Του Αριστείδη Μπιτζένη*
Η Ελλάδα είναι αλήθεια ότι δείχνει να έχει “κατρακυλήσει” αρκετές θέσεις στον δείκτη της ανταγωνιστικότητας, δείχνει να μην ελκύει ξένες άμεσες επενδύσεις, δείχνει να πρωταγωνιστεί στη χώρα η γραφειοκρατία και η διαφθορά και να υστερεί σε όλους τους βασικούς οικονομικούς δείκτες όπως στην ανεργία, στο δημοσιονομικό έλλειμμα, στο δημόσιο χρέος, επομένως να υστερεί το μακροοικονομικό και επιχειρηματικό της περιβάλλον, δείχνει να φαίνεται ότι είναι ο φτωχός συγγενής της ΟΝΕ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) των 15 αλλά ίσως και αυτής της Ε.Ε. των 27. Τα πράγματα είναι όμως έτσι;
Το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε τιμές αγοραστικής δύναμης (PPP) ήταν 32.100 δολάρια Αμερικής το 2008, όταν αυτό της Ε.Ε. των 27 ήταν 33.700 δολάρια, ξεπερνώντας την ίδια στιγμή την Ιταλία, η οποία είχε 31.400 δολάρια, έχοντας πλησιάσει πολύ τη Γερμανία με 35.500 δολάρια, ξεπερνώντας 14 χώρες από την Ε.Ε. (27) όπως η Σλοβενία (29.600), Τσεχία (25.900), Μάλτα (24.600), Πορτογαλία (22.200), Σλοβακία (22.000), Εσθονία (21,400), Κύπρος (21.300), Ουγγαρία (19.800), Λιθουανία (17.800), Πολωνία (17.400), Λετονία (17.300), Βουλγαρία (12.900), Ρουμανία (12.200).
Την ίδια στιγμή, οι μισθοί στην Ελλάδα είναι ονομαστικά πολύ χαμηλοί όταν ο ελάχιστος βασικός μηνιαίος μισθός ήταν 680,59 ευρώ στα μέσα του 2008, λαμβάνοντας υπόψη την αναγωγή (14 μισθοί προς 12). Τα 681 ευρώ είναι πάρα πολύ μακριά από τα 1.387 ευρώ του Βελγίου το 2009, τα 1.462 της Ιρλανδίας, τα 1.321 της Γαλλίας, τα 1.642 του Λουξεμβούργου, τα 1.382 της Ολλανδίας, τα 1.010 του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και πολύ καλύτερα από τα 123 της Βουλγαρίας, τα 153 της Ρουμανίας, και τα 525 της Πορτογαλίας το 2009. Ο ελάχιστος βασικός μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα σε τιμές αγοραστικής δύναμης (PPP) αυξάνεται κατά 7% και αγγίζει τα 723 ευρώ, όταν στις άλλες χώρες η πραγματική αξία των μισθών μειώνεται σημαντικά (10% - 20%) σε σχέση με τους ονομαστικούς (π.χ. 1.254 ευρώ του Βελγίου, 1.152 της Ιρλανδίας, 1.189 της Γαλλίας, 1.413 του Λουξεμβούργου). Επιπρόσθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σε επίπεδα αγοραστικής δύναμης περίπου στο 50% - 63% του επιπέδου των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (Ιρλανδία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, και Λουξεμβούργο). Έτσι δεν είναι αρκετό να γνωρίζουμε μόνο τον ονομαστικό ελάχιστο μηνιαίο μισθό σε κάθε χώρα, τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας σε ώρες, εβδομάδες και μήνες εργασίας, καθώς και της συνολικής καταβολής συγκεκριμένου αριθμού μισθών σε ένα έτος, αλλά είναι σημαντικό επίσης να γνωρίζουμε και την αγοραστική δύναμη των μισθών αυτών στην κάθε χώρα. Για παράδειγμα, η αναλογία των ελάχιστων μισθών τον Ιανουάριο 2009 μεταξύ Βουλγαρίας (123 ευρώ) και Λουξεμβούργου (1.642 ευρώ) είναι περίπου 1 προς 13, την ίδια χρονική στιγμή σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPP, PPS) η αναλογία ελάχιστων μισθών είναι μόλις 240 ευρώ / 1.413 ευρώ, δηλαδή περίπου 1 προς 6 για τις ίδιες πάντοτε χώρες. Εδώ φαίνεται η σημαντικότητα της αγοραστικής δύναμης του χρήματος σε κάθε χώρα.
