Ο Ντάισελμπλουμ αναφέρει συγκεκριμένα για την Ελλάδα πως στο Eurogroup «θα γίνει συζήτηση για τα μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης που θα μπορούν να αναπτυχθούν όταν θα υπάρχει διαρθρωτικός δημοσιονομικός χώρος πάνω από τους στόχους του προγράμματος για το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού».
Η αποσαφήνιση του Ολλανδού υπουργού Οικονομικών συγκρούεται με όσα έχει επανειλημμένα υποστηρίξει για τα λεγόμενα «θετικά» μέτρα η κυβέρνηση μετά το τελευταίο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου. Είναι δε σε διαφορετικό πνεύμα και με την ενημέρωση που παρείχε στα ΜΜΕ στις 9 Μαρτίου ο υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Στην εν λόγω ενημέρωση ο κ. Τζανακόπουλος ανέφερε για τα αντισταθμιστικά μέτρα τα εξής: «Βασική αρχή της συμφωνίας είναι πως όποια μέτρα συμφωνηθούν για την περίοδο μετά το 2019 θα έχουν μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθεί και ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018».
Η διαφορά είναι πρόδηλη. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ ξεκαθαρίζει πως τα θετικά μέτρα θα ενεργοποιηθούν όταν ξεπεραστεί ο στόχος για το πλεόνασμα και θα αφορούν στο ποσό της υπεραπόδοσης. Εάν για παράδειγμα ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 είναι 3,5% του ΑΕΠ και τελικά επιτευχθεί πλεόνασμα 3,7% του ΑΕΠ, τα θετικά μέτρα θα αφορούν στο 0,2% του ΑΕΠ που είναι ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος.
Η ελληνική κυβέρνηση, μέσω του πορτ παρόλ του κ. Τζανακόπουλου, αλλά και μελών του οικονομικού επιτελείου υποστηρίζει πως θα αρκεί η επίτευξη και όχι η υπέρβαση του στόχου για το πλεόνασμα προκειμένου να ενεργοποιηθούν τα θετικά μέτρα. Δηλαδή η κυβέρνηση για τους δικούς της εσωτερικούς πολιτικούς λόγους εμφανίζεται να υποστηρίζει πως εάν ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 ύψους 3,5% του ΑΕΠ απλά πιαστεί, χωρίς να ξεπεραστεί, τότε αυτομάτως θα τεθούν σε ισχύ τα θετικά μέτρα. Αλλά αυτό δεν είναι η πραγματικότητα που περιγράφει ο Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Η αποσαφήνιση του Ολλανδού υπουργού Οικονομικών συγκρούεται με όσα έχει επανειλημμένα υποστηρίξει για τα λεγόμενα «θετικά» μέτρα η κυβέρνηση μετά το τελευταίο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου. Είναι δε σε διαφορετικό πνεύμα και με την ενημέρωση που παρείχε στα ΜΜΕ στις 9 Μαρτίου ο υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Στην εν λόγω ενημέρωση ο κ. Τζανακόπουλος ανέφερε για τα αντισταθμιστικά μέτρα τα εξής: «Βασική αρχή της συμφωνίας είναι πως όποια μέτρα συμφωνηθούν για την περίοδο μετά το 2019 θα έχουν μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθεί και ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018».
Η διαφορά είναι πρόδηλη. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ ξεκαθαρίζει πως τα θετικά μέτρα θα ενεργοποιηθούν όταν ξεπεραστεί ο στόχος για το πλεόνασμα και θα αφορούν στο ποσό της υπεραπόδοσης. Εάν για παράδειγμα ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 είναι 3,5% του ΑΕΠ και τελικά επιτευχθεί πλεόνασμα 3,7% του ΑΕΠ, τα θετικά μέτρα θα αφορούν στο 0,2% του ΑΕΠ που είναι ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος.
