14 Δεκεμβρίου 2010

Οι “Διεθνείς Ταξιαρχίες” στον Ισπανικό Εμφύλιο, μέρος Δ

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός που προκύπτει πως δεν υπήρχε κανένα “σοβιετικό τάγμα”, αφού ο ραδιούργος Στάλιν είχε φροντίσει, φανερά τουλάχιστον, η ΕΣΣΔ να μην αναλάβει καμμία δέσμευση έναντι της Ισπανίας. Και φυσικά δεν άφησε κανέναν υπήκοο του να ενταχθεί σε αυτές.

Ωστόσο, εκτός από τους Σοβιετικούς πράκτορες που όργωναν την μεσογειακή χώρα πριν ακόμα την έκρηξη του Εμφυλίου Πολέμου, αναμοχλεύοντας τις έχθρες και τα μίση και ωθώντας την στην οδό της σοβιετοποίησης, είχαν αποσταλεί κρυφά, όπως είδαμε, και αρκετοί ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί του Ερυθρού στρατού, όπως ο στρατηγός Στέρν ή Κλέμπερ -ο διασημότερος από τους ηγέτες των Διεθνών Ταξιαρχιών- ο στρατηγός Μπερζίν, που έδρασε με το ψευδώνυμο Γκόριεφ και υπήρξε ο ουσιαστικός διοικητής του στρατού των Δημοκρατικών, ο στρατηγός Παβλώφ που ήταν ειδικός στον πόλεμο των τεθωρακισμένων κ.α., οι οποίοι ουσιαστικά ηγήθηκαν των ισπανικών κυβερνητικών δυνάμεων.

Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες αποτέλεσαν καθόλητη διάρκεια του πολέμου τις σπουδαιότερες ομάδες κρούσεων των Κυβερνητικών πράγμα που αποδεικνύει η συμμετοχή τους σε όλες τις σπουδαίες μάχες και το υψηλότατο ποσοστό απωλειών τους. Η τελευταία μάχη στην οποία έλαβαν μέρος ήταν εκείνη του ποταμού Έβρου. Εκεί βρήκαν το τέλος οι περισσότεροι εναπομείναντες του αμερικανικού τάγματος “Λίνκολν” υπό τον Μπώμπ Μέρριμαν, καθώς και του ελληνικού “Ρήγας Φερραίος” υπό τον Γιάννη Παντελιά και του βρετανικού υπό τον Σάμ Γουάϊλντ. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1936 οι Διεθνείς Ταξιαρχίες, με τα νεοσύλλεκτα ακόμα μέλη τους, έλαβαν μέρος στην υπεράσπιση της Μαδρίτης, όπου και διακρίθηκαν. Κατόπιν διαταγής του στρατηγού Μιάχα, δύο χιλιάδες Διεθνιστές εθελοντές οπλισμένοι με τυφέκια Remington του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ρίχθηκαν με φανατισμό και αυτοθυσία στη μάχη, υπό τις διαταγές του Εμίλ Κλέμπερ, εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές της πρωτεύουσας και χαρακτηριζόμενοι ως “σωτήρες της Μαδρίτης”. Αυτήτους η επιτυχία όμως γέννησε τον φθόνο στον στρατηγό Μιάχα ο οποίος είχε καταλάβει τη θέση του μόνο και μόνο εξ’ ανάγκης, λόγω του ότι δεν υπήρχαν άλλοι έμπειροι αξιωματικοί στο Κυβερνητικό στρατόπεδο. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που είχε ωθήσει τελικά αυτόν τον παλαιό μοναρχικό αξιωματικό να ταχθεί στο πλευρό της Αριστεράς. Δηλαδή, προτίμησε να είναι “πρώτος στο χωριό, παρά τελευταίος στην πόλη”. Επιπλέον γνώριζε ότι ο Κλέμπερ στις αναφορές του προς τη Μόσχα είχε χαρακτηρίσει τον Μιάχα ως “εντελώς ανίκανο στρατιωτικό και μη ενδεδειγμένο πρόσωπο για την θέση που κατείχε”, ενώ παραλλήλως, βλέποντας από κοντά τα “έργα και τις ημέρες” του Μαρτύ, είχε ζητήσει την άμεση απομάκρυνση του από τη διοίκηση των Διεθνών Ταξιαρχιών και την ανάθεση της αρχηγίας στον Γκαϋμάν. Με την αγαστή συνεργασία του Αντρέ Μαρτύ, – που μέσα στο διεστραμμένο του μυαλό ήθελε να είναι ο “απόλυτος κυρίαρχος και κριτής” των Διεθνών Ταξιαρχιών και άρα έβλεπε στον Κλέμπερ το αντίπαλον δέος -, ο γέροντας Μιάχα κατάφερε να πείσει τον Στάλιν να απομακρύνει προσωρινά τον Κλέμπερ ως ανεπιθύμητο από την Ισπανία.

