«Πρέπει να κάνεις μια ερώτηση στον εαυτό σου. Νομίζω πως είμαι τυχερός; Λοιπόν, είσαι, αλητάκο;». Είναι μια κλασική ατάκα από την ταινία «Dirty Harry» με τον Κλιντ Ίστγουντ που ο Guardian χρησιμοποιεί βάζοντας στον κεντρικό ρόλο το ΔΝΤ.
«Η αποχώρηση του Ταμείου από τις διαπραγματεύσεις ήταν ένα μήνυμα σύντομο και σκληρό», σημειώνει ο δημοσιογράφος Λάρι Έλιοτ και προσθέτει πως υπό το βάρος των διαφορών -που σύμφωνα με το ΔΝΤ είναι σημαντικές- και του αδιεξόδου στις συνομιλίες, οι δύο πλευρές απέχουν πολύ από μια συμφωνία. Παρά το γεγονός ότι στην αρχή της εβδομάδας είναι διαφανεί ότι βρίσκονται κοντά.
Γράφει ακολούθως: «Τη στιγμή που οι ελπίδες για μια λύση στην κρίση βρίσκονταν στα χέρια τους, η αισιοδοξία ξεφούσκωσε από τα νέα που ήρθαν από την Ουάσιγκτον. Το ΔΝΤ, φανερά, έφτασε στα όριά του. Δεν ένιωσε καλά που η Ελλάδα ομαδοποίησε τις πληρωμές του Ιουνίου και εκνευρίστηκε με την απροθυμία του Αλέξη Τσίπρα να διαβεί τις κόκκινες γραμμές του σε θέματα όπως οι συντάξεις και οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά. Τώρα, το ΔΝΤ στρέφει το όπλο στο κεφάλι του Τσίπρα. Πρόκειται για μια πολύ καθοριστική στιγμή όπου οι δανειστές προβάλλουν ένα τελεσίγραφο προς την Αθήνα (take it or leave it) και από την άλλη οι Έλληνες πρέπει να αποφασίσουν αν το ΔΝΤ το εννοεί».
Η μπλόφα
Μέχρι τώρα, σημειώνει ο Guardian, η Αθήνα θεωρούσε πως οι πιστωτές μπλοφάρουν. Η εκτίμησή τους ήταν πως υπάρχει πάντα λίγος χώρος για παζάρεμα και χρόνος για μια καλύτερη συμφωνία που θα αποτρέψει τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό, στον ΦΠΑ και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ζητούν οι δανειστές ως αντάλλαγμα για τα χρήματα που θα δώσουν.
Τι πίστευε η Αθήνα
Κατά τον Guardian, η Αθήνα έφτασε σε αυτό το συμπέρασμα επειδή θεώρησε πως οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν θα σπρώξουν την Ελλάδα έξω από το ευρώ, καθώς αυτό θα ήταν εμπόδιο για το μέλλον της Ευρωζώνης. Η θεωρήσή τους ήταν ότι η Μέρκελ επιθυμεί να συμβιβαστεί υπό το φόβο ότι η Ελλάδα εκτός του ευρώ θα πέσει στις αγκάλες του Πούτιν. Επίσης, ήταν πεπεισμένοι πως οι μεταρρυθμίσεις που ζητούνταν ήταν λανθασμένες και θα προκαλούσαν περισσότερο πόνο σε ένα πληθυσμό που ήδη έχει υποφέρει πολλά.
Τι λένε οι δανειστές
Από την μεριά τους, οι δανειστές ανταπαντούν πως η Ελλάδα δεν έχει θέλει πραγματικά να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και ότι δαπανά το 10% του ΑΕΠ της σε συντάξεις, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι μόλις 2%. Επιπροσθέτως, ξέρουν πως η Ελλάδα δεν έχει άλλα χρήματα. «Δεν αντέχουν να βλέπουν τον Τσίπρα να συμπεριφέρεται σαν να κρατάει αυτός το 44άρι Μάγκνουμ και να απειλεί πως θα τραβήξει τη σκανδάλη. Αυτή η ταινία κλιμακώνεται την επόμενη εβδομάδα», καταλήγει ο Έλιοτ.
