57 χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας, η Χριστίνα Δημητρακάκη, χήρα του πιο σημαντικού αντιστασιακού, θυμάται την άγρια νύχτα της 21ης Απριλίου και τα βασανιστήρια της επταετίας
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η Ιστορία, η Μνήμη, οι Αλύγιστοι Ηρωες. «Οποιος δεν βλέπει το παρελθόν δεν μπορεί να δει το μέλλον». Και επειδή είναι 21 Απριλίου και αυτή η ημερομηνία είναι χαραγμένη στη μνήμη αυτού του τόπου. Και επειδή αρκετοί φλερτάρουν με τη λήθη, θεώρησα έσχατη ευθύνη να περιγράψω, έστω δημοσιογραφικά και σύντομα, το χρονικό ενός εξ αυτών των ελεύθερων πολιορκημένων.
Ο Αλέκος Παναγούλης επισκέπτεται τον Σπύρο Μουστακλή στο νοσοκομείο
Εντελώς συμπτωματικά έπεσα πάνω στο υποδειγματικά τεκμηριωμένο ιστορικό βιβλίο της Χριστίνας Δημητρακάκη, χήρας Σπύρου Μουστακλή με τον υπότιτλο «Ενας ελεύθερος πολιορκημένος». Αν τα κειμήλια και τα πορτρέτα των αγωνιστών σφράγισαν τη μνήμη του εφτάχρονου δικτατορικού χρονικού, εκείνο του Σπύρου Μουστακλή είναι το πιο δραματικό.
Πάνω σε κάθε σημείο του σώματός του είχαν χαραχτεί σημάδια και ίχνη από χουντικές «ερπύστριες», από πάσης φύσεως κτηνωδίες ανθρωπόμορφων βασανιστών. Μάλλιος, Μπάμπαλης, Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Σπανός. Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκα στο διαμέρισμα της χήρας του αλύγιστου Σπύρου Μουστακλή. Οπου ένα ευρύχωρο δωμάτιο είναι κατοικημένο από πλήθος εγγράφων, σημειώσεων και βιβλίων, όλα μα όλα, η περιουσία, η «διαθήκη», τα πάντα γύρω απ’ αυτόν τον ήρωα. Και μέσα σε όλα, όρθιο, ακουμπισμένο στον τοίχο, το χαρακτικό του Τάσσου, αφιερωμένο σ’ αυτόν τον «εσταυρωμένο».
Σκηνή 1η
Μαχητής του ΕΔΕΣ
Δημήτρης Δανίκας: Στην εισαγωγή του βιβλίου γράφετε ότι «δεν γνώρισα τον πατέρα μου και δεν έζησα με τον άντρα μου». Τι εννοείτε;
Χριστίνα Δημητρακάκη: Εννοώ ότι δεν γνώρισα τον πατέρα μου, δεν έζησα μαζί του. Το ’44 ήμουν 4-5 ετών, τον σκότωσαν οι αριστεροί. Με τον σύζυγο ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί, ήταν απότακτος, συνελήφθη, εξορίστηκε, φυλακίστηκε. Τον πατέρα μου σε φωτογραφίες μού τον έχουν δείξει. Ηταν δάσκαλος, υπηρετούσε και τον πήραν οι αριστεροί και τον σκότωσαν το ’44, στο Ζυγοβίστι Αρκαδίας.
Δ.Δ.: Παρ’ όλα αυτά, ο Μουστακλής ήταν το σύμβολο της Αριστεράς. Ενας δεξιός αξιωματικός έγινε σύμβολο της Αριστεράς. Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου τον σήκωσαν όρθιο.
Χ.Δ.: Ο Μουστακλής ήταν στον ΕΔΕΣ από 17 χρόνων. Και σε μια μάχη τραυματίστηκε με συντριπτικό κάταγμα περόνης και παραλίγο να του κόψουν το πόδι. Τελικά πρόφτασε και πήγε στο Μπάρι, στην Ιταλία, και σώθηκε.
Δ.Δ.: Παρ’ όλα αυτά έγινε το σύμβολο της Αριστεράς.
Χ.Δ.: Δεν ήταν φανατισμένος, ήταν ένας άνθρωπος που συνεχώς μιλούσε για την ελευθερία και τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των ανθρώπων.
Δ.Δ.: Και στον πόλεμο της Κορέας είχε μιλήσει υπέρ των δικαιωμάτων.
Χ.Δ.: Ναι, γιατί είδε κι εκεί πέρα τι γινόταν. Ηταν ένας εμφύλιος. Κι επειδή είχε ζήσει εδώ πέρα τον εμφύλιο, στενοχωρήθηκε.
Σκηνή 2η
Δεν μου έλεγε πού πηγαίνει
Δ.Δ.: Πάμε στις μέρες της 21ης Απριλίου. Είστε μαζί με τον Μουστακλή τότε.
