«Η Υπουργός Εργασίας προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, που δεν πείθουν, όμως, κανέναν. Στην πραγματικότητα σκιαμαχεί.
Τα “κροκοδείλια δάκρυα”, δεν πείθουν κανέναν. Η κα Κατσέλη, είναι ένας ακόμη υπουργός της κυβέρνησης του Μνημονίου, που όπως και ο προκάτοχός της, διακρίνεται για τις ακροβατικές της ικανότητες, τη δήθεν κοινωνική ευαισθησία και τις συνεχείς αναδιπλώσεις. Όχι, όμως, για την ουσία της πολιτικής και το αποτέλεσμα.
Τα “κροκοδείλια δάκρυα”, δεν πείθουν κανέναν. Η κα Κατσέλη, είναι ένας ακόμη υπουργός της κυβέρνησης του Μνημονίου, που όπως και ο προκάτοχός της, διακρίνεται για τις ακροβατικές της ικανότητες, τη δήθεν κοινωνική ευαισθησία και τις συνεχείς αναδιπλώσεις. Όχι, όμως, για την ουσία της πολιτικής και το αποτέλεσμα.
Η Ν.Δ. υπερασπίζεται την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τον κατώτατο μισθό.
Με αμοιβές κάτω από τον κατώτατο μισθό, με την Ανεργία να καλπάζει, με πρωτόγνωρη Ύφεση και υψηλό Πληθωρισμό, οι Έλληνες εργαζόμενοι, βιώνουν ένα αδιέξοδο και αναζητούν ελπίδα.
Στην εφαρμογή του Μνημονίου, η κυβέρνηση εμφανίζεται χωρίς ενιαία θέση και τον απαραίτητο συντονισμό.
Η “Μνημομονομαχία” που αναδύεται στο εσωτερικό της κυβέρνησης, υποκρύπτει επικοινωνιακή σκοπιμότητα, με τους υπουργούς της να υποδύονται ρόλους καλού και κακού.
Ο ένας υπουργός υπογράφει ρυθμίσεις και ο επόμενος εμφανίζεται – για επικοινωνιακούς λόγους – να αρνείται την εφαρμογή τους.
Το μείζον πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας, δεν είναι η υπερίσχυση ή όχι των Επιχειρησιακών Συμβάσεων έναντι των Κλαδικών και αυτό γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι μικρού μεγέθους και απασχολούν λίγους εργαζόμενους. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δεν μπορούν να έχουν επιχειρησιακές Συμβάσεις (περίπου το 98,5 % των επιχειρήσεων που απασχολούν κάτω από 50 άτομα).
Επομένως, η κυβέρνηση θέτει λάθος ερωτήματα και αναζητά στρεβλές απαντήσεις.
Η δυνατότητα που δίνει το Μνημόνιο, να αποκλίνουν οι αμοιβές ακόμη και από τον κατώτατο μισθό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, είναι μια εφιαλτική πραγματικότητα, που καλούνται σήμερα οι Έλληνες εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν.
Η αγορά εργασίας, έχει ανάγκη από ένα νέο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, συμβάσεων και διαιτησίας. Ένα πλαίσιο που θα εξασφαλίζει αντιπροσωπευτικότητα στη συμμετοχή (εργαζομένων – εργοδοτών), συμμετρία στις συμφωνίες και αποφάσεις, διασφάλιση ίσων κανόνων ανταγωνισμού, άρση στρεβλώσεων και αναγκαία ευελιξία σε συνδυασμό με την απαραίτητη ασφάλεια των εργαζομένων. Μόνο έτσι, η αγορά εργασίας θα αποτελέσει το απαραίτητο αναπτυξιακό υπόβαθρο για την οικονομία μας.
Η χώρα μας, έτσι και αλλιώς, έχει ανάγκη από ένα άλλο μίγμα πολιτικής, που θα εξασφαλίζει την ανάπτυξη και θα δίνει ευκαιρίες.
Κυρίως, όμως, θα προσφέρει ελπίδα και προοπτική που στερεί από τους πολίτες η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η πολιτική του Μνημονίου»
Με αμοιβές κάτω από τον κατώτατο μισθό, με την Ανεργία να καλπάζει, με πρωτόγνωρη Ύφεση και υψηλό Πληθωρισμό, οι Έλληνες εργαζόμενοι, βιώνουν ένα αδιέξοδο και αναζητούν ελπίδα.
Στην εφαρμογή του Μνημονίου, η κυβέρνηση εμφανίζεται χωρίς ενιαία θέση και τον απαραίτητο συντονισμό.
Η “Μνημομονομαχία” που αναδύεται στο εσωτερικό της κυβέρνησης, υποκρύπτει επικοινωνιακή σκοπιμότητα, με τους υπουργούς της να υποδύονται ρόλους καλού και κακού.
Ο ένας υπουργός υπογράφει ρυθμίσεις και ο επόμενος εμφανίζεται – για επικοινωνιακούς λόγους – να αρνείται την εφαρμογή τους.
Το μείζον πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας, δεν είναι η υπερίσχυση ή όχι των Επιχειρησιακών Συμβάσεων έναντι των Κλαδικών και αυτό γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι μικρού μεγέθους και απασχολούν λίγους εργαζόμενους. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δεν μπορούν να έχουν επιχειρησιακές Συμβάσεις (περίπου το 98,5 % των επιχειρήσεων που απασχολούν κάτω από 50 άτομα).
Επομένως, η κυβέρνηση θέτει λάθος ερωτήματα και αναζητά στρεβλές απαντήσεις.
Η δυνατότητα που δίνει το Μνημόνιο, να αποκλίνουν οι αμοιβές ακόμη και από τον κατώτατο μισθό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, είναι μια εφιαλτική πραγματικότητα, που καλούνται σήμερα οι Έλληνες εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν.
Η αγορά εργασίας, έχει ανάγκη από ένα νέο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, συμβάσεων και διαιτησίας. Ένα πλαίσιο που θα εξασφαλίζει αντιπροσωπευτικότητα στη συμμετοχή (εργαζομένων – εργοδοτών), συμμετρία στις συμφωνίες και αποφάσεις, διασφάλιση ίσων κανόνων ανταγωνισμού, άρση στρεβλώσεων και αναγκαία ευελιξία σε συνδυασμό με την απαραίτητη ασφάλεια των εργαζομένων. Μόνο έτσι, η αγορά εργασίας θα αποτελέσει το απαραίτητο αναπτυξιακό υπόβαθρο για την οικονομία μας.
Η χώρα μας, έτσι και αλλιώς, έχει ανάγκη από ένα άλλο μίγμα πολιτικής, που θα εξασφαλίζει την ανάπτυξη και θα δίνει ευκαιρίες.
Κυρίως, όμως, θα προσφέρει ελπίδα και προοπτική που στερεί από τους πολίτες η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η πολιτική του Μνημονίου»