του Αλέξανδρου Γεωργιάδη
Ήρθε -αν δεν παρήλθε ήδη- η ώρα για την ελληνική κοινωνία να κάνει την αυτοκριτική της και να πάψει να κατηγορεί τον καθρέφτη και να απορρίπτει το είδωλο. Περιμένουμε δυστυχώς, από ένα αποτυχημένο πολιτικό σύστημα να δώσει λύσεις στα πραγματικά προβλήματα, αυτά τα οποία αντιμετωπίζουμε όλοι στην καθημερινότητά μας και είναι ξεκάθαρα: ανέχεια, εξαθλίωση, ηθική κατάπτωση. Όλα αυτά ο πιο τολμηρός πολιτικός θα τα χαρακτήριζε ως κοινωνική έκπτωση κι ο πιο μετριοπαθής πολίτης θα τον απέρριπτε ως υποκριτή. Κι όμως και οι δύο τους, και μαζί όλη η κοινωνία πάσχει από άρνηση, αρνείται να πιστέψει ότι εξέπεσε και ακόμη χειρότερα ότι ποτέ δεν είχε - πραγματικά- ανέβει.
Δεν υπάρχουν άμεσες λύσεις στα άμεσα προβλήματα, γιατί είναι αδιέξοδα. Και δυστυχώς, οι κοινωνικοί αυτοματισμοί που τίθενται σε ισχύ κάθε άλλο παρά βοηθούν στην κατανόηση της σημερινής μας κατάστασης. Μέχρι το 80 ο δημόσιος υπάλληλος ήταν το συνώνυμο της κοινωνικής αποτυχίας, στην καλύτερη περίπτωση ενός συμβιβασμού με την μετριότητα. Ενώ κατά την σοσιαλιστική λαίλαπα της εικοσαετίας μετατράπηκε στο ελληνικό όνειρο κάθε μάνας για το παιδί της να βολέψει το παιδί της στο Δημόσιο, για να καταλήξει πάλι σήμερα το αποπαίδι, την αιτία όλων των κακών, το καρκίνωμα.
Και εδώ οφείλουμε,πιστεύω, μια ιστορική αποκατάσταση: Σίγουρα οι ευθύνες βαρύνουν άρχοντες και αρχόμενους. Αλλά όχι το ίδιο, εν τέλει δεν τα φάγαμε μαζί. Δεν πρέπει -τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να βάλω- στην ίδια μοίρα τον καθένα που προερχόταν από μια Ψωροκώσταινα και του δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξει την ζωή του, σε ένα σοσιαλίζον σύστημα να κοιτάξει την καπιταλιστική πάρτη του, και τον άρχοντα και το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας που ήξεραν ότι τα πακέτα Ντελόρ έρχονταν για υποδομές και ανάπτυξη και έγιναν οι πισίνες της Λάρισας. Όπως βέβαια, δεν μπορώ να δεχθώ ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αγνοούσαν αυτή την πραγματικότητα, μάλλον ήταν συνεταίροι σε αυτό το colpo grosso στις πλάτες της ελληνικής κοινωνίας.
Αν καταλογίζω κάτι στο λαό μας είναι ότι είδαμε το τυρί αλλά όχι την φάκα. Και βέβαια ακόμη και τώρα υπάρχουν συμπολίτες μας που εξακολουθούν να δίνουν ανοχή και ψήφο στους εκφραστές και συνεχιστές αυτής της πολιτικής. Καταλογίζω περισσότερο όμως στο σύνολο του πολιτικού κόσμου έναν πουριτανισμό, μια απροθυμία να αποδεχθεί την διαχειριστική αποτυχία του και να μιλήσει ξεκάθαρα για την οικοδόμηση της επόμενης μέρας. Διότι ισχύει εξ ίσου και στην πολιτική ότι δεν είμαστε όλοι ίδιοι και, εξ ίσου πραγματιστικά οι διαχειριστές της επόμενης μέρας θα προέλθουν από τους υφιστάμενους· μένει να αποδειχθεί ποιοι και υπό ποιους όρους.
Βέβαια, τέτοιου είδους ιστορικές ή φιλολογικές προσεγγίσεις φαίνεται να μην απαντούν στο ερώτημα επιτακτικό και υπαρκτό: τι κάνουμε τώρα; το οποίο για πολλούς συμπολίτες μας (κι ίσως αύριο για εμένα και εσάς) είναι τι τρώμε σήμερα;. Και η αλήθεια, για εμένα τουλάχιστον, είναι ότι αυτό το ερώτημα δεν έχει απάντηση· το σήμερα και το αύριο έχουν κριθεί δυστυχώς σε βάρος μας. Αυτό που παλεύουμε να διασώσουμε είναι το μεθαύριο το μέλλον της γενιάς μου σε 10 χρόνια, η προοπτικές των επόμενων γενιών. Οι δυνατότητες και τα όνειρα κατά πλειοψηφία των σημερινών τριανταπεντάρηδων έχουν στραγγαλιστεί από την επιτακτική ανάγκη της Αλλαγής.