Χ.Δ.: Ναι, ετοιμαζόμασταν να παντρευτούμε, εγώ είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο το ’66. Θα είχαμε παντρευτεί, αλλά δεν του έδιναν άδεια από το υπουργείο, καθυστερούσαν ενώ μπορούσαν να τη δώσουν σε έναν-δυο μήνες.
Δ.Δ.: Τι έγινε την 21η Απριλίου;
Χ.Δ.: Ο Σπύρος ήταν εδώ στην Αθήνα.
Δ.Δ.: Πού υπηρετούσε;
Χ.Δ.: Δεν υπηρετούσε γιατί ήταν σε διαθεσιμότητα για ένα γεγονός που είχε προκύψει το ’65 με τη Μεραρχία που είχε πάει στην Κύπρο. Ηταν σε διαθεσιμότητα μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση.
Δ.Δ.: Τι θυμάστε από εκείνη τη μέρα;
Χ.Δ.: Την Παρασκευή που έγινε η χούντα ήμουν στο σπίτι μου και ξυπνήσαμε με τη μαμά μου όταν ακούσαμε πυροβολισμούς, ανάστατο κόσμο. Ανέβηκα στην ταράτσα να δω τι γίνεται και κρύωσα. Τη Δευτέρα ήμουν με πολύ υψηλό πυρετό. Εκείνος δεν ήταν μαζί μου, κοιμόταν με τον αδερφό του. Τον ειδοποίησα, του είπα να έρθει να με πάει σε νοσοκομείο.
Δ.Δ.: Εκείνος τι έκανε εκείνες τις μέρες;
Χ.Δ.: Δεν μου έλεγε πού πάει. Κατάλαβα ότι αυτό που έγινε τον στενοχώρησε πάρα πολύ, ίσως και να το περίμενε. Κι ενώ υπηρετούσε, ήταν πάρα πολύ στενοχωρημένος, τόσο που μερικές φορές μού έλεγε ότι θα ήθελε να φύγει από τον στρατό. Χάθηκε, αραιά τον έβλεπα, πότε ερχόταν σε μένα, πότε στον αδερφό του. Εφευγε το πρωί και ερχόταν το μεσημέρι, ξανάφευγε το απόγευμα και ερχόταν το βράδυ, αλλά δεν μου έλεγε τι κάνει. Ηξερα μόνο ότι βρισκόταν με συμμαθητές και συναδέλφους του.
Δ.Δ.: Παρέμενε στον στρατό;
Χ.Δ.: Κατά τον Νοέμβριο, μετά τη χούντα, εκδικάστηκε η απόφαση, και αποτάχτηκε. Παντρευτήκαμε, άνοιξα το οδοντιατρείο μου, κι εκείνος έτρεχε συνέχεια με τους φίλους του. Δεν μου έλεγε πού πήγαινε. Μερικές φορές μού έλεγε ότι πήγαινε για κυνήγι.
Δ.Δ.: Δεν είχατε καταλάβει κάτι για την αντιστασιακή του δράση;
Χ.Δ.: Κατάλαβα ότι η παρέα του ήταν συνάδελφοί του που τους είχε αποτάξει η χούντα.
dhmhtrakh-02
Το πλήθος σηκώνει στους ώμους τον Σπύρο Μουστακλή, στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου
Σκηνή 3η
Μάλλιος και Μπάμπαλης...
Δ.Δ.: Και όταν συλλαμβάνεται, τι γίνεται;
Χ.Δ.: Ημασταν σπίτι, το πρωί είχαμε γυρίσει από εκδρομή. Η Ασφάλεια τον πήρε, έκανε έρευνα στο σπίτι, και από εκείνη τη μέρα πήγαινα στην Μπουμπουλίνας να τον δω.
Δ.Δ.: Τον βλέπατε;
Χ.Δ.: Οχι.
Δ.Δ.: Στην Ασφάλεια με ποιον μιλούσατε;
Χ.Δ.: Πήγαινα και έλεγα ότι θέλω να δω τον Σπύρο Μουστακλή. Εβρισκα απλούς αστυνομικούς, μου λέγανε ότι δεν ξέρανε.
