08 Φεβρουαρίου 2025

Η Συμφωνία της Βάρκιζας: Πώς φτάσαμε στον... τελικό τρίτο γύρο του εμφυλίου όπου ΠΗΡΑΝ ΠΟΥΛΟ ΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΑ


Τα όπλα που δεν παραδόθηκαν και η ανακωχή που δεν κράτησε - Πώς είδαν και οι δύο πλευρές τα γεγονότα του Φεβρουαρίου 1945

«Με κλάματα, γονατιστοί, ακουμπούσαν κατάχαμα το όπλο τους, αφού πρώτα το καταφιλούσαν, σαν νάταν η μάνα τους, η αδελφή τους, η ερωμένη τους», γράφει στα απομνημονεύματά του ο Νίκος Τσιρώνης, ένας κομμουνιστής πρώην αντάρτης. Στα δικά του μάτια η στιγμή που ο ΕΛΑΣ αφοπλίζεται συνεπεία της Συμφωνίας της Βάρκιζας είναι τραυματική: «Το όπλο το ακούμπαγαν με τέτοια προσοχή, πού λεγες, ότι ναι, αυτό ήταν το πιο πολύτιμο και ιερό πράγμα που διέθεταν. Στην πλατεία, καθώς και σε άλλα δύο-τρία σημεία της πόλης θα έπρεπε οι αγωνιστές να παραδίδουν σε επιτροπές αξιωματικών του ΕΛΑΣ τον οπλισμό τους. Και αφού παίρνανε τα απολυτήρια, να οδοιπορούν για το σπίτι τους, να γυρίζουν στις οικογένειές τους. Ετσι και έγινε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις σκηνές που αντίκρισα, που είδαν τα μάτια μας. Σκηνές άφθαστου μεγαλείου και φοβερής συγκίνησης.

Με κλάματα όλοι και όλες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες, οι αετοί των βουνών και του κάμπου παρακαλούσαν, έστω και την τελευταία στιγμή, να αλλάξει η απόφαση. Και οι καθοδηγητές, οι καπεταναίοι, μπροστά στο υπέροχο αυτό θέαμα, ξαφνιασμένοι, ανυποψίαστοι μέχρι τώρα για το τι μεγαλειώδη στρατό και κόσμο καθοδηγούσαν, χαμήλωναν το κεφάλι, ανήμποροι να αλλάξουν το παραμικρό. Ολοι μας ήμασταν αναστατωμένοι. Το θέαμα των πολεμιστών που άοπλοι τώρα, με ένα ντουρβά πούχε μέσα λίγο ψωμί και ελιές, γυρνούσαν στα χωριά τους, ματώνει τις καρδιές μας. Οταν μάλιστα αντιλαμβάνονταν την παρουσία των δύο στρατηγών, Μπακιρτζή και Βαφειάδη, ξεσπούν σε κλάμα, σε μοιρολόγι, καθώς μέσα στα αναφιλητά τους ξεχώριζες και λέξεις όπως “γιατί;”, “άδικα”. Τότε ε, τότε μας έπαιρναν και μας τα κλάματα».


Αναμνηστική φωτογραφία μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας που έγινε στο υπουργείο των Εξωτερικών, στο κέντρο της Αθήνας, στις 12 Φεβρουαρίου του 1945. Διακρίνονται από αριστερά οι Στ. Σαράφης. Γ. Σιάντος, Η. Τσιριμώκος, Ι. Σοφιανόπουλος

Καθώς παρασύρεται από την οδυνηρή για εκείνον, ως αριστερού, βαρύτητα της στιγμής κατά την οποία ο ΕΛΑΣ αφοπλίζεται και αυτοδιαλύεται, ο Νίκος Τσιρώνης παρακάμπτει κάποιες άλλες, εξόχως σημαντικές παραμέτρους του γεγονότος. Οπως ότι ο αφοπλισμός δεν ήταν καθόλου αυτό που πίστεψε ότι είδε να εκτυλίσσεται μπροστά του, σαν την έσχατη -αντικειμενικά- ταπείνωση για κάθε πολεμιστή από καταβολής ανθρώπινης βίας. Η παράδοση των όπλων δεν αποτελούσε απλώς μία από τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε το ΕΑΜ με βάση τους 9 όρους της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Ηταν επίσης τμήμα μιας σκηνοθεσίας, μιας εικονικής συμμόρφωσης στη Βάρκιζα εκ μέρους του ηττημένου στο πεδίο της μάχης ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και κατ’ ουσίαν του ΚΚΕ. Στην πράξη, σχεδόν ταυτόχρονα με την υπογραφή της Συμφωνίας, η ηγεσία του ΚΚΕ έδινε την εντολή για αθρόα απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών εν όψει περαιτέρω ανάμειξης σε εχθροπραξίες.


