31 Αυγούστου 2019

Σε πλήρες αντιπολιτευτικό αδιέξοδο ο ΣΥΡΙΖΑ: Αλεπάλληλα βατερλό στη Βουλή, ασυνεννοησία και απουσία στρατηγικής

Το χθεσινό φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα στη συζήτηση στη Βουλή για την επιλογή του αρχηγού της ΕΥΠ, όπου ενώ είχε ζητήσει ονομαστική ψηφοφορία, οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτίμησαν τις... παραλίες, αποτελεί το ένα ακόμα παράδειγμα της αδυναμίας του κόμματος να ξεδιπλώσει μια συνεκτική και αποτελεσματική αντιπολιτευτική τακτική, τέτοια που να μην αφήνει την κυβέρνηση να έχει την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων και ταυτόχρονα να ασκεί πραγματική πίεση στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες, η διεύθυνση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ έσπασε τα τηλέφωνα στους βουλευτές της τις τελευταίες μέρες, προκειμένου να «μαζευτούν» μέχρι το τέλος της εβδομάδας και να αιτηθούν ονομαστικής ψηφοφορίας, για το θέμα της διοίκησης της ΕΥΠ, ωστόσο η σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή έμεινε στα σκαριά και αναμένεται η έναρξή της με τις πρώτες βροχές, που θα σημάνουν τη λήξη του θέρους για τους ΣΥΡΙΖαίους.

Αυτή η αδυναμία όμως γίνεται ακόμη πιο εμφανής, εάν αναλογιστούμε ότι ο πολιτικός χρόνος που προηγήθηκε δεν ήταν νεκρός, αλλά γεμάτος από πολιτικά γεγονότα, ιδίως από τη στιγμή που η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε να μπει επιθετικά στη διακυβέρνηση να προχωρήσει σε ένα μπαράζ νομοθετικών πρωτοβουλιών.

Παρ’ όλα αυτά οι παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν αρκετά ασυντόνιστες και το κυριότερο χωρίς εκείνο τον αιχμηρό τόνο που θα μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση.

Γιατί μπορεί να η νίκη της ΝΔ να ήταν καθαρή ως προς την πρωτιά και την αυτοδυναμία, όμως δεν παύει να είναι μια κυβέρνηση που δεν πήρε καν το 40% που για δεκαετίες θεωρούσαμε ως το «κατώφλι» μιας ισχυρής κυβέρνησης, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας.

Τα παραδείγματα αυτής της αντιπολιτευτικής αφλογιστίας, εκτός από το χθεσινό, είναι αρκετά.

Στη συζήτηση για τις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης η κριτική ταλαντευόταν ανάμεσα στην κριτική σε αυτά που πρότεινε η ΝΔ και σε μια προσπάθεια να κατοχυρωθεί ότι πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ τα είχε θεσπίσει.

Στο «επιτελικό κράτος» η κριτική επικέντρωσε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως «συγκεντρωτικός», χωρίς ουσιαστική κριτική της μετάβασης σε ένα πρωθυπουργικό μοντέλο.

Στις αναγγελίες για μειώσεις φόρων δεν προσέφερε κάποια ουσιαστικά αντίρρηση. Στα θέματα που αφορούσαν την Τοπική Αυτοδιοίκηση περιορίστηκε στη γενικόλογη κριτική ότι «καταργείται η απλή αναλογική».

Ακόμη και στις τροπολογίες Βρούτση, παρότι εκεί πέραν του πολιτικού υπήρχε και διαδικαστικό ζήτημα, έγινε ο όποιος θόρυβος και τελικά επελέγη η αποχώρηση ως προσφορότερη επιλογή.

Για το θέμα της επιλογής ηγεσίας της δικαιοσύνης ουσιαστικά αποδέχτηκε το δικαίωμα της κυβέρνησης να προχωρήσει σε δική της επιλογή ηγεσίας, παρότι είχε προηγηθεί η πρώτη φορά που μια τέτοια απόφαση δεν επικυρώθηκε από τον πρόεδρο της δημοκρατίας.

Για τη ΔΕΗ απλώς επισημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητες οι αυξήσεις στα τιμολόγια.