WSJ: Καθυστερεί η Ελλάδα και θα γκρεμιστεί
Η Wall Street Journal σημειώνει πως πλέον η Ελλάδα βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού και ετοιμάζεται να πέσει. Ειδικά μετά από αυτή την ανυπόμονη δήλωση αποχώρησης του Ταμείου θα πρέπει να καταλάβει (η Ελλάδα) ότι δεν πρόκειται να λαβει άλλη προσφορά. Σίγουρα, όχι καλύτερη από αυτή που έχει ήδη στα χέρια της.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο γνώμης της αμερικανικής εφημερίδας, αυτή η εξέλιξη σίγουρα σοκάρει τον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος τις τελευταίες ημέρες έχει αποδυθεί σε μια προσπάθεια να τροποποιήσει τις προτάσεις που παρασκεύασαν οι πιστωτές ή, σε μια άλλη εκδοχή, να λάβει μια παράταση εννέα μηνών στο υπάρχον πρόγραμμα.
Φαίνεται, όμως, πως ενώ οι πιστωτές χαλάρωσαν κάπως τα αιτήματά τους ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα και μέρος των δημοσιονομικών στόχων, δεν επιθυμούν να κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω ως προς τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό – κάτι που η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να αγγίξει.
Το άρθρο αναφέρει πως δεν είναι τυχαία η εμμονή των θεσμών στις συντάξεις, καθώς μαζί με τους μισθούς ευθύνονται για το 80% των δημόσιων δαπανών, ενώ το 16% του ΑΕΠ της Ελλάδας έχει άμεση σχέση με τις συντάξεις (το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη). Οι δανειστές σημειώνουν πως χωρίς μεταρρυθμίσεις, οι δαπάνες θα φτάσουν στο 24% του ΑΕΠ μέχρι το 2050. Επομένως, κανένα σοβαρό πρόγραμμα δημοσιονομικής ισορροπίας δεν γίνεται να αγνοήσει τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Επιπλέον, τα όρια συνταξιοδότησης στην Ελλάδα -αντιτείνουν εκ νέου οι πιστωτές- είναι χαμηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα οι άνδρες βγαίνουν σε σύνταξη στην ηλικία των 61,9 (κατά μέσο) και οι γυναίκες στα 60,3 – όταν στον ΟΟΣΑ οι άνδρες βγαίνουν στα 64,2 και οι γυναίκες στα 63,1.
Μέσα σε όλα, η Αθήνα καθυστερεί επίσης να αναθεωρήσει τα λεγόμενα «ανθυγιεινά επαγγέλματα» – μια κατηγορία στην οποία συνωθούνται επαγγέλματα όπως αυτό του κομμωτή, του αρτοποιού, του ανθρακωρύχου και των εργατών στη χαλυβουργία. Αντ” αυτού, αναφέρει το άρθρο, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε να αυξήσει τις συντάξεις σε ορισμένους συνταξιούχους και αντιστέκονται σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις λέγοντας πως οι περικοπές κοντά στο 50% θα προκαλέσουν ανθρωπιστική κρίση.
«Το θέμα είναι ότι δεν προσφέρει και ιδέες για την εξεύρεση των χρημάτων για να κάνει αυτές τις γενναιόδωρες παροχές. Δεν μπορεί να θεωρηθεί σχέδιο η απαίτηση να πληρώσουν οι Γερμανοί φορολογούμενοι για να καλυφθεί το κενό. Οι βαθύτερες περικοπές στις συντάξεις και ο εξουθενωτικός πληθωρισμός θα είναι το αποτέλεσμα για την Ελλάδα αν φύγει από την Ευρωζώνη, καθώς δεν θα μπορεί να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματά της από τις αγορές», αναφέρει το άρθρο.
Και συνεχίζει ως εξής: « Η διαφορά μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των πιστωτών -σε αυτό το σημείο- είναι τόσο έντονη που είναι απίθανο να γίνει κάτι διαφορετικό, ακόμη και αν δοθεί περισσότερος χρόνος. Στην καλύτερη περίπτωση, μια καθυστέρηση θα άφηνε χρόνο για κάποιο πολιτικό ατύχημα που οδηγούσε σε εκλογές και θα έφερνε στην εξουσία μια πιο λογική κυβέρνηση. Αλλά, εν τω μεταξύ, η Ελλάδα, η Ευρωζώνη και οι επενδυτές θα έπρεπε να διαχειριστεί τα επίχειρα από την παρατεταμένη αβεβαιότητα.
»Μια ελληνική χρεοκοπία και μια πιθανή έξοδος από το ευρώ θα ήταν μια καταστροφή για τους Έλληνες και πιθανόν να έχει κόστος για την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Όμως, παρά το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων θέλουν να παραμείνουν στο ευρώ, στις πρόσφατες εκλογές ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα που τάσσονται κατά των μεταρρυθμίσεων. Αν οι Έλληνες δεν θέλουν να μεταρρυθμιστούν, τότε οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να εγγυηθούν την άρνησή τους».