Η πρώτη επέτειος της διακυβέρνησης της χώρας από τον Γ. Παπανδρέου ολοκληρώνει το πιο ταραγμένο και πιθανότατα το πιο αλλόκοτο δωδεκάμηνο στην ιστορία της μεταπολίτευσης.
Αλλόκοτο, γιατί ο ρόλος του διεθνούς περιβάλλοντος στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις -είτε επρόκειτο για υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ε.Ε., είτε για μεμονωμένα κράτη, όπως η Γερμανία, είτε γενικώς για τις «αγορές»- δεν είχε προηγούμενο. Και ασφαλώς δεν στερείται ειρωνείας το γεγονός ότι η κατά γενική αντίληψη πιο «κοσμοπολίτικη» κυβέρνηση της μεταπολίτευσης εκτίμησε εσφαλμένα τον διεθνή περίγυρο, και βρέθηκε να ακολουθεί ασθμαίνουσα τις εξελίξεις.
Στις 4 Οκτωβρίου του 2009, ο κ. Παπανδρέου παρέλαβε τη χώρα σε άθλια οικονομική κατάσταση, το μεγαλύτερό του πρόβλημα όμως ήταν να μη φανεί ανακόλουθος με τις προεκλογικές εξαγγελίες στις οποίες επέμεινε χάριν της αυτοδυναμίας. Ετσι, στις 19 Οκτωβρίου ο κ. Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε στους εταίρους μας ότι το έλλειμμα ήταν 12,5% και ζήτησε τετραετή παράταση για τη μείωσή του, ταυτόχρονα όμως τους δήλωσε ότι θα μοιράσει 1 δισ. ευρώ ως επίδομα αλληλεγγύης. Στο ΠΑΣΟΚ υπολόγιζαν τότε, ότι η Κομισιόν επιδιώκει πάντα έναν συμβιβασμό με τις κυβερνήσεις. Ωστόσο στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη είχε ήδη αρχίσει η πίεση να περιοριστεί η επεκτατική πολιτική στην οποία πόνταρε η κυβέρνηση. Η αντίδραση των Ευρωπαίων -που είχαν ξαναζήσει την ίδια κατάσταση πριν από 4 χρόνια και είχαν ακούσει τις ίδιες υποσχέσεις- ήταν πολύ πιο οξεία από ό,τι περίμεναν στο επιτελείο του κ. Παπανδρέου. Οι πρώτοι δύο μήνες χάθηκαν σε μια μάταιη «αντίσταση» στην αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, ώσπου ήρθε η υποβάθμιση και στο παιχνίδι μπήκαν οι αγορές, που είχαν πια το τέλειο στόρι για υποτιμητική κερδοσκοπία.
Το αργότερο από τα μέσα Ιανουαρίου, μετά την ψυχρή υποδοχή του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, στην κυβέρνηση είχαν αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, συνέχισαν όμως να βρίσκονται ένα βήμα πίσω από τις αγορές. Επιστρέφοντας από το Νταβός και με τα spreads στις 300 μονάδες βάση, ο κ. Παπανδρέου ανακοίνωσε ένα πακέτο πρόσθετων μέτρων. Δέκα μέρες αργότερα εξασφάλισε στις Βρυξέλλες τη δέσμευση των εταίρων για στήριξη. Στις αρχές Μαρτίου, ο κ. Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε ένα πακέτο σκληρών μέτρων που δεν εκτόνωσε την πίεση, τα spreads παρέμεναν πάνω από τις 300 μονάδες. Αντιμέτωπη με τον εφιάλτη των δανειακών υποχρεώσεων του Μαΐου, η κυβέρνηση άρχισε να εκλιπαρεί με «το πιστόλι πάνω στο τραπέζι» και ταυτόχρονα να απειλεί με προσφυγή στο ΔΝΤ. Αυτό δεν το ήθελαν ούτε η ΕΚΤ ούτε η Κομισιόν. Το ήθελε όμως η Γερμανία. Στις 25 Μαρτίου ο μηχανισμός στήριξης, με ουσιαστική συμμετοχή του ΔΝΤ, ήταν έτοιμος. Η κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι δεν θα κάνει χρήση, όμως οι αγορές πίεζαν. Στις 23 Απριλίου ο κ. Παπανδρέου ανακοίνωσε την προσφυγή στον μηχανισμό. Το οικονομικό επιτελείο βρέθηκε αναγκασμένο να διαπραγματευτεί ταχύτατα τη συμφωνία, αφού τα ελληνικά ομόλογα έληγαν στις 9 Μαΐου.
Το διάστημα από την υπογραφή του Μνημονίου ώς το τέλος Ιουλίου ήταν το πιο σοβαρό δείγμα γραφής της κυβέρνησης. Η συμφωνία πέρασε στη Βουλή με 157 από τους 160 βουλευτές και ο κ. Παπανδρέου διέγραψε ακαριαία τους τρεις που απείχαν, για να προλάβει γενίκευση της απειθαρχίας, εν όψει της δύσκολης συνέχειας. Εξαιρετικά επώδυνα μέτρα (αύξηση φόρων, μείωση συντάξεων) «πέρασαν» χωρίς τριβές, ενώ η πλέον επώδυνη ασφαλιστική μεταρρύθμιση της μεταπολίτευσης ολοκληρώθηκε σε δύο μήνες. Στο ίδιο διάστημα υλοποιήθηκαν οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και ο «Καλλικράτης», ενώ δρομολογήθηκε το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Μόνο στα θέματα αγοράς ενέργειας έδειξε να καθυστερεί η κυβέρνηση.
