Η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς είχε προσφύγει στο Δικαστήριο Αθηνών κατά του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reyters, μετά τα συκοφαντικά δημοσιεύματα που "ενέπλεκαν" τον διοικητή της τράπεζας Μ. Σάλλα σε "άγνωστες συναλλαγές" μεταξύ της τράπεζας και των εταιρειών που συνδέονται με την οικογένεια του.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του πρακτορείου:
Η Τράπεζα Πειραιώς διεκδικούσε το ποσό 50.000.000 ευρώ ισχυριζόμενη ότι αυτή ήταν η ζημιά που της προκάλεσε το δημοσίευμα, ενώ κατηγόρησε το Μέσο για κακόβουλη δυσφήμηση επιθυμώντας να βλάψει το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Οι εκπρόσωποι της Τράπεζας κατηγόρησαν τον αρθρογράφο Ν. Λεοντόπουλο ότι βασίστηκε σε ψευδείς καταγγελίες.
Ωστόσο, η απόφαση ανέφερε ότι δεν ήταν σαφές αν η κατηγορία αφορά την νομική οντότητα, στην περίπτωση κατά της Thomson Reuters, ή από διάφορες εταιρείες με παρεμφερή ονόματα που εδρεύουν στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.
"Δεν έχει καθοριστεί σε ποια εταιρεία είχε κοινοποιηθεί η αγωγή γι’ αυτό σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε νόμιμα κληθεί να εμφανιστεί και ως εκ τούτου, σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό, η συζήτηση για την αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο", ανέφερε η απόφαση του Δικαστηρίου.
Με αφορμή της απόφαση η Τράπεζα Πειραιώς δήλωσε: "Αναγνωρίζουμε την ανακοίνωση του Εφετείου Αθηνών, και ότι το Δικαστήριο δεν εξέφρασε κρίση επί της ουσίας στην υπόθεση. Μια απόφαση σχετικά με την άσκηση της προσφυγής ως εκ τούτου εξακολουθεί να εκκρεμεί".
Ο επικεφαλής επικοινωνίας του Reuters Global, Barb Burg, δήλωσε: "Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της τράπεζας για τεχνικούς λόγους, επειδή η τράπεζα δεν κατάφερε να αποδώσει σωστά την επωνυμία του Reuters. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι ότι η τράπεζα δεν έχει αποδείξει ότι το επίμαχο άρθρο περιείχε ψεύδη στοιχεία ή ανακρίβειες".