Βλέποντας αυτά τα γεγονότα στο Κυβερνητικό στρατόπεδο, αξίζει εδώ να αναφέρουμε, για να ολοκληρωθεί η ιστορική εικόνα εκείνης της περιόδου, ότι τότε είχε ξεκινήσει με εντολή του Στάλιν η “εκκαθάριση” όλων των εσωκομματικών αντιφρονούντων με πρώτους φυσικά του “Τροτσκιστές”. Στην Ισπανία δεν ήταν λίγοι οι εσωκομματικοί εχθροί και αμφισβητίες της λατρείας του Στάλιν και η Κυβέρνηση της Μαδρίτης έπρεπε να αναλάβει αυτή το έργο της “αυτοκάθαρσης” από όλα αυτά τα αντισταλινικά στοιχεία. Οι πρώτοι που μπήκαν στο στόχαστρο ήταν φυσικά οι πολυπληθείς Αναρχικοί που βρίσκονταν εντεταγμένοι κυρίως στις Αναρχικές Ομάδες, την Καταλωνική Κυβέρνηση και το POUM, ο πρόεδρος του οποίου, Αντρες Νίν, τολμούσε να επικρίνει ευθέως τον Σοβιετικό ερυθρό τσάρο. Κατά συνέπεια η Κομιντέρν διέταξε τους Σοβιετικούς πράκτορες της NKVD που ευρίσκοντο στην Ισπανία να προχωρήσουν επίσημα στην εξόντωση των αντιφρονούντων, πράγμα που ήδη γινόταν στη Μόσχα. Αυτή η διαταγή απετέλεσε τη “χρυσή ευκαιρία” που αναζητούσε ο Αντρέ Μαρτύ για να δράσει ελεύθερα στον χώρο που ήλεγχε απολύτως, στην Αλβαθέτε. Δεδηλωμένος Σταλινιστής ο ίδιος, ξεκίνησε ένα κύκλο φοβερών νυκτερινών ανακρίσεων των ίδιων των στρατιωτών του για να εντοπίσει μεταξύ τους “προδότες και τους πράκτορες του Φράνκο”! Υπάρχουν μαρτυρίες για αιματηρούς βασανισμούς μερικών εκατοντάδων μελών των Διεθνών Ταξιαρχιών και για μερικές δεκάδες εκτελέσεις “πρακτόρων που ομολόγησαν την ενοχή τους”. Καθώς ο Μαρτύ δεν διώχθηκε ποτέ αλλά, κάτω από τον μανδύα του κοινοβουλευτικού μέλους της Αριστεράς, συνέχισε να κατέχει σημαντική θέση στο πολιτικό προσκήνιο, πολύ εύκολα κατέπνιξε τις φωνές που είχαν υψωθεί εναντίον του, ενώ δεν δίστασε να δηλώνει ότι οι βεβαιωμένες εκτελέσεις έγιναν “για λόγους στρατιωτικής πειθαρχίας και εναντίον λιποτακτών”.

Ο Στάλιν δεν συγχώρεσε ποτέ στους Σοβιετικούς αξιωματικούς, που εστάλησαν στην Ισπανία, την αποτυχία του ισπανικού Δημοκρατικού μετώπου και όταν επέστρεψαν τους εκτέλεσε μαζί με τον Σοβιετικό γενικό πρόξενο στη Βαρκελώνη, Οζάβινκα Αντόνωφ καθώς και τον πρεσβευτή του στη Μαδρίτη Ρόζενμπεργκ. Στο μυαλό του ερυθρού δικτάτορα όλοι αυτοί είχαν επηρεασθεί από το ιδεαλιστικό κλίμα του Ισπανικού Εμφυλίου πολέμου και επιθυμούσαν μια αναβίωση “του ιδεαλισμού της Ρωσικής Επανάστασης του 1917″ ο οποίος είχε στραγγαλισθεί από τον Στάλιν, άρα αποτελούσαν, εν δυνάμει, εχθρούς του σταλινικού καθεστώτος.

Ανακεφαλαιώνοντας όμως μπορούμε να πούμε ότι οι περισσότεροι από τους μαχητές των “Διεθνών Ταξιαρχιών” ήταν Γάλλοι (περίπου 10.000, έκτων οποίων έχασαν τη ζωή τους οι 3.000) και ακολουθούσαν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί (περίτους 5.000 εκ των οποίων έχασαν τη ζωή τους οι 2.000) καθώς και οι Ιταλοί σε έναν αριθμό 3.500 ανδρών. Περίπου χίλιοι Ιρλανδοί, μέλη ενός λαού ατίθασου και φιλοπόλεμου, έσπευσαν επίσης να συμμετάσχουν σε αυτή τη γιγαντιαία και συγκεχυμένη διένεξη, με το πλευρό των Αριστερών, ενώ μία μικρή μονάδα Ιρλανδών που ονομάσθηκε τιμητικά “Ιρλανδική Ταξιαρχία” εντάχθηκε όπως ήδη αναφέραμε στις δυνάμεις των Εθνικιστών.

Συνολικά οι ξένοι που έλαβαν μέρος στις Διεθνείς Ταξιαρχίες ανέρχονταν στον αριθμό των 30.000 με 40.000, όλα τα έτη του πολέμου, αλλά ποτέ ο αριθμός των ενόπλων δεν υπερέβη τους 18.000. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι μαχητές αυτοί προέρχονταν από 53 χώρες, μεταξύ των οποίων συναριθμούντο και κράτη όπως οι Η ΠΑ, ο Καναδάς, το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και οι Σκανδιναβικές χώρες.


http://blackblogofcommunism.com