Με κλάματα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ παρέδωσαν τον οπλισμό τους μετά τη Συμφωνία, παρακαλώντας έστω και την τελευταία στιγμή να αλλάξει η απόφαση

Στην ως άνω δραματική περιγραφή του, ο Τσιρώνης συμπεριλαμβάνει το πρόσωπο του μετέπειτα πολέμαρχου του Δημοκρατικού Στρατού και πρωθυπουργού της κυβέρνησης που σχημάτισε το ΚΚΕ στα βουνά, Μάρκου Βαφειάδη. Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, στον 3ο τόμο των χαοτικών απομνημονευμάτων του αποκαλύπτει ότι «παραδώσαμε όλο τον οπλισμό που καθορίζονταν για το δικό μας το μερτικό, βάσει της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Και τα παραπανίσια όπλα που είχαμε στις αποθήκες μας τα κρύψαμε (τα ’χαμε κρύψει κιόλας πριν τη συμφωνία της “Ανακωχής” (σ.σ.: τον Ιανουάριο του ’45) σε σπίτια συντρόφων, σε κρυψώνες καμωμένους στα ταβάνια, στα πατώματα, στις αυλές κ.λπ.

Αυτές τις προετοιμασίες και το κρύψιμο του παραπανίσιου οπλισμού που είχαμε, τις αρχίσαμε ακόμα από το Νοέμβρη του 1944. Και στο βουνό φυλάξαμε οπλισμό - και μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι στις πόλεις και ίσως περισσότερο απ’ ό,τι παραδώσαμε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ομως, είναι αλήθεια και τ’ άλλο: μόνο μέρος από όλον αυτό τον οπλισμό στις κρυψώνες μας μπορέσαμε να αξιοποιήσουμε. Οι λόγοι ήταν διάφοροι και μέχρι που δεν βρισκόντουσαν πια στη ζωή οι σύντροφοι που ήξεραν τις κρυψώνες. Αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν ότι, μετά τη Βάρκιζα, μας ανακάλυψαν αρκετές κρυψώνες, και στις πόλεις, και στο βουνό».



Το παιχνίδι με τα όπλα

Οπως και αν ερμηνεύεται, ό,τι και αν προκάλεσε στη μετέπειτα πορεία των εξελίξεων όταν ξεκίνησε ο επόμενος γύρος της εμφύλιας σύγκρουσης 1946-’49, η μεθοδευμένη απόκρυψη από το ΚΚΕ, ενώ με το ένα χέρι υπέγραφε τη Βάρκιζα και με το άλλο έκρυβε οπλισμό, ήταν μαζικής κλίμακας. Σύμφωνα με τον Ηλία Νικολακόπουλο, έναν διανοούμενο απερίφραστα ταγμένο στην Αριστερά, αυτός ο οπλισμός που δεν παραδόθηκε ποτέ ήταν επαρκής για 20.000 αντάρτες.3 Κατ’ άλλους, τα όπλα που απεκρύβησαν ήταν ακόμη περισσότερα.

Φέρ’ ειπείν ο Σόλων Γρηγοριάδης εκτιμούσε ότι τα όπλα έφταναν τα 40.000 τεμάχια.4 Και ο Κρις Γούντχαουζ, ο οποίος δεν μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη αντικειμενικότητας και ακρίβειας -τουναντίον, αποτελεί ό,τι πλησιέστερο στην αυθεντία επί της ελληνικής ιστορίας κατά τον Β’ Π.Π. και εξής-, αποτυπώνει έναν θεαματικό όγκο πολεμικού υλικού στα χέρια των αριστερών ανταρτών, κατά πολύ μεγαλύτερο ακόμη και από όσα έχουν αναφέρει κατ’ εκτίμησιν διάφοροι μελετητές του ζητήματος: «Σύμφωνα με στοιχεία που δίνουν οι ίδιοι οι κομμουνιστές, οι Βρετανοί τους εφοδίασαν με 3.300 τυφέκια και ελαφρά αυτόματα, σε σχέση με τα 41.500 που παρέδωσαν στις αρχές του 1945. Πέρα από τα λάφυρα από τον εχθρό και τις προμήθειες από τη μαύρη αγορά, υποστηρίχθηκε ότι μέχρι τον Ιούνιο του 1943 ο ΕΛΑΣ είχε πλέον υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος του ελαφρού οπλισμού που είχε αποφύγει να παραδώσει στους Γερμανούς και τους Ιταλούς ο Ελληνικός Στρατός. Αλλη μια σημαντική προσθήκη υλικού θα ακολουθούσε τον Οκτώβριο του ’43, όταν κυριεύθηκαν τα όπλα της Μεραρχίας Πινερόλο, μετά από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας κ.λπ.»5