Δ.Δ.: Πόσο καιρό σάς το λέγανε αυτό;
Χ.Δ.: Θα ήταν περίπου 15-17 μέρες. Τον πιάσανε Ιούνιο του ’69. Μια μέρα εμφανίστηκε ο Μπάμπαλης και μου λέει «γιατί έρχεστε εδώ;». Του είπα ότι ήθελα να δω τον άνδρα μου, γιατί ακούω πολλά και δεν ξέρω τι γίνεται. «Είναι συνάδελφός μας, μην ανησυχείτε, δεν θα πάθει κάτι», μου είπε. Πήγαινα συχνά και τα όργανα μου λέγανε «θα ’ρθείτε, θα ξαναρθείτε και βλέπουμε». Εγώ πήγαινα και ζητούσα να δω τον διοικητή και δεν ξέρω μετά από πόσες μέρες μού είπαν ότι μπορώ να τον δω. Διοικητής ήταν ο Μάλλιος. Είχε έρθει εκείνη τη μέρα και η αδελφή του Σπύρου από το Μεσολόγγι και επέμενε να τον δει. Πήγαμε μαζί στον Μάλλιο. Η αδερφή του Σπύρου τού μίλησε κάπως έντονα κι εκείνος της είπε: «Κυρία μου, είστε στην Ασφάλεια Αθηνών!». Κι εγώ είπα ότι «εάν δεν αισθάνομαι ασφαλής εδώ στην Ασφάλεια, πού αλλού θα μπορούσα να είμαι ασφαλέστερη;».
Δ.Δ.: Kαμία ασφάλεια στην Ασφάλεια.
Χ.Δ.: Του είπα ότι έρχομαι συνέχεια και μου λένε τα όργανα να ξανάρθω, αλλά έχω ιατρείο και δεν μπορώ να δουλέψω, να κλείσω ραντεβού. Αυτό φαίνεται ότι τον έπεισε να μου δώσει άδεια. Πήγαινα και τον έβλεπα για λίγο και μιλούσαμε, του πήγαινα καμιά πορτοκαλάδα, κανένα ρούχο.
Δ.Δ.: Τον είχαν βασανίσει τότε;
Χ.Δ.: Οχι.
Δ.Δ.: Σας είπαν ποτέ γιατί τον συνέλαβαν;
Χ.Δ.: Οχι. Μετά από λίγες μέρες χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ένας αξιωματικός από τη Βαρυμπόμπη και μου είπε ότι ο άνδρας μου ήταν πλέον εκεί. Κι εγώ πήρα τη διεύθυνση και άρχισα να πηγαίνω με ταξί στο ξενοδοχείο «Βαρυμπόμπη». Το είχε νοικιάσει η Ασφάλεια και μέσα είχαν κρατούμενους.
Δ.Δ.: Ηταν με το Κίνημα του Ναυτικού;
Χ.Δ.: Οχι, αυτό ήταν νωρίτερα, το ’69. Ηταν με τους Ελεύθερους Ελληνες, μια μεγάλη αντιστασιακή ομάδα αξιωματικών, αποταγμένοι όλοι. Και οι περισσότεροι ήταν υψηλόβαθμοι.
Δ.Δ.: Είδατε εκεί κάποιον αστυνομικό;
Χ.Δ.: Οχι, ήταν του στρατού όλοι. Αξιωματικός, υπαξιωματικός και στρατιώτες είχαν μονάδα εκεί. Τους κρατούμενους τους είχαν κλειδωμένους σε δωμάτια, με τα παράθυρα κλεισμένα απέξω. Ο Σπύρος είχε τοποθετηθεί στο ισόγειο του ξενοδοχείου, όταν έμπαινες στην είσοδο έβλεπες το δωμάτιό του.
Δ.Δ.: Τον βλέπατε στο δωμάτιό του;
Χ.Δ.: Οχι, μας πήγαιναν σε μια αίθουσα όπου ήταν και ένας αξιωματικός που μας παρακολουθούσε. Δεν μπορούσα να τον ρωτήσω πολλά πράματα. Μας όρισαν μέρες και ώρες που θα μπορούσαμε να πηγαίνουμε και πήγαινα κάθε Σάββατο, του πήγαινα φαγητό και ρούχα. Ημασταν πολλές γυναίκες που πηγαίναμε και περιμέναμε έξω, στο προαύλιο. Και επειδή ο Σπύρος ήταν στο ισόγειο και μας άκουγε, πηγαίναμε κοντά εκεί και λέγαμε άρες μάρες, πότε-πότε πετούσαμε και καμιά λέξη για το τι γίνεται έξω. Αυτός μπορούσε και μας έβλεπε μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου.
Δ.Δ.: Σαν να το βλέπω στο σινεμά. Και πόσο καιρό συνεχίστηκε αυτό;
Χ.Δ.: Πρέπει να έμειναν 10-11 μήνες. Υπήρχε δίπλα ένα εστιατόριο, ο «Μπάμπης», και πήγαιναν κι έπαιρναν φαγητό. Το πλήρωναν, αλλά τους είχε ορίσει και κάποιο επίδομα ο στρατός. Και μία ή δύο φορές την ημέρα, οι αξιωματικοί τούς έβγαζαν από τα δωμάτια και περπατούσαν λίγο στους διαδρόμους του ξενοδοχείου συνοδευόμενοι.