Υπάρχουν όμως και άλλα δεδομένα που μας βοηθούν στην επιχειρηματολογία ότι δεν είμαστε ακόμα ο πιο φτωχός συγγενής όλης της Ευρώπης στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) αλλά και της Ε.Ε. (27). Ένας παράγοντας που ενισχύει αυτήν την άποψη είναι ο υψηλός βαθμός της ελληνικής παραοικονομίας -περίπου στο 30% επί του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της παραοικονομίας της ΟΝΕ είναι μικρότερος του 15% (με Αυστρία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο κοντά στο 10% - 12%, Γαλλία, Ιρλανδία, Γερμανία κοντά στο 15%, Δανία, Φιλανδία, Σουηδία κοντά στο 18%, Βέλγιο, και Πορτογαλία στο 22%, ενώ η Ιταλία έχει πάνω από 25%).
Η παραοικονομία “προσφέρει” κατά μέσο όσο στον έλληνα πολίτη ένα επιπλέον εισόδημα της τάξης του 30% επί του εισοδήματος που πραγματικά δηλώνει. Επίσης, “ενθαρρυντικό” στοιχείο αποτελεί για τον Έλληνα και το υψηλό ποσοστό ατομικής ιδιοκτησίας (πάνω από 80% μαζί με Ιταλία και Ισπανία, όταν Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία, Φιλανδία, και Δανία έχουν κάτω από 60%, Ηνωμένο Βασίλειο, Κύπρος κάτω από 70%, Γερμανία και Σουηδία κάτω από 45%), το οποίο υπάρχει στην Ελλάδα και το οποίο λειτουργεί ευεργετικά στο εισόδημα των Ελλήνων (μέσος όρος κοντά στο 70% στην Ε.Ε. (27) λόγω του ότι οι πρώην κομουνιστικές χώρες ιδιωτικοποίησαν τις κατοικίες, προσφέροντας στέγη στους πολίτες (Ρουμανία και Βουλγαρία με 97%, Λιθουανία 87% και Σλοβενία 82%).
Η ατομική ιδιοκτησία στην Ελλάδα ανέρχεται σε ποσοστό πλέον του 80%, ενώ το αντίστοιχο της ΟΝΕ είναι μόλις 62%. Αυτό σημαίνει ότι ο Έλληνας μπορεί και εξοικονομεί εισόδημα από την “αποφυγή” πληρωμής κάποιου ενοικίου. Την ίδια στιγμή, ο υψηλόμισθος στη Γερμανία με ιδιοκατοίκηση της τάξεως μόλις του 43% επιβαρύνεται σημαντικά από ενοίκια (τα οποία είναι και σημαντικά ακριβότερα από αυτά της Ελλάδας), αφού το 50% στη Γερμανία είναι ενοικιαστές, όταν στην Ελλάδα είναι μόλις το 20%. Εδώ βέβαια πρέπει να αναζητηθεί και το ποσοστό δανειοδότησης του έλληνα πολίτη, γιατί αν τελικά σημαντικό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και ιδιοκτησίας ακινήτου οφείλεται σε δανειοδότησή του, τότε το συνολικό του εισόδημα επιβαρύνεται από τα τοκοχρεολύσια και τότε εξασθενεί το παραπάνω επιχείρημα. Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί ότι σε παγκόσμια κατάταξη των ανεπτυγμένων οικονομιών ο έλληνας πολίτης, ενώ είναι υπερβολικά χρεωμένος σε σχέση με το άμεσο παρελθόν του, εντούτοις δεν είναι σημαντικά επιβαρημένος με χρέη σε κατά κεφαλήν επίπεδο για δάνεια και πιστωτικές κάρτες σε σχέση με τον αμερικανό ή τον δυτικοευρωπαίο πολίτη.
Τέλος, σημαντικό είναι να τονιστεί ότι παρόλη την εγκατάλειψη της υπαίθρου, την αστικοποίηση, την εγκατάλειψη της γεωργίας, κτηνοτροφίας, και γενικότερα της αγροτικής παραγωγής, ο Έλληνας παρουσιάζει από τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκατανάλωσης στο πλαίσιο της Ε.Ε. γεγονός που ενισχύει το επιχείρημά μας ότι ο Έλληνας ακόμη “σώζεται” από το να αποτελέσει τον πιο φτωχό συγγενή της Ευρώπης. Σίγουρα η διεύρυνση της Ε.Ε σε 27 μέλη δίδει σε εισαγωγικά την ευκαιρία στην Ελλάδα να ξεπεράσει τις τελευταίες θέσεις τις οποίες κατείχε. Αποτέλεσμα είναι να θεωρείται βέβαιο ότι μετά το 4ο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης 2007-2013 η Ελλάδα από αποδέκτρια κοινοτικών πόρων θα γίνει δότρια, και αυτό θα είναι ανεξαρτήτως του γεγονότος αν η Eurostat δεχθεί μια νέα αναθεώρηση του ελληνικού ΑΕΠ με επιπλέον ενσωμάτωση μέρους της παραοικονομίας μας στο ΑΕΠ (η προηγούμενη ενσωμάτωσε ένα 9%). Η νέα αναθεώρηση του ΑΕΠ ουσιαστικά δεν θα κάνει τον Έλληνα πιο πλούσιο, αλλά θα δώσει ίσως τη δυνατότητα στην κυβέρνηση, και αν αυτή το χειριστεί σωστά, για περισσότερες κοινωνικές παροχές ιδίως στα χαμηλά οικονομικά στρώματα, μιας και θα έχουμε “ξεφύγει” από την επιτήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (το ποσοστό ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ θα έχει βελτιωθεί λόγω βελτίωσης του παρανομαστή και θα υπάρχει θεωρητικά η δυνατότητα να επιδεινωθεί ο αριθμητής (με αύξηση δαπανών και νέες παροχές).
