι, τα όποια έσοδα από αυτού του είδους τις «πρωτοβουλίες», όχι μόνο δεν θα καταλήξουν στα δημόσια ταμεία, μειώνοντας τις επιβαρύνσεις τους αλλά, αντίθετα, θα συμβάλουν στην περαιτέρω επιδείνωση των σημερινών τους δυσκολιών – αφού θα πάψουν πια να εισπράττονται μερίσματα, θα περιορισθούν οι θέσεις απασχόλησης (η αύξηση της ανεργίας κατά 1% κοστίζει πάνω από 400 εκ. € ετησίως), θα μειωθούν τα φορολογικά έσοδα (φοροαποφυγή των πολυεθνικών), θα συρρικνωθεί το κοινωνικό κράτος κλπ.
Όπως έχουμε άλλωστε αναφέρει (άρθρο μας), «Εάν δεν ελεγχθούν οι αγορές, θα ιδιωτικοποιηθούν τα κράτη, μετατρέποντας τους Πολίτες είτε σε θλιβερά, εξαθλιωμένα υποζύγια των αυτονομημένων κεφαλαίων τους, είτε σε υπηκόους απολυταρχικών καθεστώτων».
Από την άλλη πλευρά τώρα, παρά το ότι αρκετά από τα ισχυρά κράτη της ζώνης του Ευρώ φαντάζονται ότι θα καταφέρουν να αποφύγουν το μοιραίο, στηριζόμενα στην «πρόσκαιρη» οικονομική υπεροχή τους, η «αλυσιδωτή» διαδικασία των «συγκοινωνούντων δοχείων», η οποία είναι προφανώς σε εξέλιξη, δεν πρόκειται στο τέλος να τους επιτρέψει να «αποδράσουν» - ενδεχομένως με την επί πλέον «συμβολή» του δομικού πληθωρισμού (αύξηση του εργατικού κόστους), ο οποίος σύντομα θα «προσβάλλει» απειλητικά την παραγωγική μηχανή τους.
Έτσι λοιπόν, αν και ο βασικός «πυρήνας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία (εννοούμε πάντοτε τους Πολίτες και όχι τα κράτη, τα οποία διευθύνονται πλέον από τις αγορές), θέλει να πιστεύει ότι τελικά θα μπορέσει να τα καταφέρει, η «πτώση» της, εάν δεν λειτουργήσει συλλογικά, είναι προδιαγεγραμμένη. Άλλωστε εκεί βρίσκονται τα περισσότερα «λάφυρα» (ιδιωτικές καταθέσεις άνω των 4,5 τρις € κλπ), τα οποία είναι αδύνατον να μην στοχοποιήσουν οι «αγορές» – πόσο μάλλον όταν ο πραγματικός εχθρός του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο «απολυταρχικός» με έδρα την Κίνα, είναι αρκετά ισχυρός για να μπορεί να προστατεύει το «ζωτικό» χώρο του.
ΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ (CDS) ΚΑΙ ΤΑ SPREADS
Πριν ακόμη αναλύσουμε τον τρόπο, με τον οποίο επιχειρείται η «άλωση της Ευρωζώνης», θεωρούμε σκόπιμη την περιληπτική, μικρή αναφορά μας στα ασφαλιστήρια πιστωτικών κινδύνων (CDS – Credit Default Swaps).
Ειδικότερα λοιπόν, αυτός που παρέχει σε κάποιον άλλο ένα δάνειο, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τα χρήματα του. Έναντι του ρίσκου που αναλαμβάνει, χρεώνει με τόκους αυτόν, στον οποίο εγκρίνει τη συγκεκριμένη πίστωση (αυτή τουλάχιστον είναι η «επίσημη ερμηνεία», η δικαιολογία καλύτερα των τοκογλύφων). Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να χάσει τα χρήματα του ο δανειστής, τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο που χρεώνει.
Με τη βοήθεια των ασφαλιστηρίων πιστωτικών κινδύνων τώρα οι δανειστές, οι οποίοι αγοράζουν ένα τέτοιο συμβόλαιο, προστατεύονται από την ενδεχόμενη απώλεια των χρημάτων, τα οποία δανείζουν. Έναντι αυτού (προστασία), πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ασφάλιστρο, το οποίο βασίζεται στην ονομαστική αξία των πιστώσεων που παρέχουν (κεφάλαιο).