Με την ενέργεια αυτή, ήδη εκ προοιμίου, η Συμφωνία της Βάρκιζας είχε παραβιαστεί, εν προκειμένω εξ αριστερών. Βεβαίως, θα παραβιαζόταν, σχεδόν αυτομάτως, και εκ δεξιών: οι ιστορικοί, ανεξαρτήτως ιδεολογικών τάσεων, συμφωνούν κατ’ αρχήν ότι η «Λευκή Τρομοκρατία» υπήρξε, ότι δεν ήταν ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα της Αριστεράς, το οποίο θα χρησιμοποιούσε είτε για να δικαιολογήσει το πέρασμα στην ένοπλη πάλη το ’46, είτε για να αποσπάσει διεθνή συμπάθεια, υποστήριξη κ.ο.κ. Επρόκειτο για ένα κύμα ακραίου, τυφλού αντικομμουνισμού που σάρωσε την ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις για περίπου έναν χρόνο, την περίοδο Φεβρουάριος ’45 - Μάρτιος ’46, και που εύστοχα ο Βρετανός ιστορικός Ντέιβιντ Κλόουζ αποκαλεί «βεντέτα της Δεξιάς».6 Υπό την έννοια ότι οι διωγμοί των ηττημένων αριστερών είχαν τη μορφή εκδίκησης και τιμωρίας για τις βιαιοπραγίες της Αριστεράς στη διάρκεια του κατοχικού εμφυλίου και των Δεκεμβριανών.

Η δεξιά βία

Η «Λευκή Τρομοκρατία» παραμένει ένα από τα πιο σκοτεινά και αμφιλεγόμενα φαινόμενα της μεταπολεμικής περιόδου και συναρτάται άμεσα με τη Βάρκιζα. Οι σχετικές μελέτες είναι πάμπολλες, όπως και οι μεταξύ τους αντιθέσεις. Αλλά τα έγκυρα στοιχεία σπανίζουν. Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι στη θέση του θύματος αυτή τη φορά βρέθηκαν όσοι ήταν ή φέρονταν να είναι αριστεροί. Τα υποκείμενα των εκτρόπων ήταν διάφορες ομάδες παρακρατικών, με πιο γνωστή και δραστήρια τη διαβόητη οργάνωση «Χ» του Κύπριου αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα.

Οι συμμορίες αυτές λυμαίνονταν μεγάλο μέρος της Ελλάδας, τουλάχιστον με την ανοχή της κυβέρνησης και των Βρετανών, ενίοτε και με την απροκάλυπτη συνεργασία τους. Εντούτοις, οι παράμετροι οι οποίες τίθενται υπό αμφισβήτηση είναι το αιώνιο «ποίος ήρξατο χειρών αδίκων;» - η Δεξιά ή η Αριστερά;
Ενδεικτικά, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Λαρίσης στις 12 Απριλίου 1945 απευθύνει απόρρητο/εμπιστευτικό υπόμνημα προς το υπουργείο Δικαιοσύνης. Αναφέροντας ότι «η έλευσις της Εθνοφυλακής (15ου Τάγματος) σημαντικώς εβελτίωσε την κατάστασιν, αλλ’ η Εθνοφυλακή εγκατεστάθη εις τινα μέρη, η δε πολιτεία αυτής υπήρξε άμεμπτος. Απεδείχθη ο αντίπους της άκρας αριστεράς και δια τινών ενεργειών της ενεφάνισε εαυτήν ως ταξικήν αστυνομίαν. Ούτω προέβη εις αδικαιολογήτους φθοράς, παρανόμους συλλήψεις και κακοποιήσεις εαμοκομμουνιστών. Ανεπισήμως συνειργάσθη μετά των εκασταχού φιλοβασιλοφρόνων οργανώσεων, τις ας έχουν παρεισφρύσει και πρόσωπα επιδείξαντα τουλάχιστον εθνικήν αναξιοπρέπειαν κατά την κατοχήν, ηνέχθη και συνειργάσθη με την ένοπλον εθνικιστικήν ομάδαν του πρώην ληστού Σούρλα, οργιάζοντος εν Φαρσάλοις κ.λπ.»

Ακόμη και στελέχη της κυβέρνησης Πλαστήρα, όπως π.χ. ο υπουργός επί των Δημοσίων Εργων και Μεταφορών αντιστράτηγος ε.α. Λουκάς Σακελλαρόπουλος που δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να εκδηλώσει τις πραγματικές πεποιθήσεις του: «Εγώ δεν αναγνωρίζω καμιά συμφωνία. Με εμπνέει το αίσθημα της εκδικήσεως και όπου βρω Εαμίτη θα τον κυνηγώ. Εάν ήμουν στρατοδίκης, θα του έκοβα το λαιμό. Επειδή είμαι υπουργός, θα τον απολύσω».


Η υπογραφή της Συμφωνίας ύστερα από διαπραγματεύσεις 10 ημερών ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν έγινε στη Βάρκιζα αλλά στη Βάρη, στην εξοχική κατοικία ενός βιομηχάνου, του Πέτρου Κανελλόπουλου

Στρατιωτική Ακαδημία Μπούλκες

Εκτός από την απόκρυψη των όπλων, η ηγεσία του ΚΚΕ ανέπτυξε μία ακόμη δραστηριότητα, η οποία αντέβαινε σαφώς στο γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας της Βάρκιζας: μετέφερε μεγάλο αριθμό αγωνιστών του ΕΛΑΣ σε μια ιδιότυπη παροικία στη Γιουγκοσλαβία, σε ένα εγκαταλελειμμένο από τους Γερμανούς χωριό στις όχθες του Δούναβη, το περιβόητο Μπούλκες. Το οποίο εξελίχθηκε σε μια αυτόνομη κοινότητα, σαν ένα αυτοδιαχειριζόμενο και σχεδόν ανεξάρτητο χωριό-κράτος, με ξεχωριστή διοίκηση, λειτουργίες, μέσα ενημέρωσης (εφημερίδα «Φωνή του Μπούλκες»), ακόμη και νόμισμα.