* Ο Αριστείδης Μπιτζένης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών.
Την ίδια στιγμή, οι μισθοί στην Ελλάδα είναι ονομαστικά πολύ χαμηλοί όταν ο ελάχιστος βασικός μηνιαίος μισθός ήταν 680,59 ευρώ στα μέσα του 2008, λαμβάνοντας υπόψη την αναγωγή (14 μισθοί προς 12). Τα 681 ευρώ είναι πάρα πολύ μακριά από τα 1.387 ευρώ του Βελγίου το 2009, τα 1.462 της Ιρλανδίας, τα 1.321 της Γαλλίας, τα 1.642 του Λουξεμβούργου, τα 1.382 της Ολλανδίας, τα 1.010 του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και πολύ καλύτερα από τα 123 της Βουλγαρίας, τα 153 της Ρουμανίας, και τα 525 της Πορτογαλίας το 2009. Ο ελάχιστος βασικός μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα σε τιμές αγοραστικής δύναμης (PPP) αυξάνεται κατά 7% και αγγίζει τα 723 ευρώ, όταν στις άλλες χώρες η πραγματική αξία των μισθών μειώνεται σημαντικά (10% - 20%) σε σχέση με τους ονομαστικούς (π.χ. 1.254 ευρώ του Βελγίου, 1.152 της Ιρλανδίας, 1.189 της Γαλλίας, 1.413 του Λουξεμβούργου). Επιπρόσθετα, η Ελλάδα βρίσκεται σε επίπεδα αγοραστικής δύναμης περίπου στο 50% - 63% του επιπέδου των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (Ιρλανδία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, και Λουξεμβούργο). Έτσι δεν είναι αρκετό να γνωρίζουμε μόνο τον ονομαστικό ελάχιστο μηνιαίο μισθό σε κάθε χώρα, τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας σε ώρες, εβδομάδες και μήνες εργασίας, καθώς και της συνολικής καταβολής συγκεκριμένου αριθμού μισθών σε ένα έτος, αλλά είναι σημαντικό επίσης να γνωρίζουμε και την αγοραστική δύναμη των μισθών αυτών στην κάθε χώρα. Για παράδειγμα, η αναλογία των ελάχιστων μισθών τον Ιανουάριο 2009 μεταξύ Βουλγαρίας (123 ευρώ) και Λουξεμβούργου (1.642 ευρώ) είναι περίπου 1 προς 13, την ίδια χρονική στιγμή σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPP, PPS) η αναλογία ελάχιστων μισθών είναι μόλις 240 ευρώ / 1.413 ευρώ, δηλαδή περίπου 1 προς 6 για τις ίδιες πάντοτε χώρες. Εδώ φαίνεται η σημαντικότητα της αγοραστικής δύναμης του χρήματος σε κάθε χώρα.
Υπάρχουν όμως και άλλα δεδομένα που μας βοηθούν στην επιχειρηματολογία ότι δεν είμαστε ακόμα ο πιο φτωχός συγγενής όλης της Ευρώπης στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) αλλά και της Ε.Ε. (27). Ένας παράγοντας που ενισχύει αυτήν την άποψη είναι ο υψηλός βαθμός της ελληνικής παραοικονομίας -περίπου στο 30% επί του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της παραοικονομίας της ΟΝΕ είναι μικρότερος του 15% (με Αυστρία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο κοντά στο 10% - 12%, Γαλλία, Ιρλανδία, Γερμανία κοντά στο 15%, Δανία, Φιλανδία, Σουηδία κοντά στο 18%, Βέλγιο, και Πορτογαλία στο 22%, ενώ η Ιταλία έχει πάνω από 25%).
