Το μέλλον του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και η αναμενόμενη συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους απασχολούν ιδιαίτερα πολλά ευρωπαϊκά think tanks. Στο τραπέζι πέφτουν διάφορες λύσεις. Μία εξ αυτών διατυπώθηκε πρόσφατα από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) που εδρεύει στο Βερολίνο.
Σε μελέτη του με τίτλο «GDP-Linked Loans for Greece» (Δάνεια προς την Ελλάδα συνδεδεμένα με τον ΑΕΠ), το DIW προτείνει την ανταλλαγή μέρους των σημερινών δανείων προς τη χώρα μας με νέα δάνεια που αυτή τη φορά θα λαμβάνουν υπόψη για την αποπληρωμή τους την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ.
«Η ιδέα μας είναι να συνδεθούν τα επιτόκια των δανείων αυτών με τον ρυθμό του ελληνικού ΑΕΠ. Με τον τρόπο αυτόν, κατά τη διάρκεια περιόδων χαμηλής ανάπτυξης, η εξυπηρέτηση του χρέους θα μειώνεται. Σε περιόδους υψηλότερης ανάπτυξης», επισημαίνει ο Κριστόφ Γκρόσε Στέφεν, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, «η εξυπηρέτηση του χρέους αυτομάτως θα αυξάνεται». Αναμφίβολα πάντως μια τέτοια λύση θα απαιτούσε την έγκριση των εθνικών-κοινοβουλίων των κρατών-μελών.
Κατά τους συγγραφείς της μελέτης, η πρόταση αυτή θα προσέφερε τέσσερα πλεονεκτήματα. Κατ΄ αρχήν, ο κίνδυνος πτώχευσης της Ελλάδας σε σχέση με τα δάνεια του GLF θα μειωνόταν, καθώς η εξυπηρέτηση του χρέους θα συνδεόταν με τις οικονομικές συνθήκες σε κάθε δεδομένη στιγμή.
Ο κ. Στέφεν, εξηγεί ότι «αυτό θα ήταν επωφελές για τους πιστωτές της Ελλάδος, καθώς και το κόστος χρηματοδότησης στις αγορές κεφαλαίου θα μειωνόταν. Ερχόμαστε πια στο δεύτερο πλεονέκτημα της πρότασης μας. Από την στιγμή που η ελληνική πολιτική ηγεσία μπορεί να προβλέψει ότι η εξυπηρέτηση του χρέους θα χαλαρώνει σε περιόδους ασθενέστερης ανάπτυξης, π. χ. μετά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τότε τα εσωτερικά εμπόδια σε τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις θα πέφτουν».
Φυσικά δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή αναδιάρθρωση χρέους με άμεσο κούρεμα τους από τους Ευρωπαίους πιστωτές της Ελλάδας. Υπάρχουν επίσης άλλα δύο πλεονεκτήματα στην πρόταση του γερμανικού ινστιτούτου. «Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή της εξυπηρέτησης του χρέους» εξηγεί στο “ΒΗΜΑ” ο κ. Στέφεν, «θα οδηγούσε λιγότερη προ-κυκλική δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα. Όπερ σημαίνει ότι η φορολογία θα μειωνόταν σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης και οι δημόσιες δαπάνες θα περιορίζονταν όταν η ανάπτυξη είναι ισχυρή. Το γεγονός αυτό σταθεροποιεί το ΑΕΠ. Τέλος η σταθεροποίηση του ποσοστού του ελληνικού χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 125% το 2020 θα ήταν πιο ρεαλιστικός στόχος υπό ένα απαισιόδοξο σενάριο με συνεχιζόμενη ασθενή ανάπτυξη».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ
Σε μελέτη του με τίτλο «GDP-Linked Loans for Greece» (Δάνεια προς την Ελλάδα συνδεδεμένα με τον ΑΕΠ), το DIW προτείνει την ανταλλαγή μέρους των σημερινών δανείων προς τη χώρα μας με νέα δάνεια που αυτή τη φορά θα λαμβάνουν υπόψη για την αποπληρωμή τους την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ.
«Η ιδέα μας είναι να συνδεθούν τα επιτόκια των δανείων αυτών με τον ρυθμό του ελληνικού ΑΕΠ. Με τον τρόπο αυτόν, κατά τη διάρκεια περιόδων χαμηλής ανάπτυξης, η εξυπηρέτηση του χρέους θα μειώνεται. Σε περιόδους υψηλότερης ανάπτυξης», επισημαίνει ο Κριστόφ Γκρόσε Στέφεν, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, «η εξυπηρέτηση του χρέους αυτομάτως θα αυξάνεται». Αναμφίβολα πάντως μια τέτοια λύση θα απαιτούσε την έγκριση των εθνικών-κοινοβουλίων των κρατών-μελών.
Κατά τους συγγραφείς της μελέτης, η πρόταση αυτή θα προσέφερε τέσσερα πλεονεκτήματα. Κατ΄ αρχήν, ο κίνδυνος πτώχευσης της Ελλάδας σε σχέση με τα δάνεια του GLF θα μειωνόταν, καθώς η εξυπηρέτηση του χρέους θα συνδεόταν με τις οικονομικές συνθήκες σε κάθε δεδομένη στιγμή.
Ο κ. Στέφεν, εξηγεί ότι «αυτό θα ήταν επωφελές για τους πιστωτές της Ελλάδος, καθώς και το κόστος χρηματοδότησης στις αγορές κεφαλαίου θα μειωνόταν. Ερχόμαστε πια στο δεύτερο πλεονέκτημα της πρότασης μας. Από την στιγμή που η ελληνική πολιτική ηγεσία μπορεί να προβλέψει ότι η εξυπηρέτηση του χρέους θα χαλαρώνει σε περιόδους ασθενέστερης ανάπτυξης, π. χ. μετά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τότε τα εσωτερικά εμπόδια σε τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις θα πέφτουν».
Φυσικά δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή αναδιάρθρωση χρέους με άμεσο κούρεμα τους από τους Ευρωπαίους πιστωτές της Ελλάδας. Υπάρχουν επίσης άλλα δύο πλεονεκτήματα στην πρόταση του γερμανικού ινστιτούτου. «Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή της εξυπηρέτησης του χρέους» εξηγεί στο “ΒΗΜΑ” ο κ. Στέφεν, «θα οδηγούσε λιγότερη προ-κυκλική δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα. Όπερ σημαίνει ότι η φορολογία θα μειωνόταν σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης και οι δημόσιες δαπάνες θα περιορίζονταν όταν η ανάπτυξη είναι ισχυρή. Το γεγονός αυτό σταθεροποιεί το ΑΕΠ. Τέλος η σταθεροποίηση του ποσοστού του ελληνικού χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 125% το 2020 θα ήταν πιο ρεαλιστικός στόχος υπό ένα απαισιόδοξο σενάριο με συνεχιζόμενη ασθενή ανάπτυξη».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