Όταν τώρα ο δανειστής πληρώνει ασφάλιστρα κινδύνου ίσα με 1.000 μονάδες βάσης (10% του κεφαλαίου), τότε είναι ουσιαστικά υποχρεωμένος να τα χρεώσει στον οφειλέτη – επί πλέον του επιτοκίου, το οποίο θα ήθελε να κερδίσει. Θεωρώντας αυτό το επιτόκιο ίσο με το 3%, όσον αφορά τα ομόλογα της Ευρωζώνης, με αυτό δηλαδή που «χρεώνεται» το γερμανικό ομόλογο, τότε ο δανειστής θα πρέπει να χρεώσει τον οφειλέτη το λιγότερο με 13% (το 10% για τα ασφάλιστρα που πληρώνει και το 3% για το «κέρδος» του – για το «ρίσκο» του, όπως χαρακτηρίζουν έντεχνα το κέρδος τους οι διεθνείς τοκογλύφοι).
Η διαφορά αυτή «εμφανίζεται» στα γνωστά μας (Credit) Spreads («διαφορικά» επιτόκια») – μία ονομασία, η οποία στα ομόλογα δεν αναφέρεται στην απόλυτη κερδοφορία τους, αλλά στον επί πλέον τοκισμό τους, σε σχέση με το επιτόκιο ενός άλλου ομολόγου ιδίας διαρκείας (10ετές κλπ), το οποίο θεωρείται «μηδενικού ρίσκου» (στην περίπτωση της Ευρωζώνης το ομόλογο του γερμανικού δημοσίου, με επιτόκιο περί το 3%). Όταν λοιπόν τα Spreads των δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου καταγράφουν την τιμή των 1.075 μονάδων βάσης, με τα CDS στις 1.000 μονάδες βάσης (για παράδειγμα), τότε το επιτόκιο, με το οποίο θα μπορούσε (θεωρητικά) να δανεισθεί το Ελληνικό δημόσιο, θα ήταν 13,75% και όχι 13%.
Περαιτέρω, εάν ο οφειλέτης (κράτη, επιχειρήσεις κλπ) δεν μπορέσει να επιστρέψει το δάνειο του, εάν χρεοκοπήσει δηλαδή, τότε ο δανειστής πληρώνεται από τον ασφαλιστή. Κατ’ επέκταση, τα εξασφαλισμένα με CDS δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες δεν εγγράφονται σαν τέτοια στα βιβλία τους – οπότε συνήθως δεν απαιτείται η διατήρηση του ελάχιστου αποθεματικού (fractional reserve) στις κεντρικές τράπεζες (αυτός ήταν ο κύριος λόγος της επιτυχίας των CDO’s, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων δηλαδή που είχαν «συσκευάσει» μαζί πολλές δανειακές «συμβάσεις» διαφορετικού ρίσκου και τα οποία οδήγησαν το σύστημα σχεδόν στην κατάρρευση του).
Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ το τεράστιο ρίσκο των ασφαλιστικών εταιρειών, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός κράτους – το οποίο είχαμε τονίσει, όσον αφορά την Ελλάδα, στο άρθρο μας «Ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων» (επίσης σε προηγούμενο, το οποίο αφορούσε την AIG σε σχέση με τη Lehman Brothers).
Για παράδειγμα, εάν μία χώρα ασφαλισμένη με CDS 1.000 μονάδων βάσης (10%) χρεοκοπήσει τον πρώτο χρόνο της ασφάλισης της, τότε η ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να πληρώσει το δεκαπλάσιο των ασφαλίστρων που έχει εισπράξει – ενώ οι διεθνείς κερδοσκόποι, οι οποίοι αγοράζουν τα ασφάλιστρα «μοχλευμένα» (leverage), επενδύοντας ελάχιστα χρήματα (έως και 1%) στην αγορά παραγώγων, θα υποχρεώνονταν σε πολλαπλάσιες ζημίες.
Όμως, η ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας τον Μάιο του 2010, εντός του πρώτου έτους δηλαδή της ασφάλισης της με CDS χαμηλότερα των 200 μονάδων βάσης (2%) κατά μέσον όρο, θα κόστιζε στις ασφαλιστικές εταιρείες το 50πλάσιο – στους δε κερδοσκόπους ασύλληπτα ποσά (σήμερα, στις ασφαλιστικές εταιρείες, «μόλις» τα δεκαπλάσια – αντίστοιχα χαμηλότερα στους κερδοσκόπους). Επομένως, η «διάσωση» της ήταν το λιγότερο υποχρεωτική – γεγονός που δυστυχώς δεν «εκμεταλλεύθηκε» (σκόπιμα ή λόγω ανεπάρκειας) η κυβέρνηση μας, εις βάρος όλων των Ελλήνων Πολιτών.
