23 Φεβρουαρίου 2014

Το "αόρατο ράλι" των ελληνικών ομολόγων

[Δηλ. οι ξένοι τοκογλύφοι είναι μαλ@κες που σκίζονται να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα ή βλέπουν κάτι που οι κάφροι Έλληνες δεν μπορούν να δουν και δεν έχουν υπομονή να περιμένουν μέχρι να το πιάσουν στα χέρια τους; Ξέρω-Ξέρω: Αγοράζουν ελληνικά ομόλογα γιατι ξέρουν ότι θα πτωχεύσουμε και θα μας πάρουν τα σπίτια ... και τις γυναίκες...]

Του Ηλία Γ. Μπέλλου

Στο 7,62% κοντα σε χαμηλό τριάμισι ετών έχει περιέλθει το θεωρητικό κόστος δανεισμού του δημοσίου με το «μπροστινό» χρεόγραφο, αυτό που λήγει το 2023, να εμφανίζει επιτόκιο κάτω από το 6% και να αποτιμάται στο 72,5 σεντς ανά ευρώ ονομαστικής αξίας του όταν την 1η Ιουνίου του 2012 βρισκόταν μόλις στο 13,6.

Πρόκειται για ένα «αόρατο ράλι», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά διαχειριστής ξένου επενδυτικού fund με θέσεις στα ελληνικά κρατικά ομόλογα που προέκυψαν μετά το PSI, εξηγώντας πως το ράλι κρύβεται πίσω από το «καλάθι» των ομολόγων από το οποίο προκύπτει η απόδοση του 7,62% για τη δεκαετία. Η υπεραξία για το συγκεκριμένο ομόλογο του 2023 (ISIN GR0128010676) από τον Ιούνιο του 2012 έως σήμερα είναι της τάξης του 433%.

Το ράλι αυτό των ελληνικών ομολόγων κρύβεται όμως και πίσω από την πορεία του χρηματιστηρίου η οποία αν και μονοπωλεί την προσοχή του ευρύτερου επενδυτικού κοινού καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την συμπεριφορά της ομολογιακής. Μεγάλο μέρος της ανάκαμψης της ελληνικής αγοράς το τελευταίο 18μηνο έχει στηριχθεί και στο λεγόμενο rerating. Δηλαδή την βελτίωση της αποτίμησης των εισηγμένων όπως αυτή προκύπτει από τα μοντέλα αποτίμησης που στηρίζονται στην σχέση μετοχών-ομολόγων (WACC, weighted average cost of capital ή το κόστος που αναμένεται να επωμισθεί μια επιχείρηση για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες κεφαλαίου προς όλους του κατόχους αξιόγραφών της).

Το ράλι των ελληνικών κρατικών ομολόγων όμως έχει διαχυθεί και στα ομόλογα των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και σε μικρότερες εισηγμένες και μη επιχειρήσεις. Το ενδιαφέρων των Ελλήνων επιχειρηματιών για έκδοση ομολόγων βαίνει διαρκώς αυξανόμενο ενώ σύμφωνα με την προ εβδομάδων κλειστή παρουσίαση της HSBC σε μέλη του ΣΕΒ, ξένοι επενδυτές έχουν διοχετεύσει πάνω από 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της κρίσης που ξεκίνησε το 2008 σε ελληνικές ομολογιακές εκδόσεις και συνολικά 4,3 δισ. ευρώ από το 2006.

Έξοδο στις διεθνείς κεφαλαιαγορές φέρονται να ετοιμάζουν έτσι δεκάδες ελληνικές μεγάλες και μικρότερες επιχειρήσεις καθώς αναζητούν είτε να αναχρηματοδοτήσουν υποχρεώσεις τους είτε να εξασφαλίσουν κεφάλαια για την επιχειρηματικής τους δραστηριότητες. Κλειδί για την επιτυχή έκβαση αυτών των κινήσεων αποτελεί η διατήρηση της όρεξης των διεθνών επενδυτών για ανάληψη ρίσκου . Όρεξη η οποία τον Ιανουάριο έχει αποκλιμακώσει το κόστος δανεισμού για τις εκδόσεις υψηλών αποδόσεων ή high yield, όπως ονομάζονται, ευρωπαϊκών ομίλων κοντά στο 4,8% σύμφωνα με στοιχεία της Bank of America Merrill Lynch.

Η επενδυτική αυτή στροφή προς τα ομόλογα δεν είναι βέβαια ελληνικό φαινόμενο αν και στο καλό σενάριο για την οικονομία οι ελληνικές εκδόσεις εκτιμάται ότι εμφανίζουν δυνητικά μεγάλες υπεραξίες λόγω ακριβώς των υψηλότερων επιτοκίων που εμφανίζουν. Ολόκληρη η περιφέρεια της ευρωζώνης γνωρίζει δραστική αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές.

Έτσι στην Ισπανία που βγήκε αυτή την εβδομάδα στις αγορές με 10ετη έκδοση το επιτόκιο διαμορφώθηκε σε χαμηλό 7ετίας στο 3,52%. Επίπεδο που η χώρα είχε ξαναδεί το 2006 όταν αναπτυσσόταν με ρυθμούς της τάξης του 4% και το δημόσιο χρέος της ήταν στο 40% του ΑΕΠ, υποδιπλάσιο δηλαδή του σημερινού. Η Moody’s Investors Service αναβάθμισε μάλιστα την αξιολόγηση της Μαδρίτης αυτή την εβδομάδα.

Προχώρησε όμως και σε αναβάθμιση του outlook της Ιταλίας σε σταθερό από αρνητικό. Έτσι στην Ιταλία, και παρά την παραίτηση του πρωθυπουργού, οι αποδόσεις των 10ετων ομολόγων της υποχώρησαν στο 3,6%. Πρόκειται για το ομόλογο που λήγει το Μάρτιο του 2024 και έχει κουπόνι 4,5% η αξία του οποίου στην δευτερογενή είναι πλέον στα επίπεδα των 108 λεπτών ανά ευρώ. Υψηλότερα δηλαδή από την ονομαστική του αξία. Την ίδια ώρα το επιτόκιο για τη γερμανική δεκαετία βρίσκεται στο 1,66%.


Πηγή:www.capital.gr