Ακόμη και σε θέματα, στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, με βάση την ιδιαίτερη ιδεολογική του φόρτιση θα μπορούσε να βγει πιο επιθετικά η κριτική ήταν υποτονική. Π.χ. για το θέμα των Εξαρχείων, όπου η κυβέρνηση κινδύνευσε να βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρό επικοινωνιακό πρόβλημα, καθώς μια επιχείρηση υποτίθεται για την καταπολέμηση της ανομίας και της διακίνησης ναρκωτικών, κατέληξε απλώς στο να μετακινήσει σε νέο χώρο πάνω από 140 μετανάστες και πρόσφυγες, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην σηκώσει ιδιαίτερα υψηλούς τόνους.

Ακόμη και η εμφανής υπαναχώρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την προεκλογική δέσμευση να θέσει εξαρχής θέμα πλεονασμάτων στις συζητήσεις με τους εταίρους μας την ΕΕ, πέραν ανακοινώσεων δεν έχει αποτελέσει πραγματική αιχμή.

Ο βασικός λόγος για αυτή την ιδιότυπη αντιπολιτευτική αναποτελεσματικότητα του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός της διακυβέρνησης που άσκησε.

Γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι δεν «μεταλλάχτηκε» από το γεγονός ότι άσκησε διακυβέρνηση και μάλιστα εφάρμοσε επιθετικές μνημονιακές πολιτικές, όμως οι πολιτικές που εφάρμοσε παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στα όρια της σημερινής πολιτικής πρακτικής του.

Πώς μπορεί να κάνει κριτική στη ΝΔ για την εμφανή υπαναχώρηση ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα ένα κόμμα που όταν ήταν στην εξουσία αποδέχτηκε αυτά τα πλεονάσματα και μάλιστα σε μια κυνική διαπραγμάτευση όπου αυτά ήταν το αντάλλαγμα για να μπορεί να βγαίνει και να λέει ο Αλέξης Τσίπρας ότι «έβγαλε τη χώρα από τα Μνημόνια»;

Πώς να ασκήσει κριτική στις ιδιωτικοποιήσεις ένα κόμμα που ολοκλήρωσε την πώληση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, επικύρωσε τελικά το σχέδιο για το Ελληνικό, δημιούργησε το Υπερταμείο και υποθήκευσε σε αυτό το σύνολο της δημόσιας περιουσίας;

Πώς να μιλήσει για τα εργασιακά ένα κόμμα που συνέβαλε στην επέκταση της ελαστικής απασχόλησης και έχει την ευθύνη για τον Νόμο Κατρούγκαλου;

Πώς να κάνει αντιπαράθεση για το προσφυγικό ή τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» στα Εξάρχεια ένα κόμμα που επί τέσσερα χρόνια δεν μπόρεσε να διαμορφώσει αξιοπρεπείς ανοιχτές δομές φιλοξενίας για το σύνολο των προσφύγων και των αιτούντων ασύλου στη χώρα, την ώρα που σπαταλήθηκαν τεράστια ποσά;

Πώς να κάνει κριτική για το αναδυόμενο «πρωθυπουργοκεντρικό» μοντέλο διακυβέρνησης ένα κόμμα που επί της δική του διακυβέρνησης επίσης το «Μαξίμου» λειτουργούσε ως «κράτος εν κράτει» και που τύποι σαν τον Πετσίτη μπορούσαν να το επικαλούνται ακόμη και ως ιδιότητα;

Πώς να μιλήσει για τα ζητήματα του περιβάλλοντος, που είναι πραγματικά κρίσιμα, ένα κόμμα που π.χ. βγάζει ανακοινώσεις για τον Αμαζόνιο, αλλά δεν είχε πρόβλημα να προωθήσει τις εξορύξεις και στο Ιόνιο και στην Ήπειρο, παρά τις αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων;

Αυτή είναι τελικά και η αιτία του διαφαινόμενου αντιπολιτευτικού αδιεξόδου του ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι η επίγνωση ότι δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει σε όλα κριτική, όταν σε μεγάλο βαθμό έχει εφαρμόσει ανάλογες πολιτικές και ότι για τέσσερα χρόνια ασκούσε μια διακυβέρνηση που ούτε ως αριστερή ούτε ως προοδευτική μπορούσε να χαρακτηριστεί...