09 Μαΐου 2013

Κάντε ένα νόμο να τελειώνουμε

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Περίληψη του νομοσχεδίου περί ρατσισμού που πρόκειται να καταθέσει το υπουργείο Δικαιοσύνης: «Οσοι προκαλούν ή διεγείρουν σε βιαιοπραγίες κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία και τον γενετήσιο προσανατολισμό» καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης, πρόστιμα και στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Το ίδιο ισχύει και για όσους «αρνούνται ή εκμηδενίζουν τη σημασία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονίας, πολέμου, εγκλημάτων του ναζισμού και του φασισμού». Τεχνική λεπτομέρεια: αν στις παραπάνω πράξεις προβεί αρχηγός κόμματος, τότε, εκτός των άλλων, περικόπτεται αυτομάτως και η κρατική χρηματοδότηση στο κόμμα.

Πολύ ωραία, λοιπόν. Στη χώρα όπου οι πολίτες έχουν βαθιά ριζωμένο μέσα τους τον σεβασμό των νόμων, η δε πολιτεία φροντίζει για την πιστή εφαρμογή τους, είναι μάλλον βέβαιο ότι όσοι ώς τώρα προέβαιναν σε τέτοιου είδους πράξεις, από τη στιγμή που γνωρίζουν πως είναι έκνομες, θα ανακρούσουν πρύμναν. Από ’κει και πέρα, βέβαια, εάν επιτεθούν σε άτομα ή ομάδες που είναι μεν κατά σύμπτωση μουσουλμάνοι φερ’ ειπείν, όμως οι ίδιοι τους επιτίθενται όχι επειδή είναι μουσουλμάνοι αλλά επειδή είναι άπλυτοι, τότε εξαιρούνται του νόμου. Τα υπόλοιπα είναι θέμα ορισμού και οπτικής γωνιάς: αν κάποιος υποστηρίξει πως ο Κάρατζιτς υπήρξε μεγάλος ποιητής και ουδέν έγκλημα πολέμου διέπραξε στο Σεράγεβο, καθ’ ότι Σέρβος αδελφός, τότε υπόκειται στις διατάξεις του νόμου ή όχι;

Κι αν κάποιος αρνηθεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη των γκουλάγκ και να καταδικάσει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του κομμουνισμού, όπως τα έχουν καταδικάσει το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Ευρωκοινοβούλιο, τότε εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου; Οχι βέβαια, διότι ο νόμος ορίζει σαφώς ότι αναφέρεται σε υποστηρικτές του ναζισμού και του φασισμού και, στο κάτω κάτω, όταν το 2005 ο Σουηδός Γ. Λίντμπλαντ είχε καταθέσει το σχέδιο καταδίκης των εγκλημάτων του κομμουνισμού, στα μέρη μας τραγουδούσαμε την Τρίτη Διεθνή και καταγγέλλαμε την Ε.Ε. ως άντρο αντικομμουνιστών. Το θέμα είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου που λέγεται «Χρυσή Αυγή». Οπου, για μία ακόμη φορά, οι πολιτικές δυνάμεις του λεγομένου συνταγματικού τόξου, αφού το μελέτησαν από όλες τις πλευρές του και αφού καθάρισαν όλες τις σκοτεινές γωνιές του, σκέφτηκαν: «Βρε, δεν κάνουμε ένα νόμο για να τελειώνουμε με δαύτους;». Διπλό το κέρδος. Πρώτον, θα φανεί για μία ακόμη φορά ότι δεν κάθονται άπραγοι και παράγουν έργον. Δεύτερον, από ’δω και πέρα, όποτε μας απασχολούν τα παιδιά με τα ξυρισμένα κεφάλια, θα μας λένε πως είναι θέμα της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. «Εμείς αυτό που έπρεπε να κάνουμε το κάναμε και με το παραπάνω». Ας μην ξεχάσουν να προσθέσουν και μια τροπολογία της τελευταίας στιγμής, πως διά νόμου πρέπει να εφαρμόζεται ο νόμος που ορίζει ότι δεν πρέπει να καίγονται «μπάτσοι» με ρίψη μολότοφ. Και να δείτε που αν περάσει αυτή η τροπολογία, θα σταματήσουν και οι μολότοφ. Είναι τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουν ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής οφείλεται στα κενά της τρέχουσας νομοθεσίας; Οτι αυτό το μόρφωμα, το οποίο αντλεί τη δημοτικότητα με μοναδική πολιτική πρόταση την αδιαφορία απέναντι στους νόμους, μπορεί να περιοριστεί διά νόμου; Ή, μήπως, για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να παράγουν νόμους; Νόμους που λειτουργούν σαν μεθαδόνη, για να καλύψουν το σύνδρομο στέρησης της γνήσιας πολιτικής; Εχουν αναρωτηθεί μήπως δεν φτάνουν οι αντιρατσιστικές κορώνες για να καταλαγιάσουν τα δημοκρατικά μοιρασμένα ρατσιστικά αισθήματα μιας αποσαθρωμένης κοινωνίας; Την κοινωνική παιδεία την χωρίζει από την πολιτική ορθότητα χάσμα βαθύ.