Κλείνοντας, τα ασφαλιστήρια (CDS) διαπραγματεύονται στις χρηματιστηριακές αγορές ελεύθερα – χωριστά δηλαδή από τα δάνεια (ομόλογα κλπ), τα οποία ασφαλίζουν, ενώ χρησιμοποιούνται τόσο για τον περιορισμό των επενδυτικών ρίσκων, όσο και για τη διασπορά των κινδύνων. Μπορούν όμως επίσης να χρησιμοποιηθούν με στόχο την κερδοσκοπία – για παράδειγμα, ως στοιχήματα σε σχέση με την πτώχευση μίας επιχείρησης ή ενός κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαν να ασφαλίζει κάποιος το σπίτι του γείτονα έναντι πυρκαγιάς – με αποτέλεσμα να έχει σημαντικό κίνητρο, για να το «πυρπολήσει» ο ίδιος.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ
Μεταξύ των ετών 2003 και 2007 οι τρείς μεγάλες επενδυτικές αγορές (ακίνητα, μετοχές και πρώτες ύλες) παρουσίασαν σημαντικές αυξήσεις – ανερχόμενες έτσι σε επίπεδα, τα οποία παρουσίαζαν μεγάλες «πτωτικές» δυνατότητες (οι αγορές κερδίζουν από την κινητικότητα και τις έντονες διακυμάνσεις - ποτέ από τη σταθερότητα). Όταν λοιπόν το 2007 οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να μειώνονται, ακολούθησαν οι τιμές των μετοχών, ενώ ο κύκλος ολοκληρώθηκε, με τη ραγδαία πτώση των τιμών των πρώτων υλών. Έτσι, για πρώτη φορά μετά το 1929, «απαξιώθηκαν» σχεδόν ταυτόχρονα τρία από τα σπουδαιότερα «περιουσιακά» προϊόντα – με αποτέλεσμα η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις Η.Π.Α. (subrimes) να εξελιχθεί σε μία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Οι κυβερνήσεις, διακρίνοντας τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε εκτεταμένη ύφεση η παγκόσμια οικονομία, επένδυσαν τεράστια ποσά στη διάσωση (bailout) των μεγάλων (too big to fail) τραπεζών, καθώς επίσης στην σταθεροποίηση της ανάπτυξης. Κατ’ επακόλουθο, τα δημόσια χρέη αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε εκείνες τις χώρες, όσον αφορά την Ευρωζώνη, στις οποίες «έσπασε» η φούσκα των ακινήτων – στην Ιρλανδία και στην Ισπανία. Αντίστοιχη αύξηση παρουσίασαν και τα χρέη εκείνων των κρατών, τα οποία υπέφεραν πριν από την κρίση, τόσο από τα αρνητικά ισοζύγια των εξωτερικών συναλλαγών τους, όσο και από τα μεγάλα ελλείμματα των ετησίων προϋπολογισμών τους – της Ελλάδας και της Πορτογαλίας.
Οι διεθνείς κερδοσκόποι, με τη συντονισμένη χρήση των «όπλων» τους (εταιρείες αξιολόγησης, ΜΜΕ κλπ), εκμεταλλεύθηκαν αμέσως το γεγονός αυτό, αυξάνοντας τα επιτόκια των ομολόγων του δημοσίου των συγκεκριμένων χωρών, με τη βοήθεια των ασφαλιστηρίων πιστωτικών κινδύνων (CDS) – ξεκινώντας τις επιθέσεις τους από την πιο αδύναμη χώρα (Ελλάδα). Αφού τα επιτόκια λοιπόν στην Ελλάδα αναρριχήθηκαν σε επίπεδα που ξεπέρασαν το 10%, οι επιθέσεις των κερδοσκόπων κλιμακώθηκαν – με αποτέλεσμα να πλησιάσουν τα επιτόκια στην Ιρλανδία το 9% και στην Πορτογαλία το 8%.