Η συνέχεια δεν ήταν πάντως ανάλογη. Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να ανατάξει τους φορολογικούς μηχανισμούς, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να προσφύγει στην περαίωση. Ούτε όμως να δώσει αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα, που βυθίζεται στην ύφεση. Ο ανασχηματισμός δεν «έπεισε» την κοινή γνώμη και δεν έχει λειτουργήσει ακόμη. Οι επιλογές στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν ήταν οι καλύτερες, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να φοβάται ένα μήνυμα έντονης αποδοκιμασίας, μόλις στον 13ο μήνα της.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Στις 4 Οκτωβρίου του 2009, ο κ. Παπανδρέου παρέλαβε τη χώρα σε άθλια οικονομική κατάσταση, το μεγαλύτερό του πρόβλημα όμως ήταν να μη φανεί ανακόλουθος με τις προεκλογικές εξαγγελίες στις οποίες επέμεινε χάριν της αυτοδυναμίας. Ετσι, στις 19 Οκτωβρίου ο κ. Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε στους εταίρους μας ότι το έλλειμμα ήταν 12,5% και ζήτησε τετραετή παράταση για τη μείωσή του, ταυτόχρονα όμως τους δήλωσε ότι θα μοιράσει 1 δισ. ευρώ ως επίδομα αλληλεγγύης. Στο ΠΑΣΟΚ υπολόγιζαν τότε, ότι η Κομισιόν επιδιώκει πάντα έναν συμβιβασμό με τις κυβερνήσεις. Ωστόσο στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη είχε ήδη αρχίσει η πίεση να περιοριστεί η επεκτατική πολιτική στην οποία πόνταρε η κυβέρνηση. Η αντίδραση των Ευρωπαίων -που είχαν ξαναζήσει την ίδια κατάσταση πριν από 4 χρόνια και είχαν ακούσει τις ίδιες υποσχέσεις- ήταν πολύ πιο οξεία από ό,τι περίμεναν στο επιτελείο του κ. Παπανδρέου. Οι πρώτοι δύο μήνες χάθηκαν σε μια μάταιη «αντίσταση» στην αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, ώσπου ήρθε η υποβάθμιση και στο παιχνίδι μπήκαν οι αγορές, που είχαν πια το τέλειο στόρι για υποτιμητική κερδοσκοπία.
Το αργότερο από τα μέσα Ιανουαρίου, μετά την ψυχρή υποδοχή του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, στην κυβέρνηση είχαν αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος, συνέχισαν όμως να βρίσκονται ένα βήμα πίσω από τις αγορές. Επιστρέφοντας από το Νταβός και με τα spreads στις 300 μονάδες βάση, ο κ. Παπανδρέου ανακοίνωσε ένα πακέτο πρόσθετων μέτρων. Δέκα μέρες αργότερα εξασφάλισε στις Βρυξέλλες τη δέσμευση των εταίρων για στήριξη. Στις αρχές Μαρτίου, ο κ. Παπακωνσταντίνου ανακοίνωσε ένα πακέτο σκληρών μέτρων που δεν εκτόνωσε την πίεση, τα spreads παρέμεναν πάνω από τις 300 μονάδες. Αντιμέτωπη με τον εφιάλτη των δανειακών υποχρεώσεων του Μαΐου, η κυβέρνηση άρχισε να εκλιπαρεί με «το πιστόλι πάνω στο τραπέζι» και ταυτόχρονα να απειλεί με προσφυγή στο ΔΝΤ. Αυτό δεν το ήθελαν ούτε η ΕΚΤ ούτε η Κομισιόν. Το ήθελε όμως η Γερμανία. Στις 25 Μαρτίου ο μηχανισμός στήριξης, με ουσιαστική συμμετοχή του ΔΝΤ, ήταν έτοιμος. Η κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι δεν θα κάνει χρήση, όμως οι αγορές πίεζαν. Στις 23 Απριλίου ο κ. Παπανδρέου ανακοίνωσε την προσφυγή στον μηχανισμό. Το οικονομικό επιτελείο βρέθηκε αναγκασμένο να διαπραγματευτεί ταχύτατα τη συμφωνία, αφού τα ελληνικά ομόλογα έληγαν στις 9 Μαΐου.
Το διάστημα από την υπογραφή του Μνημονίου ώς το τέλος Ιουλίου ήταν το πιο σοβαρό δείγμα γραφής της κυβέρνησης. Η συμφωνία πέρασε στη Βουλή με 157 από τους 160 βουλευτές και ο κ. Παπανδρέου διέγραψε ακαριαία τους τρεις που απείχαν, για να προλάβει γενίκευση της απειθαρχίας, εν όψει της δύσκολης συνέχειας. Εξαιρετικά επώδυνα μέτρα (αύξηση φόρων, μείωση συντάξεων) «πέρασαν» χωρίς τριβές, ενώ η πλέον επώδυνη ασφαλιστική μεταρρύθμιση της μεταπολίτευσης ολοκληρώθηκε σε δύο μήνες. Στο ίδιο διάστημα υλοποιήθηκαν οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και ο «Καλλικράτης», ενώ δρομολογήθηκε το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Μόνο στα θέματα αγοράς ενέργειας έδειξε να καθυστερεί η κυβέρνηση.
Η συνέχεια δεν ήταν πάντως ανάλογη. Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να ανατάξει τους φορολογικούς μηχανισμούς, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να προσφύγει στην περαίωση. Ούτε όμως να δώσει αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα, που βυθίζεται στην ύφεση. Ο ανασχηματισμός δεν «έπεισε» την κοινή γνώμη και δεν έχει λειτουργήσει ακόμη. Οι επιλογές στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν ήταν οι καλύτερες, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να φοβάται ένα μήνυμα έντονης αποδοκιμασίας, μόλις στον 13ο μήνα της.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