09 Μαΐου 2018

Κασιμάτης: Η Ελλάδα του Τζέιμς Πάρις


[Τέτοια κιτς σκηνικά δίνουν την ευκαιρία σε απάτριδες νεοφιλελέδες σαν τον Κασιμάτη να διακωμωδούν την ελληνική ιστορία, άσε που έχει δίκιο ότι πρέπει να είμαστε ο μοναδικός λαός στον κόσμο που αναπαριστά μάχες που χάσαμε...]

[ΦΩΤΟ-Ο Ζαχαρίας μόλις διακρίνεται αριστερά της κυρίας. Η ωραία σκηνή είναι από το Χάιντ Παρκ στο Λονδίνο, όπου η θερμοκρασία χθες έφθασε τους 29 βαθμούς.]

​​Η αναπαράσταση ιστορικού γεγονότος, που γίνεται για τουριστικούς, εκπαιδευτικούς, ψυχιατρικούς ή άλλους λόγους (στην αγγλική, reenactment), είναι πάντα μια προβληματική υπόθεση. Είναι, συνήθως, ένα μασκαραλίκι που εκλιπαρεί να το πάρουν σοβαρά. Είναι μια παχιά, ανισόρροπη κότα, που τη βασανίζει η εμμονή ότι μπορεί να πετάξει κι όλο λαχανιάζει η κακομοίρα τρέχοντας για να απογειωθεί, χωρίς ποτέ να τα καταφέρνει.

Ας μην κοροϊδευόμαστε: Για να είναι πειστική μια αναπαράσταση, προϋποθέτει τέτοια δαπάνη, τέτοια γνώση και τέτοια οργάνωση, ώστε την κάνεις μόνο εφόσον προσδοκάς βασίμως ένα σημαντικό κέρδος από την επένδυση. Η απόδειξη αυτού είναι ότι μόνο το Χόλιγουντ κάνει σήμερα σοβαρές, ρεαλιστικές αναπαραστάσεις. Πολύ σπανιότερα, λειτουργεί και το κίνητρο του γοήτρου. Τέτοια είναι, λ.χ., η περίπτωση της σοβιετικής κινηματογραφικής παραγωγής του «Πόλεμος και ειρήνη», η οποία έγινε στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου ως απάντηση στις αξιώσεις του Χόλιγουντ – και η οποία παραμένει, νομίζω, ανυπέρβλητη από κάθε πλευράς.

Τι να περιμένεις, λοιπόν, από την τρίτη αναπαράσταση της μάχης του Ρούπελ, στην οποία θα λάβουν μέρος 50 άτομα από Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία; Οχι σπουδαία πράγματα, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η παράσταση (αυτός είναι ο σωστός όρος, όχι «αναπαράσταση») είναι υπό την αιγίδα του ΥΕΘΑ, του Τζιτζικώστα και του τοπικού δήμου. Φαντάζομαι τίποτε υπέρβαρους, με χονδρούς και ξυρισμένους σβέρκους, να αγκομαχάνε μεταμφιεσμένοι, τρέχοντας στην εξοχή, μέσα σε ψεύτικες εκρήξεις και καπνογόνα. Να προσέξουν μη στραμπουλίξουν κανένα ποδάρι, θα συμβούλευα. Αν και δεν νομίζω να τους συμβεί κάτι χειρότερο, αφού η Ελλάδα παθαίνει, δεν μαθαίνει και ποτέ δεν πεθαίνει – ειδικά δε η Ελλάδα στην εκδοχή του Τζέιμς Πάρις.