Η Ευρωζώνη, στην προσπάθεια της να αντισταθεί στην «επιδημία», υποχρεώθηκε στην δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης – δυστυχώς πολύ συντηρητικά, ενεργώντας πάντοτε εκ των υστέρων (πολύ συχνά, οι εταιρείες αξιολόγησης υποτιμούσαν την πιστοληπτική ικανότητα χωρών και τραπεζών την Παρασκευή το απόγευμα, σχεδόν πάντοτε πριν από την εκάστοτε σύνοδο των Ευρωπαίων το επόμενο Σαββατοκύριακο). Αναλυτικότερα, οι επιθέσεις «ενορχηστρώνονταν» στα εξής τέσσερα στάδια:
(α) Για όσο χρονικό διάστημα δεν είχαν ασκηθεί κερδοσκοπικές πιέσεις στα ομόλογα του δημοσίου κάποιας χώρας, βασιζόμενες στο υψηλό δημόσιο χρέος της, σε συνδυασμό με τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού της, οι διεθνείς «επενδυτές», όπως η Goldman Sachs και η Deutsche Bank, έκλειναν ένα συμβόλαιο (CDS) με κάποιον λιγότερο έξυπνο επενδυτή – συνήθως με κάποιο συνταξιοδοτικό ταμείο ή με μία τοπική τράπεζα. Ο επενδυτής διαβεβαίωνε τον εκδότη ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος χρεοκοπίας μίας χώρας της Ευρωζώνης και αγόραζε το συμβόλαιο, έναντι ενός πολύ μικρού ασφαλιστηρίου (1-2% επί του κεφαλαίου) – ασφαλίζοντας έτσι το σπίτι του γείτονα, έναντι πυρκαγιάς.
(β) Σε δεύτερο στάδιο άρχιζαν οι επιθέσεις στη δύστυχη χώρα (η «πυρπόληση» του σπιτιού του γείτονα), στην οποία είχε στηριχθεί το ασφαλιστικό συμβόλαιο – κατ’ αρχήν με τη βοήθεια των ΜΜΕ και στη συνέχεια με τις «εκτιμήσεις» των αμερικανών οικονομολόγων, των μεγάλων επενδυτικών ονομάτων (G.Soros), των εταιρειών αξιολόγησης κλπ. Ο στόχος αυτών των επιθέσεων ήταν να αυξηθεί κατά το δυνατόν ο φόβος, σε σχέση με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας (στάσης πληρωμών) της συγκεκριμένης χώρας - έτσι ώστε να ακολουθήσει η ανοδική πορεία των τιμών των ασφαλιστηρίων (CDS), καθώς επίσης των επιτοκίων δανεισμού.
Η αξία λοιπόν των αρχικών ασφαλιστηρίων, τα οποία είχε συνάψει ο διεθνής επενδυτής (Goldman Sachs κλπ) με το λιγότερο έξυπνο «συνάδελφο» του αυξανόταν σε σημαντικό βαθμό - με αποτέλεσμα, όταν η άνοδος είχε φτάσει σε κάποιο αξιόλογο επίπεδο, να πουλάει ο διεθνής επενδυτής το συμβόλαιο (CDS), με τεράστιο κέρδος.
(γ) Στη συνέχεια, ο διεθνής επενδυτής αγόραζε μόνος του τα υψηλών αποδόσεων (επιτοκίων) δημόσια ομόλογα, δανειζόμενος με φθηνό χρήμα από την κεντρική τράπεζα. Ταυτόχρονα, έντεινε τις πιέσεις του στην Ευρωζώνη, με στόχο να μην επιτραπεί εκ μέρους της η χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της, έτσι ώστε να εξασφαλίσει ένα ακόμη κέρδος.
Για παράδειγμα, έχοντας αγοράσει τα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου στο 70% της αρχικής τους αξίας, έχει κάθε λόγο να μην επιθυμεί πλέον τη χρεοκοπία της - την πυρκαγιά δηλαδή στο σπίτι του γείτονα, αφού είναι πλέον ο ίδιος ιδιοκτήτης του. Έτσι, θα μπορεί να εισπράξει το 100% της αξίας των ομολόγων του Ελληνικού δημοσίου (συν τους τόκους), τα οποία έχει αγοράσει στο 70% - επιτυγχάνοντας τεράστιο κέρδος.
(δ) Τέλος, οι δυνατότητες εξασφάλισης περαιτέρω κερδών, από τη συγκεκριμένη χώρα, προϋποθέτουν προφανώς την εισβολή του ΔΝΤ. Μέσω του Ταμείου, οι διεθνείς επενδυτικές τράπεζες έχουν την προοπτική να κερδίσουν για μία ακόμη φορά, από την «επιβεβλημένη» αποκρατικοποίηση των εταιρειών που ανήκουν στο δημόσιο της συγκεκριμένης χώρας – αφενός μεν από τις προμήθειες επί των τιμών της πώλησης τους προς τις πολυεθνικές, την οποία οργανώνουν/μεθοδεύουν οι ίδιες, αφετέρου από την υπεραξία των μετοχών που συνήθως αγοράζουν σε χαμηλές τιμές, όταν το χρηματιστήριο καταρρέει λόγω της υπαγωγής της χώρας στο ΔΝΤ.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ
Η μεγάλη δυσκολία τώρα των διεθνών κερδοσκόπων, το πρόβλημα τους καλύτερα, εάν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει έτσι, είναι το γεγονός ότι μπορούν να παίξουν το παραπάνω παιχνίδι μόνο μία φορά, με κάθε χώρα. Επομένως, είναι «υποχρεωμένοι» να αναζητούν συνεχώς νέα «θύματα» – καινούργια κράτη δηλαδή για να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά (business), στηριζόμενοι στο φόβο της χρεοκοπίας, τον οποίο οι ίδιοι καλλιεργούν συστηματικά.