Επειδή προϊόντος του χρόνου η κοινότητα των εκπατρισμένων Ελλήνων αριστερών άρχισε να τρώει τις σάρκες της, με την εκδήλωση τρομερών επεισοδίων, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών και βίαιων εγκλημάτων, το τι ακριβώς ήταν το Μπούλκες έχει περιβληθεί με την αύρα του μύθου. Επιπλέον, δε, οι απόψεις για το πώς χρησιμοποιήθηκε από το ΚΚΕ διίστανται. Ορισμένοι υποτιμούν τη λειτουργία του ως στρατόπεδο και ακαδημία πολεμικής εκπαίδευσης, άλλοι περιγράφουν σε πρώτο πρόσωπο το πρόγραμμα προετοιμασίας των μαχητών που θα στέλνονταν πίσω στην Ελλάδα για τον νέο γύρο της εμφύλιας σύγκρουσης.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκει π.χ. ο Αγγελος Τσέκερης, ο οποίος αποφαίνεται πως μολονότι «μετά από τη Βάρκιζα συγκεντρώθηκαν εκεί περίπου 6.000 ΕΛΑΣίτες, δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά η εκδοχή της Δεξιάς ότι στο Μπούλκες υπήρχαν εφεδρείες του ΕΑΜ που έκαναν ασκήσεις προετοιμασίας για τον επόμενο γύρο».

Σε πλήρη αντίθεση, ο Χρήστος Καινούργιος (Βρασίδας), αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο, καταθέτει μια εντελώς διαφορετική, βιωματική εμπειρία: «Το Μπούλκες είχε μεταβληθεί σε πραγματικό καμίνι του αγώνα.

Εδώ σφυρηλατούνταν και γαλβανίζονταν επαναστατικοί χαρακτήρες. Συστηματικά, καθημερινά και προγραμματισμένα, παρέχονταν κατάλληλη και πνευματική πολιτική τροφή για μιαν αναπόφευκτη σύγκρουση στη χώρα μας. Λειτούργησε μια στρατιωτική σχολή με τετράμηνη εκπαίδευση. Στη σχολή αυτή εκπαίδευαν και δίδασκαν μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί με αξιοζήλευτη δράση στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του ’40 και την Εθνική Αντίσταση ’41-’44. Γι’ αυτή την “πολεμική ακαδημία” μιλούσαν οι θλιβεροί τροβαδούροι της Δεξιάς στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εκατοντάδες αξιωματικοί και πολιτικοί επίτροποι, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, εντάχθηκαν στον ΔΣΕ με ορμητήριο το Μπούλκες και αναδείχθηκαν σε άξιους ηγήτορες».9

Η Συμφωνία της Βάρης

Η Συμφωνία της Βάρκιζας στην πράξη είναι ένα μωσαϊκό φτιαγμένο από αντιφάσεις και παράδοξα. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό, εφόσον ήταν μια συμφωνία που δεν τηρήθηκε ποτέ και από καμία πλευρά. Μια συμφωνία με εσφαλμένη ετικέτα, αν μη τι άλλο, εφόσον δεν συνήφθη στη Βάρκιζα, αλλά στη Βάρη, στην εξοχική κατοικία ενός βιομηχάνου, του Πέτρου Κανελλόπουλου. Ακόμη κι αυτό όμως δεν είναι ακριβές: Στη «βίλα Κανελλοπούλου» της Βάρης διεξήχθησαν επί περίπου 10 ημέρες οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ και την τότε εθνική κυβέρνηση, η οποία ήταν όμως ένα κουκλοθέατρο, μια σειρά από μαριονέτες κρεμασμένες στα χέρια των Βρετανών. Επ’ αυτού, ο Γούντχαουζ γράφει απλά και κυνικά ότι «μέχρι το 1947 η βρετανική κυβέρνηση διόριζε και απέλυε Ελληνες πρωθυπουργούς χωρίς καμία σχεδόν ευαισθησία για τους συνταγματικούς τύπους. Βρετανοί εμπειρογνώμονες υπαγόρευαν την πολιτική στους τομείς της εθνικής οικονομίας και των οικονομικών, της άμυνας και των εξωτερικών σχέσεων, της ασφάλειας και της έννομης τάξης, του συνδικαλισμού και της απασχόλησης».10 Η άποψη αυτή, με τις αναμενόμενες διαβαθμίσεις στην απόχρωση και την ένταση των κρίσεων, εκφράζονται από την πλειονότητα των ιστορικών. «Ο Βρετανός πρεσβευτής το 1945, όπως σχολίασε αργότερα ένας διπλωμάτης», γράφει π.χ. ο Ντέιβιντ Κλόουζ, «κατείχε μια θέση που έμοιαζε μ’ αυτήν του κυβερνήτη μιας αποικίας».

Οπως και να ’χει, το τελικό έγγραφο της περιώνυμης συμφωνίας υπεγράφη στο υπουργείο των Εξωτερικών, στο κέντρο της Αθήνας, και όχι στη Βάρη ή τη Βάρκιζα στις 12 Φεβρουαρίου του 1945. Και τέσσερις ημέρες αργότερα, τη διαταγή για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ θα έδιναν από κοινού οι ηγέτες του, ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης και ο Αρης Βελουχιώτης. Ο οποίος θα ήταν ο πρώτος και πλέον διαβόητος αρνητής αυτής της συμφωνίας, σηκώνοντας αντάρτικο όχι μόνο απέναντι στο αστικό κράτος που πάσχιζε να συγκροτηθεί στην Αθήνα, αλλά και απέναντι στο ίδιο του το κόμμα, το ΚΚΕ. Ο Βελουχιώτης θα πλήρωνε με τη ζωή και τη συστηματική σπίλωση της κομμουνιστικής υπόληψής του την εναντίωση στη Συμφωνία της Βάρκιζας, την οποία ο ίδιος θεωρούσε κατάπτυστη και προδοτική για την Αριστερά - εξ ου και η αναφώνηση του Αρη «προδοθήκαμε!». Το επίσημο ΚΚΕ, όμως, θεωρούσε προδότη τον Βελουχιώτη επειδή απέκλινε από την κομματική γραμμή και επέμεινε στο δόγμα «ο πόλεμος έπρεπε να συνεχιστεί». Ασχέτως εάν έναν χρόνο αργότερα η ζαχαριαδική ηγεσία του ΚΚΕ θα υιοθετούσε το δόγμα του Αρη και με μία ακόμη κωλοτούμπα θα χαρακτήριζε ως προδότες τους συντρόφους Γιώργη Σιάντο και Μήτσο Παρτσαλίδη.

Οι οποίοι, μαζί με τον Ηλία Τσιριμώκο της Ενωσης Λαϊκής Δημοκρατίας που συνέπραττε με το ΕΑΜ, ήταν εκείνοι που κύρωσαν με την υπογραφή τους τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Τότε, ακόμη ο φυσικός ηγέτης του ΚΚΕ και εκλεκτός του Ιωσήφ Στάλιν, του ΚΚΣΕ κ.λπ. Νίκος Ζαχαριάδης βρισκόταν ακόμη αιχμάλωτος των ναζί στο Νταχάου και η τύχη του αγνοείτο. Η δε κυβέρνηση την οποίαν κατήγγειλαν οι τρεις είχε συναρμολογηθεί πρόχειρα τις πρώτες ημέρες του ’45, υπό τις έκτακτες συνθήκες που είχαν δημιουργήσει τα Δεκεμβριανά του 1944 και κατ’ επιταγήν των Βρετανών. Επικεφαλής της ήταν ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, διορισμένος κατ’ εντολήν του αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού, ο οποίος είχε περιβληθεί με τις βασιλικές εξουσίες, ως αντιβασιλέας, εφόσον ο άναξ Γεώργιος Β’ παρέμενε εκτός Ελλάδος. Πάντως, τον Απρίλιο του 1945 οι Βρετανοί θα αντικαθιστούσαν τον δύσκαμπτο Πλαστήρα με τον αντιναύαρχο Πέτρο Βούλγαρη ως υπηρεσιακό πρωθυπουργό και με την αποστολή να επισπεύσει τη διενέργεια ελεύθερων εθνικών εκλογών.


Ο Αρης Βελουχιώτης θα πλήρωνε με τη ζωή και τη συστηματική σπίλωση της κομμουνιστικής υπόληψής του την εναντίωση στη Συμφωνία της Βάρκιζας, την οποία ο ίδιος θεωρούσε κατάπτυστη και προδοτική για την Αριστερά

Εν περιλήψει, η συμφωνία προέβλεπε στα αντίστοιχα άρθρα: 1. τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρη σεβασμό των ατομικών ελευθεριών, 2. την άρση του στρατιωτικού νόμου, 3. την αμνήστευση για τα πολιτικά αδικήματα που τελέστηκαν μετά από τις 3/12/44 - αν και εξαιρούνταν αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, 4. την άνευ όρων απελευθέρωση όλων όσοι είχαν συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ, 5. τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού, 6. την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον ολοκληρωτικό αφοπλισμό του, 7. την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από δωσιλόγους και συνεργάτες των Γερμανών, 8. μια παρόμοια εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας και 9. τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος στην Ελλάδα, καθώς και τη διενέργεια εκλογών υπό την επίβλεψη διεθνούς αντιπροσωπείας παρατηρητών.

Είναι προφανές ότι τα περισσότερα άρθρα της συμφωνίας δέσμευαν το ελληνικό κράτος, ενώ μόνο δύο το ΕΑΜ. Ακόμη κι έτσι, όμως, η Αριστερά βρέθηκε σε αναβρασμό, ειδικά για τα ζητήματα των ομήρων, καθώς και για την αοριστία γύρω από το πώς διακρίνονται τα πολιτικά από τα ποινικά αδικήματα στην περίπτωση πολιτών με εγνωσμένες αριστερές πεποιθήσεις. Οι οποίοι εξακολούθησαν να αποκλείονται από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, να μη γίνονται δεκτοί ως απασχολούμενοι στον δημόσιο τομέα, να τους ζητείται πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων κ.ο.κ. Επίσης, στους κόλπους του ΚΚΕ υπήρξε έντονη δυσαρέσκεια και εξαπολύθηκαν δριμύτατες επικρίσεις εις βάρος των διαπραγματευτών, καθώς πολλοί κομμουνιστές θεώρησαν ότι η αμνηστία της Βάρκιζας αφορούσε μόνο την κομματική ηγεσία, ενώ η μάζα των απλών μελών παρέμενε απροστάτευτη και εκτεθειμένη στην κακομεταχείριση από τον «ταξικό εχθρό».

Ο Αρης και η προδοσία

Ο Νίκος Τσιρώνης στα προαναφερθέντα απομνημονεύματά του εκφράζει την κυρίαρχη άποψη της κομματικής βάσης στο ΚΚΕ. Χαρακτηρίζει τη Βάρκιζα σαν «την πιο άδικη και καταραμένη συμφωνία που θα μπορούσε να υπογράψει η ηγεσία μας (σ.σ.: του ΚΚΕ). Τα χάσαμε στην κυριολεξία. Δεν τολμούσαμε να πιστέψουμε ότι βρέθηκαν ηγέτες να υπογράψουν μια τέτοια συμφωνία. Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, οι στρατιώτες, με το δικό μας κριτήριο νιώσαμε αμέσως ότι αυτό που υπέγραψαν οι άνθρωποί μας δεν ήταν συμφωνία, αλλά μια πραγματική παράδοση άνευ όρων».11

Ο Τσιρώνης νιώθει προδομένος από το ίδιο του το κόμμα, πιστεύοντας ότι το ΚΚΕ δεν έπρεπε να συνθηκολογήσει στη Βάρκιζα με την αντίπαλη πλευρά -δηλαδή την προσωρινή κυβέρνηση η οποία είχε σχηματιστεί μετά από τα Δεκεμβριανά- και, φυσικά, με τη δύναμη που κατείχε πραγματικά την εξουσία στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη περίοδο, τους Βρετανούς. Ομως, μέσα στην πικρία και την απογοήτευσή του για την υπερβολική ενδοτικότητα της ηγεσίας του ΚΚΕ, ο Νίκος Τσιρώνης -όπως και η πλειονότητα των ομοϊδεατών του- παραγνώριζε ένα πρωταρχικό στοιχείο: ότι ο ΕΛΑΣ, ως στρατιωτικός βραχίονας του συνασπισμού κομμάτων ΕΑΜ, δραστικός πυρήνας του οποίου ήταν το ΚΚΕ, είχε ηττηθεί σε πολεμική αναμέτρηση. Τυπικά τουλάχιστον, όπως θα συνέβαινε στην κατάληξη οποιασδήποτε ένοπλης σύγκρουσης, ο ηττημένος δεν είναι σε θέση να επιβάλει τους όρους του για την κατάσταση εφεξής.

Ειδικά δε στην περίπτωση της Βάρκιζας, το ΚΚΕ είχε επιλέξει να προδώσει απευθείας τη συμφωνία που υπέγραψε, προληπτικά θα έλεγε κανείς, αναμένοντας τη βίαιη ρεβάνς από τη Δεξιά, τη «Λευκή Τρομοκρατία» κ.λπ. Κατά κάποιον τρόπο, όμως, το ΚΚΕ πρόδιδε και ανύποπτους ανθρώπους όπως ο Τσιρώνης, οι οποίοι δεν είχαν ιδέα για τον σχεδιασμό και τις μεθοδεύσεις της κομματικής ηγεσίας. Φαίνεται, ωστόσο, πως ούτε αυτή η ηγεσία είχε σαφή και ξεκάθαρη στόχευση όταν υπέγραφε τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Εν αντιθέσει με τον Αρη Βελουχιώτη, ο οποίος παρά την εμμονή του με τον πόλεμο, αποδεικνύεται εκ των υστέρων πως ήταν ο πλέον διορατικός και οξυδερκής αναλυτής των τεκταινομένων.

Την απαράμιλλη, τουλάχιστον μεταξύ των συντρόφων του στο ΚΚΕ, πολιτική αντίληψη του Βελουχιώτη αναδεικνύει ο ιστορικός Νίκος Παπαδάτος ως εξής: «Ο Αρης διαφώνησε από την πρώτη στιγμή με τη Συμφωνία, η οποία όχι μόνο παρέδιδε τα όπλα του ΕΛΑΣ, αλλά και υποχωρούσε στο ζήτημα της γενικής, άνευ όρων αμνηστίας. Τον άκουσαν να λέει στον Σιάντο: “Γιώργη, να μην εκτελέσουμε τη Συμφωνία, γιατί θα θάψουμε το λαϊκό κίνημα. Θα μαζεύουμε κάθε μέρα δολοφονημένους αγωνιστές. Σιάντος: Ναι, Θανάση. Μα εγώ δεν μπορώ να ατιμώσω την υπογραφή μου. Αρης: Αν σε νοιάζει, Γιώργη, για την υπογραφή σου, θα πούμε ότι ο ΕΛΑΣ έκανε επανάσταση και σε κατάργησε. Σιάντος: Δεν γίνονται αυτά, Θανάση. Οι όροι της Συμφωνίας θα εκτελεστούν”».12

Ακολούθως, τον Μάρτιο του 1945 ο Βελουχιώτης συνέταξε μια επιστολή προς το ΚΚΕ, στην οποία καταλόγιζε ασυγχώρητη αφέλεια στην ηγεσία του κόμματος, η οποία έτρεφε φρούδες ελπίδες για στήριξη από την ΕΣΣΔ του Στάλιν: «Η διάσκεψη και η συμφωνία της Γιάλτας δεν πρέπει να έχετε καμιά αυταπάτη πως είναι δυνατό να επιδράσει σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να στρέψει το τιμόνι της χώρας που αφήσατε να κρατούν γερά στα χέρια τους οι Αγγλοι. Η Σοβιετική Ενωση, όπως πρέπει να σας είναι γνωστό, δεν μπορεί να κάνει “ελληνική” πολιτική ώστε να επέμβει ενεργά στο ελληνικό δράμα. Γιατί κάνει πολιτική παγκόσμιας επανάστασης και δεν είναι διατεθειμένη ούτε κατ’ ελάχιστο να τη διακινδυνεύσει για το μικρό αυτό ποσοστό της ανθρωπότητας που λέγονται Ελληνες, που οι ίδιοι -διά των ηγετών τους- οδηγήθηκαν στη νέα σκλαβιά. Μπορεί να υπάρχει “σαφής παραίνεση” των Ρώσων συντρόφων προς το ΚΚΕ για το κλείσιμο της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Ομως, αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Μετά τη σωρεία των σοβαρών τακτικών λαθών σας, από τις αρχές του 1943 και το εγκληματικό επιστέγασμά τους στη Μάχη των Αθηνών, οι Ρώσοι σύντροφοι έχασαν την εμπιστοσύνη τους και αναγκάστηκαν, για να μην οδηγήσετε τη χώρα και το λαό της σε μεγαλύτερες καταστροφές, να σας “συμβουλέψουν” να υποχωρήσετε και να κλείσετε τη Συμφωνία της Βάρκιζας».13

V for Varkiza;

«Η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν επρόκειτο να τηρηθεί ποτέ από καμία πλευρά, ούτε από το ΚΚΕ και τον συνασπισμό κομμάτων του ΕΑΜ, ούτε όμως και εκ μέρους του αστικού κράτους, με τις βραχύβιες μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις οι οποίες εναλλάσσονταν στην εξουσία σαν εποχιακή διακόσμηση, αναλόγως των προτιμήσεων του βρετανικού παράγοντα.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, το θεμελιώδες παράδοξο γύρω από τη συμφωνία έγκειται στο ότι ενώ παραβιάστηκε εν τη γενέσει της, επηρέασε όσο καμία άλλη τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Μια επιπλέον παράδοξη πτυχή αφορά στο ότι ενώ η Βάρκιζα εξακολουθεί να εξάπτει πάθη ένθεν κακείθεν, παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό άγνωστη. Είναι χαρακτηριστικό, όσο και απίθανα αξιοπερίεργο, ότι τα πρακτικά των συνομιλιών που προηγήθηκαν της τελικής υπογραφής δεν έχουν δημοσιευτεί έως σήμερα. Διότι δεν έχουν εντοπιστεί -αν και το πιθανότερο είναι πως ουδέποτε υπήρξαν. Η ουσία όμως δεν αλλάζει, όπως και τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν, νομοτελειακά, στη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Το πρωταρχικό ήταν η ανίατη δυσανεξία του αστικού κράτους -μαζί με τον ξένο κηδεμόνα- προς την εγχώρια κομμουνιστική Αριστερά, κάτι που, φυσικά, ίσχυε και αντιστρόφως. Αλλά ο καταλύτης της αποτυχίας ήταν η πεισματική άρνηση της Αριστεράς να αποδεχθεί ότι ηττήθηκε στη Μάχη της Αθήνας. Η στάση αυτή αφενός πιστοποιείται από τα πρακτικά των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΑΜ και Βρετανών για την ανακωχή του Ιανουαρίου 1945.14 Αφετέρου, η απόρριψη της ήττας θα αποδεικνυόταν, πολύ σύντομα μάλιστα μετά από τη Βάρκιζα, ότι ήταν η μήτρα των εμφύλιων δεινών που ακολούθησαν.