Εντούτοις, οι τακτικοί αναγνώστες, τουλάχιστον αυτοί, γνωρίζουν ότι σε θέματα καλλιτεχνίας η κριτική της στήλης αποστρέφεται τη στειρότητα της άρνησης και, γι’ αυτό, προσπαθεί να προσφέρει λύσεις, πάντα αφιλοκερδώς. Εδώ, λοιπόν, έχουμε τη Μάχη του Ρούπελ, δηλαδή ένα θλιβερό φιάσκο, το οποίο πρέπει να απογειώσουμε. Πώς θα το πετύχουμε; Πολύ απλό: Με μια μικρή στροφή της σκηνοθεσίας προς τη σάτιρα. Εγκαθίσταται στον χώρο μικροφωνική και ανατίθεται η περιγραφή της διαδικασίας στον Κώστα Πρέκα! Ντυμένος όπως αισθάνεται καλύτερα, με το μπαλέτο του ή χωρίς, σε κείμενα δικά του. Τολμήστε το –απευθύνομαι στους διοργανωτές– και θα δείτε καραβάνια προσκυνητών να έρχονται από την Αθήνα για να παρακολουθήσουν την παράσταση. Αν δεν το προλαβαίνετε φέτος, ετοιμάστε το για του χρόνου. Θα συμπίπτει με τα πενήντα χρόνια της ταινίας του Ντίμη Δαδήρα «Οχι», όπου υπάρχει η περίφημη σκηνή με τον Πρέκα στο πολυβολείο...

Εύγε!

Υψηλόβαθμο στέλεχος του Οργανισμού International Baccalaureate (IBO) προτείνει την εισαγωγή του προγράμματος και σε δημόσια σχολεία. Επειδή διαβάζω ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει «ιδιαίτερη γνώση της ελληνικής πραγματικότητας», αντιλαμβάνομαι ότι ο μόνος λόγος να κάνει δημοσίως τη συγκεκριμένη πρόταση πρέπει να είναι ότι έχασε κάποιο ανόητο στοίχημα και πρέπει τώρα να πει δημοσίως κάτι αστείο, στα όρια του γελοίου.

Δύο λόγοι καθιστούν την ιδέα ανεφάρμοστη. Κατ’ αρχάς, το μεγάλο κόστος, δεδομένου ότι τα μαθήματα πρέπει να γίνονται από αγγλομαθείς καθηγητές, με ευχέρεια στην αγγλική, που μόνο μετά παραμονή στο εξωτερικό αποκτάται. Θα προσλάβει τέτοιων προδιαγραφών καθηγητές το Δημόσιο και θα τους πληρώσει αναλόγως; Επειτα, είναι η επιλεκτικότητα του προγράμματος. Δεν μπορεί ο κάθε μαθητής που το επιθυμεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα· αναγκαστικά, πρέπει να επιλεγούν οι καλύτεροι (οι άριστοι, να το πω ψιθυριστά...) για τις προδιαγραφές του προγράμματος. Είναι δυνατόν τέτοια «ελιτίστικη» πολιτική, όπως θα τη χαρακτηρίσουν οι συνδικάλες, να περάσει στο υπουργείο που έχει επικεφαλής τον απίθανο κ. Γαβρόγλου; Ποιος άνθρωπος που έχει τα μυαλά του στο κεφάλι του μπορεί να φαντάζεται Ι.Β. σε δημόσιο σχολείο;

Αλλά και κάτι ακόμη, ίσως βασικότερο, που μου ήλθε εκ των υστέρων: Θα έκανε ποτέ το ελληνικό κράτος παρόμοια επένδυση, προκειμένου οι επωφελούμενοι μαθητές να φεύγουν στο εξωτερικό; Διότι ο μόνος λόγος για τον οποίον κάνεις το πρόγραμμα αυτό είναι οι σπουδές εκτός Ελλάδος. Δεν το κάνεις για να καταλήξεις στην Κομοτηνή ή στο Καρπενήσι. Επομένως, θαυμάζω τον ευγενή ιδεαλισμό που υπαγορεύει τη συγκεκριμένη πρόταση και βδελύσσομαι τους αχρείους που θα τον πουν αφέλεια, αλλά ας το αφήσουμε καλύτερα. Εύγε και φεύγε...

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