Ωστόσο, διότι η Πολιτική οφείλει να δίνει προοπτική (πραγματική διαφορετικά καταλήγει σε εξαπάτηση), δεν είμαστε χειρότερα, ακόμη τουλάχιστον, από την ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Κι εκείνη η κοινωνία ήλθε αντιμέτωπη με το πρόβλημα της εξαφάνισης καθώς είχε να αντιμετωπίσει μία ταπεινωτική Μικρασιατική Καταστροφή, όχι τόσο λόγω των ζημιών και του τεράστιου αριθμού των προσφύγων που έπρεπε να αφομοιώσει, αλλά κυρίως γιατί έπρεπε να εγκαταλείψει δια παντός την Μεγάλη Ιδέα που της έδωσε ώθηση κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Έπρεπε να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα της επόμενης μέρας. Και παρότι της έτυχε ένας δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ένας Εμφύλιος απάντησε και μπορούμε να πούμε ότι για τα δικά της μέτρα επέτυχε να πάει μπροστά.
Το ερώτημα είναι πώς. Και η απάντηση βρίσκεται αποκρυσταλλωμένη στην ποίηση της Γενιάς του 30 η οποία όχι τυχαία έφερε και για τους πρωταγωνιστές της Σεφέρη και Ελύτη το βραβείο Νόμπελ. Και η απάντηση αυτή συνίσταται στην επανανακάλυψη και επαναπροσδιορισμό της Ελληνικότητας, του Έθνους και των συναφών εννοιών που τόσο βίαια εκτοπίστηκαν κατά την Μεταπολίτευση, ως έννοιες και πρακτικές από την καθημερινότητά μας, καθώς βιώναμε το επίπλαστο θαύμα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης καθώς πραγματοποιούσαμε το μετέωρο βήμα του οριστικού, γιατί έτσι επέτασσαν οι διεθνείς συσχετισμοί δυνάμεων στην περιοχή και διότι πράγματι ανήκομεν εις την Δύσιν, εκδυτισμού μας.
Δυστυχώς, αυτή η φρενίτιδα του καταναλωτισμού με δανεικά, ένα Cayenne για κάθε οικογένεια, η απίστευτη διαπλοκή και ανάδειξη μεγαλοεκδοτών- εργοληπτών με εγγυητή το Δημόσιο, δεν μας έδωσαν το χρόνο να πάρουμε τις απαιτούμενες αποστάσεις από τα πράγματα για να δούμε την αποδιαρθρωμένη εθνική παραγωγή το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, το διογκούμενο εθνικό χρέος το στρεβλό μοντέλο εθνικής ανάπτυξης.
Εξ ίσου ατυχώς, ζούμε στην εποχή της ατάκας όπου το μέγιστο μιας ανάλυσης είναι 140 χαρακτήρες, η απήχηση της μετράται σε likes, και διαρκεί μέχρι το επόμενο post. Σε αντίθεση με αυτήν την εφήμερη προσέγγιση, ο Ελύτης σε μία του συνέντευξη είχε πει: «για μένα Ελληνικότητα είναι απλούστατα ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Είναι ένας παράγων σταθερός και μόνιμος που κάνει τον άνθρωπο να αντιδρά απέναντι στα πράγματα κατά έναν ορισμένο τρόπο
Ο τρόπος που είδε ο Ικτίνος εις την κατασκευήν του Παρθενώνος την ακρίβεια ανάμεσα σε δύο σημεία είναι ο ίδιος που βλέπει ένας απλός τιμονιέρης τις εναντιώσεις των καιρών και βρίσκει την ακριβή γραμμή, είναι δηλαδή, μία στιγμή ακριβείας.
Προεκτείνοντας, στην καθημερινότητα στο «ψωμί και στην ελιά» λουκούλλειο γεύμα για τον παππού μου, δεν κρύβεται η φτώχεια αλλά η Οικονομία της Ελληνικότητας, όπως ακριβώς στον τρόπο που το περισσευάμενο γάλα γίνεται ρυζόγαλο και το μπαγιάτικο ψωμί παπάρα ή αυγοφέτες.
Η διαχρονική μας απάντηση για το αύριο δεν μπορεί παρά να είναι μια μεγάλη ανάσα για να δούμε τις εναντιώσεις των καιρών και να περάσουμε με ασφάλεια το καράβι ανάμεσα από την Σκύλλα και την Χάρυβδη. Να επανεφεύρουμε την Ελληνικότητα με σύγχρονους όρους, αυτήν που δεν μας επέτρεψε απλώς το ζήν αλλά το εύ ζήν ανά τους αιώνες, που απελευθέρωσε και θα το ξανακάνει τις πιο δυναμικές και παραγωγικές δυνάμεις του λαού μας.