Η ελληνική κυβέρνηση, μέσω του πορτ παρόλ του κ. Τζανακόπουλου, αλλά και μελών του οικονομικού επιτελείου υποστηρίζει πως θα αρκεί η επίτευξη και όχι η υπέρβαση του στόχου για το πλεόνασμα προκειμένου να ενεργοποιηθούν τα θετικά μέτρα. Δηλαδή η κυβέρνηση για τους δικούς της εσωτερικούς πολιτικούς λόγους εμφανίζεται να υποστηρίζει πως εάν ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 ύψους 3,5% του ΑΕΠ απλά πιαστεί, χωρίς να ξεπεραστεί, τότε αυτομάτως θα τεθούν σε ισχύ τα θετικά μέτρα. Αλλά αυτό δεν είναι η πραγματικότητα που περιγράφει ο Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Στα «χαρτιά» η «αντιστάθμιση»
Η σκόπιμη «παρερμηνεία» της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου για τα αντισταθμιστικά μέτρα εκ μέρους της κυβέρνησης γίνεται προκειμένου να δικαιολογηθούν επώδυνες υποχωρήσεις όπως η δραστική μείωση του αφορολογήτου και η περικοπή των συντάξεων. Το παράδοξο όμως είναι το γεγονός πως από τις συζητήσεις κυβέρνησης – θεσμών δεν έχουν προκριθεί μέτρα που να ανακουφίζουν εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν από τη μείωση του αφορολογήτου και τη μείωση των συντάξεων.
Αρχικά η κυβέρνηση διεκδικούσε τη μείωση του ΕΝΦΙΑ ώστε να ελαφρυνθούν οι ιδιοκτησίες που δεν αποφέρουν κανένα εισόδημα, κάτι που δεν αποδεχτήκαν οι δανειστές, χωρίς όμως να αποκλείσουν εντελώς κάποιες διορθωτικές κινήσεις στον φόρο. Το οικονομικό επιτελείο έθεσε στη διαπραγμάτευση τη μείωση του ΦΠΑ στα καύσιμα, κάτι που όμως επίσης απέρριψαν ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και ESM. Το ίδιο δε έπραξαν και για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών.
Στις συζητήσεις των Αθηνών που ολοκληρώθηκαν την προηγούμενη Πέμπτη το βάρος των θεσμών έπεσε στη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις, στη μείωση των ανώτατων συντελεστών φορολογίας φυσικών προσώπων και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής με δράσεις όπως η καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας. Ωστόσο, καμία από αυτές τις παρεμβάσεις δεν λειαίνει τις επιπτώσεις από τα μέτρα ύψους 3,6 δισ. ευρώ που καλείται να προνομοθετήσει η κυβέρνηση για το 2019.
Η σκόπιμη «παρερμηνεία» της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου για τα αντισταθμιστικά μέτρα εκ μέρους της κυβέρνησης γίνεται προκειμένου να δικαιολογηθούν επώδυνες υποχωρήσεις όπως η δραστική μείωση του αφορολογήτου και η περικοπή των συντάξεων. Το παράδοξο όμως είναι το γεγονός πως από τις συζητήσεις κυβέρνησης – θεσμών δεν έχουν προκριθεί μέτρα που να ανακουφίζουν εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν από τη μείωση του αφορολογήτου και τη μείωση των συντάξεων.
Αρχικά η κυβέρνηση διεκδικούσε τη μείωση του ΕΝΦΙΑ ώστε να ελαφρυνθούν οι ιδιοκτησίες που δεν αποφέρουν κανένα εισόδημα, κάτι που δεν αποδεχτήκαν οι δανειστές, χωρίς όμως να αποκλείσουν εντελώς κάποιες διορθωτικές κινήσεις στον φόρο. Το οικονομικό επιτελείο έθεσε στη διαπραγμάτευση τη μείωση του ΦΠΑ στα καύσιμα, κάτι που όμως επίσης απέρριψαν ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και ESM. Το ίδιο δε έπραξαν και για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών.
Στις συζητήσεις των Αθηνών που ολοκληρώθηκαν την προηγούμενη Πέμπτη το βάρος των θεσμών έπεσε στη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις, στη μείωση των ανώτατων συντελεστών φορολογίας φυσικών προσώπων και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής με δράσεις όπως η καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας. Ωστόσο, καμία από αυτές τις παρεμβάσεις δεν λειαίνει τις επιπτώσεις από τα μέτρα ύψους 3,6 δισ. ευρώ που καλείται να προνομοθετήσει η κυβέρνηση για το 2019.
Θανάσης Κουκάκης , CNN Greece