Συμπερασματικά λοιπόν, μετά από ένα απαραίτητο διάλλειμα, κατά τη διάρκεια του οποίου σχεδιάζουν να κερδίζουν από τις αποκρατικοποιήσεις στις χώρες που έχουν υπαχθεί ήδη στο ΔΝΤ (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία κλπ), ή από τις διασώσεις των τραπεζών τους, θα συνεχίσουν την επίθεση τους στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Ιταλία και αλλού. Οι επιθέσεις αυτές θα αποδυναμώνουν συνεχώς τις χώρες που συμμετέχουν στο ταμείο διάσωσης (EFSF), με αποτέλεσμα να είναι η μία μετά την άλλη υποψήφια θύματα – χωρίς να εξαιρείται φυσικά η Γερμανία.
Για την καταπολέμηση της θανατηφόρας αυτής επιδημίας, δεν βοηθάει η θεραπεία των συμπτωμάτων – όπως για παράδειγμα η αύξηση του ποσού που διαχειρίζεται το ταμείο διάσωσης της Ευρωζώνης ή η επί πλέον αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ, όπως συμβαίνει σήμερα. Όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικό, σε μακροπρόθεσμη βάση είναι αδύνατον να σταματήσει τους κερδοσκόπους – πόσο μάλλον όταν πια έχει επιτραπεί στο ΔΝΤ η «απόβαση στις χώρες του Ευρώ», στις οποίες πλέον εγκαθιστά τυπικές κυβερνήσεις (άρθρο μας).
Αυτό που φαίνεται απαραίτητο λοιπόν εκ μέρους της Ευρωζώνης, ειδικά επειδή ο πλανήτης «καίγεται», η μάστιγα των τόκων καταστρέφει τη συνοχή των κοινωνιών και το ΔΝΤ δεν φαίνεται πρόθυμο να επιστρέψει στις ιδρυτικές του αξίες, είναι η «συστημική» θεραπεία του προβλήματος.
Στα πλαίσια αυτής της «θεραπείας», τα οικονομικά κίνητρα οφείλουν να αλλαχθούν σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε να είναι ξανά προτιμότερη η επιχειρηματική δραστηριοποίηση στην πραγματική οικονομία – ενώ ο χρηματοπιστωτικός κλάδος πρέπει να περιορισθεί δραστικά, να «ρυθμισθεί» όπως λέγεται, με στόχο να μην αποδίδουν πλέον τα χρηματοπιστωτικά του τεχνάσματα.
Σε τελική ανάλυση η Πολιτεία, με την ενεργό συμμετοχή των Πολιτών της (άμεση δημοκρατία), πρέπει να επανακτήσει την εξουσία και να «σταθεροποιήσει τις τιμές» μεταξύ της πραγματικής και της χρηματοπιστωτικής Οικονομίας - οι οποίες έχουν διαστρεβλωθεί σε τεράστιο βαθμό.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ
«Η κερδοσκοπία ενδυναμώνει μία ήδη υφιστάμενη τάση – είτε πρόκειται για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, είτε για τις τιμές των πρώτων υλών και εμπορευμάτων, είτε για τα επιτόκια, είτε για τα ομόλογα. Ο στόχος της είναι να εκμεταλλευθεί κερδοφόρα τις διαφορές στις τιμές, οι οποίες είναι το αποτέλεσμα της σκόπιμης ενδυνάμωσης των ήδη υφισταμένων τάσεων. Πρόκειται λοιπόν για μία απλούστατη λογική, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί επίσης απλά».
Σύμφωνα με τον παραπάνω κανόνα, η πραγματική λύση για την κρίση χρέους της Ευρώπης είναι ουσιαστικά πολύ απλή: Το ταμείο στήριξης της Ευρωζώνης (EFSF), το οποίο δημιουργήθηκε με τα χρήματα που διέθεσε αφενός μεν η κεντρική τράπεζα, αφετέρου τα κράτη-μέλη της, οφείλει να «μεταλλαχθεί» σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ) - στα ίχνη του ΔΝΤ, έτσι όπως αυτό λειτούργησε την πρώτη περίοδο της ίδρυσης του (από το 1945 έως το 1971).