Η παραοικονομία “προσφέρει” κατά μέσο όσο στον έλληνα πολίτη ένα επιπλέον εισόδημα της τάξης του 30% επί του εισοδήματος που πραγματικά δηλώνει. Επίσης, “ενθαρρυντικό” στοιχείο αποτελεί για τον Έλληνα και το υψηλό ποσοστό ατομικής ιδιοκτησίας (πάνω από 80% μαζί με Ιταλία και Ισπανία, όταν Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία, Φιλανδία, και Δανία έχουν κάτω από 60%, Ηνωμένο Βασίλειο, Κύπρος κάτω από 70%, Γερμανία και Σουηδία κάτω από 45%), το οποίο υπάρχει στην Ελλάδα και το οποίο λειτουργεί ευεργετικά στο εισόδημα των Ελλήνων (μέσος όρος κοντά στο 70% στην Ε.Ε. (27) λόγω του ότι οι πρώην κομουνιστικές χώρες ιδιωτικοποίησαν τις κατοικίες, προσφέροντας στέγη στους πολίτες (Ρουμανία και Βουλγαρία με 97%, Λιθουανία 87% και Σλοβενία 82%).
Η ατομική ιδιοκτησία στην Ελλάδα ανέρχεται σε ποσοστό πλέον του 80%, ενώ το αντίστοιχο της ΟΝΕ είναι μόλις 62%. Αυτό σημαίνει ότι ο Έλληνας μπορεί και εξοικονομεί εισόδημα από την “αποφυγή” πληρωμής κάποιου ενοικίου. Την ίδια στιγμή, ο υψηλόμισθος στη Γερμανία με ιδιοκατοίκηση της τάξεως μόλις του 43% επιβαρύνεται σημαντικά από ενοίκια (τα οποία είναι και σημαντικά ακριβότερα από αυτά της Ελλάδας), αφού το 50% στη Γερμανία είναι ενοικιαστές, όταν στην Ελλάδα είναι μόλις το 20%. Εδώ βέβαια πρέπει να αναζητηθεί και το ποσοστό δανειοδότησης του έλληνα πολίτη, γιατί αν τελικά σημαντικό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και ιδιοκτησίας ακινήτου οφείλεται σε δανειοδότησή του, τότε το συνολικό του εισόδημα επιβαρύνεται από τα τοκοχρεολύσια και τότε εξασθενεί το παραπάνω επιχείρημα. Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί ότι σε παγκόσμια κατάταξη των ανεπτυγμένων οικονομιών ο έλληνας πολίτης, ενώ είναι υπερβολικά χρεωμένος σε σχέση με το άμεσο παρελθόν του, εντούτοις δεν είναι σημαντικά επιβαρημένος με χρέη σε κατά κεφαλήν επίπεδο για δάνεια και πιστωτικές κάρτες σε σχέση με τον αμερικανό ή τον δυτικοευρωπαίο πολίτη.
Τέλος, σημαντικό είναι να τονιστεί ότι παρόλη την εγκατάλειψη της υπαίθρου, την αστικοποίηση, την εγκατάλειψη της γεωργίας, κτηνοτροφίας, και γενικότερα της αγροτικής παραγωγής, ο Έλληνας παρουσιάζει από τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκατανάλωσης στο πλαίσιο της Ε.Ε. γεγονός που ενισχύει το επιχείρημά μας ότι ο Έλληνας ακόμη “σώζεται” από το να αποτελέσει τον πιο φτωχό συγγενή της Ευρώπης. Σίγουρα η διεύρυνση της Ε.Ε σε 27 μέλη δίδει σε εισαγωγικά την ευκαιρία στην Ελλάδα να ξεπεράσει τις τελευταίες θέσεις τις οποίες κατείχε. Αποτέλεσμα είναι να θεωρείται βέβαιο ότι μετά το 4ο κοινοτικό πλαίσιο στήριξης 2007-2013 η Ελλάδα από αποδέκτρια κοινοτικών πόρων θα γίνει δότρια, και αυτό θα είναι ανεξαρτήτως του γεγονότος αν η Eurostat δεχθεί μια νέα αναθεώρηση του ελληνικού ΑΕΠ με επιπλέον ενσωμάτωση μέρους της παραοικονομίας μας στο ΑΕΠ (η προηγούμενη ενσωμάτωσε ένα 9%). Η νέα αναθεώρηση του ΑΕΠ ουσιαστικά δεν θα κάνει τον Έλληνα πιο πλούσιο, αλλά θα δώσει ίσως τη δυνατότητα στην κυβέρνηση, και αν αυτή το χειριστεί σωστά, για περισσότερες κοινωνικές παροχές ιδίως στα χαμηλά οικονομικά στρώματα, μιας και θα έχουμε “ξεφύγει” από την επιτήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (το ποσοστό ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ θα έχει βελτιωθεί λόγω βελτίωσης του παρανομαστή και θα υπάρχει θεωρητικά η δυνατότητα να επιδεινωθεί ο αριθμητής (με αύξηση δαπανών και νέες παροχές).
* Ο Αριστείδης Μπιτζένης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στο τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών.