Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Οταν τον Ιανουάριο του 1937 ξέσπασε η επίθεση κατά του Ιωάννη Συκουτρή, την καταδίκη της μετάφρασης του πλατωνικού Συμποσίου, καθώς και της εκτενούς εισαγωγής, την υπέγραφαν 83 επαγγελματικά σωματεία. Ηταν, μεταξύ άλλων, οι σταφιδέμποροι του Βέλου Κορινθίας, οι κρεοπώλαι του Αιγίου, οι αχθοφόροι των Λουτρών Αιδηψού, ως επίσης και σωματεία λεμβούχων, βουστασιαρχών, εστιατόρων, καραγωγέων, καροποιών, αμαξηλατών, σανδαλοποιών, ανθρακεμπόρων, από όλη την επικράτεια - την πληροφορία την αντλώ από τη βιογραφία του Συκουτρή που έγραψε ο Διονύσιος Αλικανιώτης και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος. Ολοι αυτοί είχαν άποψη για το πώς πρέπει να μεταφράζεται ο Πλάτων στα νέα ελληνικά και με ποιον τρόπο πρέπει να ερμηνεύονται οι απόψεις του περί έρωτος. Αυτή είναι η Ελλάδα, που είπε κάποτε και ο Κώστας Σημίτης, χώρα φιλοσόφων εκ καταγωγής.
Σαράντα περίπου χρόνια μετά, κι ενώ είχε μεσολαβήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος, ένας εμφύλιος, μια δικτατορία, ο Στρατής Τσίρκας επισκέφθηκε το Παρίσι για να παραλάβει το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος που του απονεμήθηκε για την τριλογία του, τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Θυμάμαι μια συνάντηση μαζί του που είχε οργανώσει, αν δεν κάνω λάθος, ο πολυάνθρωπος τότε σύλλογος των Ελλήνων φοιτητών. Θυμάμαι ακόμη το εισαγγελικό ύφος των ερωτήσεων που δεν αφορούσαν ούτε το λογοτεχνικό του έργο, ούτε και το βραβείο του - αλίμονο, αυτά τα θεωρούσαμε δεδομένα, προφανή και άνευ σημασίας. Το μεγάλο θέμα ήταν ότι ο Τσίρκας, που ζούσε μεταφράζοντας, είχε ζητήσει να πάρει την υποτροφία Φορντ στα χρόνια της χούντας. Σκάνδαλο μέγα για τα προοδευτικά ήθη της εποχής. Ισοδυναμούσε με «ξεπούλημα». Ο Τσίρκας, άνθρωπος σεμνός, προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του και την αξιοπρέπειά του, όμως η «τσογλανοπαρέα», που λέει κι ο Σαββόπουλος, συνέχιζε να του κάνει κριτική. Ο Συκουτρής δεν έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, ο Τσίρκας δεν επεδίωξε καν να γίνει.
Αυτή ήταν και εξακολουθούσε να είναι η Ελλάδα, εμπλουτισμένη με την αλαζονεία της παρισινής διανόησης. Διότι οι κουλουροπώλαι του Συκουτρή μπορεί να μην είχαν ιδέα τι υπέγραφαν και τι ήταν αυτό το «Συμπόσιο», όμως οι φοιτητές που κατακεραύνωναν τον Τσίρκα ήταν βέβαιοι πως είναι οι καλύτεροι κριτές του έργου του και μιλούσαν, μέσω υποτροφίας Φορντ, για τη λογοτεχνία. Η χώρα και η πνευματική της ζωή έπλεε πλησίστια στα πελάγη της μεταπολίτευσης. Ας προσπεράσουμε το γεγονός ότι στα χρόνια αυτά και στα όσα ακολούθησαν, η πολιτική ένταξη, και δη στην Αριστερά, είχε αλώσει όλη την κοινωνική ζωή, από την οικονομική δραστηριότητα ώς τη συγγραφή ποίησης και μυθιστορημάτων. Ως και τον Σεφέρη είχε οικειοποιηθεί, μέσω της μουσικής του Θεοδωράκη και της κηδείας του που είχε μετατραπεί σε αντιδικτατορική διαδήλωση. Θυμάμαι ότι τον θάνατο του Κωνσταντίνου Τσάτσου μόνον η «Καθημερινή» τον ανέφερε στην πρώτη σελίδα, λες και η Ελλάδα ήταν γεμάτη από διανοητές του επιπέδου του.
Σημασία όμως έχει και κάτι ακόμη, ίσως πιο ουσιαστικό. Το γεγονός ότι στις μακρόσυρτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, την πνευματική ζωή δεν την όριζαν, όπως πριν από τη δικτατορία, οι Τερζάκηδες, οι Βενέζηδες και οι Θεοτοκάδες. Τον τόνο τον έδιναν οι πανεπιστημιακοί, οι φοιτητές που κατακεραύνωναν τον Τσίρκα για την υποτροφία Φορντ, οι οποίοι πήραν το δίπλωμά τους και βρήκαν μια θέση στο Πανεπιστήμιο. Οπου, μέσω των φοιτητικών οργανώσεων και λοιπών ισορροπιών, συναντούσαν το πνεύμα των κουλουροπωλών του Συκουτρή. Η διαφορά είναι πολύ απλή: ο Θεοτοκάς άρθρωνε δημόσιο λόγο εν ονόματι του πνευματικού του έργου. Ο πανεπιστημιακός αρθρώνει δημόσιο λόγο υπερασπιζόμενος τη θέση του ως υπάλληλος του ευλογημένου, παμμέγιστου ελληνικού Δημοσίου. Είναι κατ’ ανάγκη υποταγμένος σε επιταγές που υπερβαίνουν την πνευματική του ακεραιότητα. Δεν χρειάζεται να είσαι ιστορικός για να αντιληφθείς πόσο συνέβαλε στην αφυδάτωση της πνευματικής μας ζωής αυτή η στρέβλωση και πόσες αξίες κατέστρεψε.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Πήραμε και το Euro 2004, κάναμε και Ολυμπιακούς Αγώνες και όλα αυτά μας έμοιαζαν με γραφικές λεπτομέρειες. Αν μάλιστα δεν είχαμε την ατυχία να μας χτυπήσει ο ιός της κρίσης θα συνεχίζαμε να χτίζουμε πανεπιστήμια και να ανοίγουμε σχολές, μία σε κάθε καλλικρατικό δήμο τουλάχιστον, για να ενισχύουμε τον πολιτισμό μας, το πολυτιμότερο προϊόν μας. Και τώρα, γυμνοί και ανυπόδητοι, ψάχνουμε τον εαυτό μας. Είμαστε Ευρώπη; Είμαστε Βαλκάνια, Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, ή μήπως όλ’ αυτά μαζί; Πάντως καιρός να καταλάβουμε πως μας χρειάζονται οι Τσίρκες κι οι Θεοτοκάδες.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