Το ταμείο αυτό θα πρέπει να προσφέρει τα απαραίτητα χρηματοπιστωτικά μέσα στις χώρες του Ευρώ, με τη βοήθεια της έκδοσης ευρωομολόγων. Ταυτόχρονα, τόσο το ΕΝΤ, όσο και η ΕΚΤ, οφείλουν να εγγυώνται για τα δημόσια χρέη όλων των χωρών-μελών τους. Κατ’ αυτόν τον απλούστατο τρόπο, δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ύπαρξης υψηλών «προμηθειών ρίσκου» (Spreads, CDS), καθώς επίσης τοκογλυφικών επιτοκίων
Συνεχίζοντας, τόσο η ΕΚΤ, όσο και το ΕΝΤ, θα πρέπει να καθορίζουν από κοινού τα επιτόκια των ευρωομολόγων – ειδικότερα, λόγω του αυξημένου επιπέδου των δημοσίων χρεών, ελαφρά χαμηλότερα από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης (2-3%). Το μακροπρόθεσμο επιτόκιο οφείλει να καθορίζεται από μία διαδικασία, ανάλογη με αυτήν που αποφασίζεται το εκάστοτε βραχυπρόθεσμο βασικό επιτόκιο από την ΕΚΤ (1,25% σήμερα).
Στην περίπτωση τώρα που εκδίδονται νέα ομόλογα δημοσίου από τις χώρες της ζώνης του ευρώ, χωρίς να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι από τις αγορές κεφαλαίου, θα πρέπει να αγοράζονται από το ΕΝΤ (αν και στην περίπτωση αυτή θα ήταν μάλλον απίθανο να μη βρεθούν αγοραστές, αφού υπάρχουν τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων διεθνώς, τα οποία αναζητούν διαρκώς σίγουρες τοποθετήσεις - τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μόνο της Κίνας υπερβαίνουν τα 3 τρις $).
Τα κριτήρια τώρα, με τα οποία θα παρέχονται πιστώσεις στις χώρες-μέλη της ένωσης, θα πρέπει να είναι ανάλογα με αυτά του ΔΝΤ – προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό ο κύκλος του διαβόλου, ο οποίος ξεκινάει με την απαίτηση τοκογλυφικών επιτοκίων εκ μέρους των αγορών και συνεχίζει με τις προσπάθειες υπερβολικών μέτρων άμεσης μείωσης των ελλειμμάτων, τα οποία οδηγούν σε καταστροφικές υφέσεις (στασιμοπληθωρισμός – η απόλυτη συνταγή χρεοκοπίας), σε περαιτέρω αύξηση των δημοσίων χρεών, καθώς επίσης σε ακόμη υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, θα πάψει πια να υφίσταται.
Ο στόχος της Ευρώπης θα έπρεπε λοιπόν να είναι η διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού σε ένα επίπεδο της τάξης του 1,5% - με αποτέλεσμα τη φυσιολογική αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, τον περιορισμό της ανεργίας, καθώς επίσης τη μείωση τόσο των ελλειμμάτων, όσο και των δημοσίων χρεών όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Κατ’ επακόλουθο, όσο υψηλότερο είναι σήμερα το δημόσιο χρέος ή/και τα επιτόκια δανεισμού μίας χώρας, τόσο γρηγορότερα θα μειωνόταν.
Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα δανειζόταν με 1,5%, αντί με περίπου 5,2% που δανείζεται σήμερα, η επιβάρυνση των τόκων του χρέους της στον προϋπολογισμό της, θα μειωνόταν αισθητά - από τα 17 δις € ετησίως (340 δις € δημόσιο χρέος), στα 5,1 δις € ετησίως. Επομένως, κατά περίπου 12 δις € - όσο είναι δηλαδή το μισό του σημερινού μας ελλείμματος, με αποτέλεσμα να διαμορφωνόταν, χωρίς καμία άλλη ενέργεια, στο 5% επί του ΑΕΠ (από 10,4% σήμερα).
Έτσι, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα μείωνε παράλληλα τις υπερβολικές δαπάνες του δημοσίου (προερχόμενες κυρίως από τη διαπλοκή, από τη διαφθορά κλπ), καθώς επίσης το αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (χωρίς τους απίστευτους φόρους της κυβέρνησης μας, οι οποίοι μας οδηγούν, σκόπιμα ή μη, στη υποδούλωση), θα μπορούσε να ισοσκελίσει σχετικά εύκολα τον προϋπολογισμό της - μειώνοντας στη συνέχεια το δημόσιο χρέος της, χωρίς φυσικά να ξεπουλήσει δημόσια περιουσία, υπακούοντας άβουλα στις εντολές των συνδίκων του διαβόλου. Όπως έχουμε άλλωστε επανειλημμένα τονίσει, το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι τόσο το χρέος, όσο οι τόκοι, με τους οποίους επιβαρυνόμαστε.
