Ρητορική αοριστολογίας και υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα σε ό,τι αφορά γενικά τον χώρο της υγείας και ιδίως τον κλάδο των νοσηλευτών, διαπιστώνει η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Νοσηλευτών (ΠΑΣΥΝΟ) ΕΣΥ, έπειτα από την ανάγνωση του Σχεδίου Κυβερνητικού Προγράμματος που κοινοποιήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης της 20ης Σπετεμβρίου.
«Στις τρεισήμισι σελίδες της αναφοράς στην υγεία, και ο πιο καλόπιστος αναγνώστης, με κόπο θα βρει μερικά απτά αποτελέσματα της πολιτικής του Υπουργείου Υγείας. Παρά τον υπερτονισμό της (σωστής και δίκαιης) κατάργησης του εισιτηρίου πρόσβασης των 5 € στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, ο απολογισμός των πεπραγμένων του υπουργικού επιτελείου φαντάζει εξαιρετικά αναιμικός, πνιγμένος μέσα στην σύγχυση της υπαρξιακής ταραχής που διαπνέει το κείμενο, διατυπώνοντας από τη μια, την ανάγκη της ανάδειξης της ταξικής διάστασης της προσβασιμότητας στις δομές της υγείας, διαπράττοντας δε την αποδυνάμωση της ΠΦΥ και των υπηρεσιών του ΠΕΔΥ» υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΠΑΣΥΝΟ ΕΣΥ και γενικός γραμματέας της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδας (ΕΝΕ), κ. Αριστείδης Δάγλας.
Όπως παρατηρεί «οι εξαγγελλόμενες δεσμεύσεις για «αναδιοργάνωση του ΕΣΥ, ανάσχεση της λειτουργικής κατάρρευσης των δημοσίων δομών και διευκόλυνση της φροντίδας των πολιτών», έχουν γραφεί πριν τις εκλογές της 25ης του Ιανουαρίου και βιαστικά βγήκαν απ’ τον καταψύκτη των προεκλογικών γενικολογιών, μόνο και μόνο για να γεμίσουν τη σελίδα που τις φιλοξενεί» και θέτει το ερώτημα τι ήταν αυτό που εμπόδισε την κυβέρνηση να πραγματοποιήσει έστω ελάχιστο μέρος απ’ την υλοποίησή τους.
Το Σχέδιο για την υγεία του ΣΥΡΙΖΑ προαναγγέλλει αναχρηματοδότηση της δημόσιας περίθαλψης, την επανεπένδυση στην ΠΦΥ, την ενίσχυση του ρόλου της επιτροπής διαπραγμάτευσης του ΕΟΠΥΥ, τηνανατιμολόγηση των εργαστηριακών εξετάσεων, την ενσωμάτωση των διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων, την αναβάθμιση της δημόσιας φαρμακευτικής πολιτικής με τη μείωση της συμμετοχής των πολιτών στη φαρμακευτική δαπάνη, προτάσεις που, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΠΑΣΥΝΟ ΕΣΥ, «περισσότερο φαντάζουν ως ομολογία αστοχίας και πολιτικής στειρότητας, παρά ως ελπιδοφόρες εξαγγελίες με πιθανότητες άμεσης ή έστω έμμεσης υλοποίησης».