To Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου, με ομόφωνη απόφαση παραμέρισε διατάγματα, που είχε εξασφαλίσει η πρώην Λαϊκή Τράπεζα, «ξεπαγώνοντας» έτσι περιουσιακά στοιχεία δισεκατομμυρίων των Ανδρέα Βγενόπουλου και της Marfin Investments Group Holdings S.A και Ευθύμιου Μπουλούτα και Κυριάκου Μάγειρα.
Το διατάγματα είχαν καταστεί απόλυτα με ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 29 Απριλίου 2013. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει πως τα μονομερώς εκδοθέντα Διατάγματα υπήρξαν «δραστικά», αφού «πάγωναν» περιουσιακά στοιχεία εντός και εκτός Κύπρου τριών φυσικών και ενός νομικού προσώπου. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον Α. Βγενόπουλο και την Marfin, η «παγοποίηση» αφορούσε μέχρι ποσό €3,79 δισ, ενώ σε ό,τι αφορά τον Κ. Μάγειρα μέχρι ποσού €1,5 δισ.
Υπενθυμίζεται ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης δυνάμει των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 22/3/2013.
Ωστόσο μερικούς μήνες προηγουμένως, συγκεκριμένα στις 26/11/2012, η ίδια τράπεζα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα στην Αγωγή με αρ. 8400/2012, με το οποίο αξίωνε εναντίον 12 προσώπων αποζημιώσεις μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Ανδρέας Βγενόπουλος, Ευθύμιος Μπουλούτας και Κυριάκος Μάγειρας, οι οποίοι είχαν διατελέσει στο παρελθόν αξιωματούχοι της Τράπεζας.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, η θέση των Εφεσειόντων είναι ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έκδοση (και οριστικοποίηση) των επίδικων Διαταγμάτων, εφόσον δεν υπήρχε ο δικαιοδοτικός όρος του Κατεπείγοντος ή άλλων ειδικών περιστάσεων, που να δικαιολογούσαν την έκδοση των Διαταγμάτων μονομερώς.
Όσον αφορά τον κίνδυνο αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου σημειώνει πως αν υφίστατο, όπως ήταν ο ισχυρισμός «ο κίνδυνος θα ήταν υπαρκτός τουλάχιστον από το στάδιο καταχώρισης της αγωγής και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, υπό τη μορφή της πραγματικής αποξένωσης, σε οποιοδήποτε στάδιο από της καταχώρισης της και εντεύθεν».