Τι μας αφήνει αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία; Με τους υπολογισμούς του Reuters, που δημοσιεύθηκαν προσφάτως, μας αφήνει ένα κόστος 63 δισ. στην οικονομία. Με τους υπολογισμούς τους δικούς μου (που είμαι πολύ πιο ολιγαρκής...), μας αφήνει ένα δεκαπενθήμερο διακοπών – και αυτές αμφίβολες, διότι υποτίθεται ότι στο μεταξύ θα «τρέχει» διαπραγμάτευση για τη συνολική συμφωνία ή, για να το πούμε με τ’ όνομά του, Μνημόνιο. Μια εύθραυστη ανακωχή κερδίσαμε, λοιπόν, και αυτό είναι όλο.
Η γενική εικόνα της κατάστασης που αφήνω πίσω είναι τέτοια ώστε θα προτιμούσα να την ξεχάσω. Το κυβερνών κόμμα έχει εκ των πραγμάτων διασπαστεί, ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή θα διαμορφώνεται πλέον κατά τις εκάστοτε συνθήκες: πότε από εδώ με ψήφους ευρωπαϊστών και κεντροδεξιών, πότε από εκεί με ψήφους κομμουνιστών, δραχμιστών, εθνολαϊκιστών. Αποτέλεσμα της διάσπασης είναι ότι η κυβέρνηση έχει περιέλθει σε πρωτοφανή σύγχυση, την οποία αποδίδει θαυμάσια η ωραία φράση του Ν. Βούτση: «Είμαστε στη μνημονιακή παρέα, αλλά όχι στη μνημονιακή λογική».
Τόσο το χειρότερο, λοιπόν, διότι μπροστά μας υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γίνουν – και να γίνουν πράξεις, όχι μόνο νόμοι. Πράγματα τα οποία οι προηγούμενοι, με μισή καρδιά, δεν κατάφεραν να τα κάνουν. Πόσο εκτός πραγματικότητος θα πρέπει να είναι κάποιος, για να νομίζει ότι θα τα καταφέρουν αυτοί, οι οποίοι δεν έχουν καθόλου καρδιά για το έργο που πρέπει να γίνει;
Ας ληφθεί υπ’ όψιν, μάλιστα, ότι αυτή τη φορά είναι αλλιώς: δεν μιλούμε για έναν ακόμη κύκλο της ελληνικής αποτυχίας, το Grexit έπαψε πια να είναι ταμπού, βρίσκεται επάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και το ξέρουμε όλοι. Η απώλεια εμπιστοσύνης από την πλευρά της Ευρώπης δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς ιθύνοντες, νομίζω ότι πηγαίνει και παρακάτω. Δείτε, λ.χ., την ιδέα του περίφημου ownership· ότι η συμφωνία βασίζεται στην απαίτηση μια ολόκληρη κυβέρνηση να αλλάξει ως εκ θαύματος ιδέες, χάρη σε μία υπογραφή, είναι τόσο παράλογη και εξωπραγματική όσο ήσαν και οι ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία, την Ευρώπη, το τραπεζικό σύστημα κ.ο.κ. Η μεταστροφή του Σαούλ σε Παύλο δεν γίνεται με μια τζίφρα.
Αν καταφεύγουν πια σε τέτοια ακραία μέσα οι εταίροι προκειμένου να καταφέρουν να συνεννοηθούν μαζί μας και να συμφωνήσουμε, τότε είναι προφανές πως οι όροι απευθύνονται στην Ελλάδα γενικώς, όχι μόνο στην κυβέρνησή της. Η ευθύτητα αυτή –πείτε την και ωμότητα– απενοχοποιήθηκε και απελευθερώθηκε, αφού το 61,3% του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα είπε στους Ευρωπαίους: «Δεν σας θέλουμε». Το δημοψήφισμα ήταν τεράστιο λάθος, που ίσως αποδειχθεί μοιραίο στην πορεία της υπόθεσης. Το αποτύπωμα που άφησε στην Ευρώπη το ηρωικό «όχι» (που, υποτίθεται, σήμαινε «ναι» κ.λπ.) είναι ο παραλογισμός που υπάρχει στη συμφωνία.