Περαιτέρω, εκτός από τις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης, οι υπόλοιπες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, θα είχαν επίσης σημαντικά πλεονεκτήματα. Σε αντίθεση με την πολιτική της μείωσης των δαπανών ή της αύξησης των φόρων που ακολουθούν σήμερα, η στρατηγική των χαμηλών επιτοκίων οδηγεί επίσης στη σταθεροποίηση της οικονομίας, όπως πολύ σωστά επιθυμεί η Γερμανία – δια μέσου όμως της ανάπτυξης. Εκτός αυτού, αφενός μεν οι εξαγωγές τους στις ελλειμματικές χώρες θα συνέχιζαν, χωρίς το φόβο της απώλειας χρημάτων, αφετέρου δεν θα διακοπτόταν η εγκατάσταση των εταιρειών τους (Lidl, Carrefour κλπ) σε αυτές.
Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, όπως έχουμε αναφέρει αρκετές φορές (άρθρο μας), μπορεί (και πρέπει) να αποφευχθεί η διαγραφή (haircut) των δημοσίων χρεών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας κλπ - η οποία θα ζημίωνε τους διεθνείς επενδυτές, ενώ θα απειλούσε πολλές μικρές τράπεζες, ιδιώτες επενδυτές και ασφαλιστικά ταμεία.
Συνεχίζοντας, η διαγραφή ύψους 30-40% επί των δημοσίων χρεών της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας, δεν θα είχε ουσιαστικά κανένα αποτέλεσμα – αφού το δημόσιο χρέος τους θα αυξανόταν πολύ γρήγορα, τουλάχιστον για εκείνο το χρονικό διάστημα που το επιτόκιο δανεισμού θα παρέμενε υψηλότερο από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης τους (με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης -4% και επιτόκιο 5% στην Ελλάδα, καθώς επίσης με την ανεργία στο 20%, η διαγραφή χρεών, ακόμη και του 50%, θα καθυστερούσε ελάχιστα το μοιραίο).
Ολοκληρώνοντας, από την θέση των δανειστών, η πολιτική χαμηλών επιτοκίων δεν θα ήταν λιγότερο προτιμητέα. Από τη μία πλευρά βέβαια θα έπρεπε να «διαγράψουν» ένα μέρος των «επιτοκιακών» κερδών τους - την τοκογλυφική τρόπον τινά υπεραξία τους. Από την άλλη πλευρά όμως, θα διευκόλυναν τις υπερχρεωμένες χώρες στην μακροπρόθεσμη αποπληρωμή των χρεών τους, χωρίς να υποχρεωθούν σε απώλεια των κεφαλαίων τους. Επομένως, η συνολική ζημία τους θα ήταν χαμηλότερη, από αυτήν της ενδεχόμενης (και πολύ πιθανής) διαγραφής ενός μεγάλου μέρους (έως και 70%) των απαιτήσεων τους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κατά την άποψη μας, τελικά θα επικρατήσει η κοινή λογική στην Ευρώπη – οπότε θα επιλεχθεί η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, ταυτόχρονα με την εκδίωξη του ΔΝΤ, καθώς επίσης με την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, το οποίο θα «συνεπικουρείται» από την ίδρυση και λειτουργία ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης (με απώτερο στόχο την πολιτική ένωση της Ευρώπης και την απεξάρτηση τις από τις Η.Π.Α.).
Παράλληλα, πιστεύουμε ότι τελικά θα δοθεί στη χώρα μας η δυνατότητα της μακροπρόθεσμης αποπληρωμής των συνολικών δημοσίων χρεών της (340 δις €) - με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το 1,5% ετησίως. Επομένως, τυχόν ενέργειες της όποιας κυβέρνησης μας, οι οποίες ενδεχομένως θα θελήσουν να επιταχύνουν την αποκρατικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων μας, ειδικά σε μία εποχή, κατά την οποία έχουν σκόπιμα εντελώς απαξιωθεί, μόνο σαν άκρως ενδοτικές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν (τονίζουμε ξανά ότι, η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, όπου και αν αυτή δρομολογείται, είναι μια εντελώς απαράδεκτη διαδικασία συλλογικής εξαθλίωσης)
Περαιτέρω, η ανάπτυξη που οφείλουμε να επιδιώξουμε δεν θα μπορέσει ποτέ να επιτευχθεί, εάν δεν διαθέτουμε καμία μεγάλη εταιρεία στη χώρα μας – με τις κοινωφελείς να αποτελούν την «αιχμή του δόρατος». Σε κάθε περίπτωση βέβαια, οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε όλοι παράλληλα, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, να μηδενισθούν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας, να αυξηθούν οι εξαγωγές μας, καθώς επίσης να περιορισθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι εισαγωγές μας.