Οσο για τη συμφωνία καθαυτή ως ορόσημο, συμπληρώνει πλέον 80 χρόνια ως θνησιγενής και την ίδια στιγμή μία από τις πιο πολυσυζητημένες και αμφιλεγόμενες -έως τραυματικές, ιδίως για την Αριστερά- συμφωνίες. Η οποία δεν σταμάτησε ποτέ να αναδύεται στον δημόσιο διάλογο. Το 2008, φέρ’ ειπείν, μαζί με μια σύγχρονη αναβίωση των Δεκεμβριανών ύστερα από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια, ένα από τα συνθήματα μιας Αθήνας που καιγόταν ξανά ήταν “Βάρκιζα τέλος!”».

Προφανώς, στη συγκυρία και το πολιτικό σκηνικό του 2008 το σύνθημα ήταν εντελώς κενό νοήματος. Αλλά έστω και έτσι, το φάντασμα της Βάρκιζας καθιστούσε για μία ακόμη φορά αισθητή την ιδιόμορφη, διαχρονική και μυστηριωδώς αναλλοίωτη παρουσία του. Ως μια συμφωνία που το μόνο που δεν τερμάτισε ήταν η αμοιβαία καχυποψία, η ολοκληρωτική έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κομμουνιστική Αριστερά και το συντεταγμένο κράτος. Οπως αποφαίνονται π.χ. οι Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης, «η Συμφωνία της Βάρκιζας αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μετά τη Μάχη της Αθήνας. Το ΚΚΕ ηττήθηκε, βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό, τον ΕΛΑΣ, και να διαλύσει το κράτος που είχε δημιουργήσει στην Κατοχή μέσω του ΕΑΜ.

Ομως, μολονότι συντριπτική, η ήττα του δεν ήταν ολοκληρωτική, καθώς διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα, και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός Αθηνών. Το ΚΚΕ μπορούσε να επιδιώξει να διατηρηθεί στο πολιτικό παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έστω και όχι από κυρίαρχη θέση [...] Περίπου έναν χρόνο αργότερα, όμως, το ΚΚΕ επέλεξε την οδό μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης».15

Παραπομπές
1. Αφήγηση του Νίκου Τσιρώνη, στο Ηλιάδου-Τάχου Σ., Από τη Βάρκιζα στο Μπούλκες, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 101-102.
2. Βαφειάδης, Μ., Απομνημονεύματα, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1985, τ. 3, σ. 90-1.
3. Νικολακόπουλος Η. - Παπαθανασίου Ι., (επιμ.), Το μετέωρο βήμα προς την ομαλότητα: Φεβρουάριος 1945-Μάρτιος 1946, άρθρο στο Ο εμφύλιος πόλεμος 1946-1949, εκδ. Alter Ego, Αθήνα 2017, σ. 25.
4. Γρηγοριάδης, Φοίβος Ιστορία του εμφυλίου πολέμου, 1945-1949, τ. 2, εκδ. Καμαρινόπουλου, Αθήνα 1980, σ. 357-9, 381-2.
5. Woodhouse, C.M., Ο αγώνας για την Ελλάδα 1941-1949, εκδ. Τουρίκη, Αθήνα 2012, σ. 106.
6. Κλόουζ, Ντέιβιντ Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα 2003, σ. 235.
7. Στη δίνη του εμφυλίου πολέμου - Σπάνια ντοκουμέντα του ΕΑΜ (1944-1947), επιμ. Παύλος Πετρίδης, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1998, σ. 180.
8. Τσέκερης, Α., Μια ιστορία αλλιώς..., εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα 2014, σ. 76.
9. Καινούργιος, Χ., Στα στρατόπεδα Ρούμπικ και Μπούλκες, εκδ. Ιωλκός, σ. 96-7.
10. Woodhouse, C.M., Ο αγώνας για την Ελλάδα 1941-1949, εκδ. Τουρίκη, Αθήνα 2012, σ. 257.
11. Αφήγηση του Νίκου Τσιρώνη, στο Ηλιάδου-Τάχου Σ., Από τη Βάρκιζα στο Μπούλκες, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 99.
12. Παπαδάτος, Ν., Ακρως απόρρητο, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2019, σ. 63-4.
13. Παπαδάτος, Ν., Ακρως απόρρητο, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2019, σ. 64-5
14. Μακρής-Στάικος, Π., Ο «Δεκέμβρης» του 1944, εκδ. Ικαρος, Αθήνα 2014, σ. 85-153.
15. Καλύβας Στ. - Μαραντζίδης Ν., Εμφύλια Πάθη, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σ. 257.

Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