Με αφορμή την επιβολή νέας έκτακτης εισφοράς στις επιχειρήσεις, Ο Αναπληρωτής Υπεύθυνος του Τομέα Πολιτικής Ευθύνης Οικονομίας της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Κυκλάδων, κ. Ιωάννης Βρούτσης, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Η ανακοίνωση της κυβέρνησης για επιβολή νέας έκτακτης εισφοράς στις επιχειρήσεις αποτελεί ακόμη ένα αντιαναπτυξιακό μέτρο, που βλάπτει την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας.
Σήμερα, στην Ελλάδα ο Φόρος Εισοδήματος Νομικών Προσώπων έχει φορολογικό συντελεστή στα αδιανέμητα κέρδη 24%, στα διανεμόμενα 40%, ενώ ο ΦΠΑ ανέρχεται, από τον περασμένο Ιούλιο, στο 23%, με αποτέλεσμα η χώρα μας να είναι μια από τις πιο ακριβές χώρες για επενδύσεις.
Απαιτείται εκλογίκευση της φορολογικής πολιτικής, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, με ταυτόχρονη λήψη μέτρων κατά της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.
Η υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων (άμεση και έμμεση), που επιβάλλεται με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, έχει ήδη προκαλέσει μεγάλο κύμα φυγής κεφαλαίων και επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση φαίνεται ότι αδυνατεί να κατανοήσει τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, που απαιτεί αναπτυξιακές πολιτικές, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων.
Αντί αυτών, ανακοινώνει μια νέα έκτακτη εισφορά για 16.922 επιχειρήσεις, προσδοκώντας να αντλήσει περίπου 1,21 δισ. €.
Ουσιαστικά, πρόκειται για νέα φορολογική επιδρομή στις επιχειρήσεις που φαίνεται να αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, διευρυμένο πεδίο εφαρμογής (η προηγούμενη αφορούσε μόνο 304 επιχειρήσεις), επιβαρύνει τα οικονομικά αποτελέσματα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και λειτουργεί ανασταλτικά στην προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Η οικονομική αυτή πολιτική έχει δημιουργήσει προβλήματα στην επιχειρηματικότητα, ασφυξία στην αγορά, Ύφεση και Ανεργία.
Ας κατανοήσει, επιτέλους, η κυβέρνηση ότι η αύξηση των εσόδων – που είναι τόσο αναγκαία – επιτυγχάνεται με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από αναπτυξιακά κίνητρα, όπως είναι η μείωση της φορολογίας, που συμβάλλει καθοριστικά στην προσέλκυση νέων επενδύσεων».
Σήμερα, στην Ελλάδα ο Φόρος Εισοδήματος Νομικών Προσώπων έχει φορολογικό συντελεστή στα αδιανέμητα κέρδη 24%, στα διανεμόμενα 40%, ενώ ο ΦΠΑ ανέρχεται, από τον περασμένο Ιούλιο, στο 23%, με αποτέλεσμα η χώρα μας να είναι μια από τις πιο ακριβές χώρες για επενδύσεις.
Απαιτείται εκλογίκευση της φορολογικής πολιτικής, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, με ταυτόχρονη λήψη μέτρων κατά της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.
Η υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων (άμεση και έμμεση), που επιβάλλεται με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, έχει ήδη προκαλέσει μεγάλο κύμα φυγής κεφαλαίων και επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση φαίνεται ότι αδυνατεί να κατανοήσει τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, που απαιτεί αναπτυξιακές πολιτικές, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων.
Αντί αυτών, ανακοινώνει μια νέα έκτακτη εισφορά για 16.922 επιχειρήσεις, προσδοκώντας να αντλήσει περίπου 1,21 δισ. €.
Ουσιαστικά, πρόκειται για νέα φορολογική επιδρομή στις επιχειρήσεις που φαίνεται να αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, διευρυμένο πεδίο εφαρμογής (η προηγούμενη αφορούσε μόνο 304 επιχειρήσεις), επιβαρύνει τα οικονομικά αποτελέσματα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και λειτουργεί ανασταλτικά στην προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Η οικονομική αυτή πολιτική έχει δημιουργήσει προβλήματα στην επιχειρηματικότητα, ασφυξία στην αγορά, Ύφεση και Ανεργία.
Ας κατανοήσει, επιτέλους, η κυβέρνηση ότι η αύξηση των εσόδων – που είναι τόσο αναγκαία – επιτυγχάνεται με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από αναπτυξιακά κίνητρα, όπως είναι η μείωση της φορολογίας, που συμβάλλει καθοριστικά στην προσέλκυση νέων επενδύσεων».