Είναι επιεικώς απαράδεκτο να εισάγουμε αγροτικά προϊόντα στη χώρα μας, να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε, να ξεπουλάμε τη δημόσια περιουσία μας, να αισχροκερδούμε στην τουριστική βιομηχανία μας, να φοροδιαφεύγουμε, να δωροδοκούμαστε, να απασχολούμε ξένους εργάτες, απλά και μόνο για να μην εργαζόμαστε οι ίδιοι, να μην απαιτούμε την τιμωρία των επίορκων «δημοσίων λειτουργών», να μην αντιδρούμε στην «κατάργηση» της συνταγματικής τάξης από ένα απαράδεκτο «μνημόνιο υποτέλειας», να ανεχόμαστε ανεπαρκείς ή ενδοτικούς πολιτικούς και τόσα πολλά άλλα, τα οποία μας «ανάγκασαν» να επαιτούμε διεθνώς, αντί να απαιτούμε – καθώς επίσης να διακινδυνεύσουμε την εθνική μας κυριαρχία, καταντώντας τα ανόητα θύματα μίας ενορχηστρωμένης επίθεσης των κερδοσκόπων, οι οποίοι δικαίως θεώρησαν ότι είμαστε ανίκανοι να προστατέψουμε σωστά την πάμπλουτη χώρα μας.
Ολοκληρώνοντας, ανεξάρτητα από τις τελικές αποφάσεις της Ευρωζώνης, οι οποίες πιστεύουμε ότι θα «σεβασθούν» τελικά την κοινή λογική και δεν θα υποταχθούν στην τευτονική Γερμανία ή στο μονοπώλιο των κεντρικών τραπεζών υπό την BIS, επιθυμούμε να τονίσουμε ξανά ότι, η πλέον ανώδυνη και έντιμη ταυτόχρονα λύση για τη χώρα μας, είναι ο διακανονισμός της αποπληρωμής του συνολικού δημοσίου χρέους μας μακροπρόθεσμα – ή δυνατόν σε σαράντα ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό της ΕΚΤ.
Για όσους θεωρούν αδιανόητο ένα τόσο χαμηλό επιτόκιο (1,25%), είναι ίσως αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι, η ΕΚΤ δανείζει σήμερα τις εμπορικές τράπεζες με ανάλογα χαμηλό επιτόκιο – επιτρέποντας τους να δανείζουν αυτές το κράτος, με κατά πολύ μεγαλύτερο (άνω του 5%). Με τον τρόπο αυτό συνεχίζουν να ισχυροποιούνται οι τράπεζες, εις βάρος των Ελλήνων Πολιτών - κάτι που μάλλον πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί δίκαιο ή έντιμο, οπότε δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνεχίσουμε να το ανεχόμαστε.
Με το ίδιο τρόπο (άδικη, καταστροφική, εάν όχι «ενδοτική») θα χαρακτηρίζαμε και την περίπτωση της πληρωμής μόνο των τόκων των δανείων μας, με μία περίοδο χάριτος για την εξόφληση των χρεολυσίων, η οποία δυστυχώς φαίνεται, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, να συζητείται από την κυβέρνηση μας - αφού κάτι τέτοιο απλά θα ανέβαλλε τη χρεοκοπία της χώρας μας για κάποια χρόνια, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η υποδούλωση της, καθώς επίσης η λεηλασία της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής περιουσίας μας, από το διεθνές Καρτέλ των τοκογλύφων.
Η καθυστέρηση της πληρωμής ενός δανείου απλά «συσσωρεύει» τόκους, οι οποίοι στη συνέχεια καθιστούν ανέφικτο τον περιορισμό του χρέους – επιβαρύνοντας το με επιτόκια που είναι αδύνατον ποτέ να εξοφλήσει ο οφειλέτης, παραμένοντας αιώνια στον ορό των τοκογλύφων (σε μνημόνια που διαδέχονται τα επόμενα, ακόμη πιο καταστροφικά και εγγυημένα με περιουσιακά στοιχεία, η αξία των οποίων μειώνεται τεχνητά διαρκώς - έτσι ώστε να διευκολύνεται η πώληση τους σε εξευτελιστικές τιμές).
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 17. Απριλίου 2011
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Πηγή: http://www.casss.gr/