Αυτό όμως που σε κάνει να ανατριχιάζεις όταν σκέπτεσαι το μέλλον (το μετά τις διακοπές, τέλος πάντων) είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει αφύσικα ατάραχη μπροστά στις προκλήσεις που την περιμένουν. Ή το παράκαναν παριστάνοντας ότι δεν τρέχει τίποτε με τη διάσπαση ή δεν έχουν πάρει είδηση, οπότε κινδυνεύουμε άπαντες.
Το ζήτημα της διακυβέρνησης είναι άμεσα συναρτημένο με την παραμονή στο ευρώ και την αποφυγή της κατάρρευσης στον γκρεμό της δραχμής – με ανατίναξη του κράτους παρομοίασε τις συνέπειες της εξόδου ο ίδιος ο πρωθυπουργός, υπενθυμίζω. Και όμως, τους βλέπεις να χαριεντίζονται αυτάρεσκα στις τελετές παραλαβής υπουργείων – σαν να ζουν για λίγο και αυτοί τη δική τους, αν όχι εποχή, τουλάχιστον εβδομάδα της αστακομακαρονάδας. Βλέπεις επίσης την κυβέρνηση τελείως αναποφάσιστη, μετέωρη. Εχει αποδεχθεί την πραγματικότητα της διάσπασης, όχι όμως και τις συνέπειές της. Θα βαδίσει, λοιπόν, την οδό του σουρεαλισμού «και βλέπουμε», που θα έλεγε και ο Φλαμπουράρης ρουφώντας το φραπεδάκι του.
Η διάσπαση τους παρέλυσε, διότι ως αληθινοί αριστεροί έχουν μέσα τους την απαραίτητη δόση του ψώνιου ότι δήθεν μιλάμε με την Ιστορία! (Ως προς δε τις αισθητικές αναλογίες του, σας παραπέμπω στο πάντα αυστηρό ύφος της Νάντιας Βαλαβάνη.) Συνεπώς, όπως η πολιτική πάντα προηγείται της οικονομίας και η θεωρία της πραγματικότητας, έτσι και τώρα, για το είδος των αριστερών που απαρτίζουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα προηγείται και η χώρα μπορεί να περιμένει. Η πραγματικότητα της χρεοκοπίας που τόσο πολύ τρόμαξε τον Αλέξη Τσίπρα τώρα ωχριά μπροστά στο υπαρξιακό δράμα της Αριστεράς, που διασπάται στους έξι μήνες της πρώτης φοράς της.
Καθώς πλησιάζω στο τέλος της τελευταίας στήλης γι’ αυτήν τη σεζόν, αφήνω λοιπόν τον ΣΥΡΙΖΑ σε κατάσταση όπου οι δύο πλευρές παίζουν μεταξύ τους το blame game. Κάτι έμαθαν τουλάχιστον από όλους αυτούς τους μήνες που άλλαζαν την Ευρώπη με τη σκληρή τους διαπραγμάτευση...
Εν πάση περιπτώσει, το έργο συνεχίζεται. Θα επιστρέψουμε, είτε θέλουμε είτε όχι, στην παρακολούθηση της συγχώνευσης πολιτικής και σουρεαλισμού, που επιτελείται στις μέρες μας με την «πρώτη φορά Αριστερά», και με κάνει να σκέπτομαι ότι η εποχή του «ανήκωμεν εις την Δύσιν» κινδυνεύει να τελειώσει με τρόπο που θυμίζει ταινία του Μπουνιουέλ.
Αρκετά όμως με την καταστροφή. Τώρα να σας αποχαιρετήσω με κάτι αισιόδοξο: τη μόνη λύση για τη σωτηρία της Ελλάδας, αν όχι ως χώρας τουλάχιστον ως έννοιας στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Η πατρότητα της ιδέας ανήκει σε έναν εκ των σοφών γερόντων φίλων μου και είναι η εξής: να απαγορευθεί στους Ελληνες να ζουν σε απόσταση μικρότερη των 200 χιλιομέτρων ο ένας από τον άλλον. Συμφωνώ απολύτως, υπό την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός θα αφορά οικογένειες και όχι άτομα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