Δ.Δ.: Και μετά τη Βαρυμπόμπη πού πήγανε;
Χ.Δ.: Εξορία. Ο Σπύρος πήγε στη Σαμοθράκη, στο χωριό Αγιος Νικόλαος.
Δ.Δ.: Εσείς πώς το μάθατε αυτό;
Χ.Δ.: Μας είπαν μια μέρα που πήγαμε στο ξενοδοχείο ότι την Κυριακή θα φύγουν και να πάμε να τους αποχαιρετήσουμε.
Δ.Δ.: Και μετά; Πηγαίνατε στη Σαμοθράκη;
Χ.Δ.: Ημουν αναγκασμένη να πηγαίνω στη Σαμοθράκη να τον δω. Nησί τόσο μακρινό, που όταν έλεγα στους ασθενείς μου ότι ο άντρας μου είναι στη Σαμοθράκη, δεν ήξεραν ούτε πού βρίσκεται. Και τότε η Σαμοθράκη ήταν άγονη γραμμή.
Δ.Δ.: Και εκεί πού τον βλέπατε;
Χ.Δ.: Εκεί που πήγανε έπρεπε ο καθένας να νοικιάσει σπίτι και να κάνει νοικοκυριό, πληρώναμε το σπίτι, στέλναμε ρούχα, κουβέρτες... Κάποια στιγμή τούς μεταφέρανε στην Αρκαδία, στο Καστρί Κυνουρίας. Αλλά μετά από λίγο έγινε ένα επεισόδιο και ξαναγύρισε στη Σαμοθράκη. Εμεινε εκεί μέχρι τον Δεκέμβριο του ’71. Τότε γύρισε στην Αθήνα και αφέθηκε ελεύθερος όπως όλοι οι κρατούμενοι.
Σκηνή 4η
Σε 12 οργανώσεις
Δ.Δ.: Οταν ήρθε στο σπίτι, σας είπε γιατί τον πιάσανε;
Χ.Δ.: Μου είπε όταν ήταν στη Βαρυμπόμπη, ορισμένους τους έπαιρναν και τους κατέβαζαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και τους έκαναν ανάκριση. Του Σπύρου δεν του έκαναν ανάκριση, και μάλιστα είχε κάνει αίτηση ότι ήθελε να τον ανακρίνουν. Αλλά έφυγε χωρίς να τον έχουν ανακρίνει.
Δ.Δ.: Και τον συνέλαβαν πάλι, για το Κίνημα του Ναυτικού.
Χ.Δ.: Ηταν Μάιος του ’73. Τον Ιανουάριο του ’72 είχε γεννηθεί η κόρη μας, η Ναταλία. Είχα καταλάβει από τον τρόπο που ζούσε ο Σπύρος ότι συνέχιζε τη δράση του, αμετανόητος.
Δ.Δ.: Από τους Ελεύθερους Ελληνες είχε πάει στο Κίνημα του Ναυτικού.
Χ.Δ.: Και παράλληλα είχε πάρει μέρος σε δώδεκα αντιστασιακές οργανώσεις.
Δ.Δ.: Δώδεκα!
Χ.Δ.: Γι’ αυτό του είπε ο Χατζηζήσης, ο διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ, «ξέρουμε ότι όποια πέτρα και αν σηκώσουμε, θα είσαι από κάτω. Αλίμονο όταν θα σε ξαναπιάσουμε». Το ’παν και το ’καναν.
Δ.Δ.: Και ήταν στο σπίτι μαζί σας όταν τον πιάσανε;
Χ.Δ.: Είχε βγει έξω για να βρει έναν μάστορα και δεν γύρισε, και έψαχνα να τον βρω. Τον συνέλαβαν έξω στον δρόμο, απ’ ό,τι μου είπαν οι γείτονες.
Δ.Δ.: Και τον πήγανε στην Μπουμπουλίνας;
Χ.Δ.: Η Ασφάλεια είχε πάει στη Μεσογείων, αν δεν κάνω λάθος. Εγώ πήγαινα εκεί και μετά από 3-4 μέρες μού είπαν «μην έρχεσαι πια εδώ, έφυγε». Και κατάλαβα ότι τον είχαν πάει στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και άρχισα να πηγαίνω εκεί.
Δ.Δ.: Και ποιον βλέπατε εκεί;
Χ.Δ.: Εκεί πήγαινα μέχρι την πύλη. Πήγαινα κάθε μέρα ή καμιά φορά τηλεφωνούσα. Είχα και το μωρό μου στην αγκαλιά και πήγαινα και μου λέγανε στην πύλη «δεν έχουμε τέτοιο όνομα». Πέρασαν έτσι 47 μέρες. Και ένα Σάββατο εμφανίστηκε στην πύλη ένας αξιωματικός και λέει: «Ναι, μας αρρώστησε και είναι στο νοσοκομείο, ελάτε τη Δευτέρα να σας πάω στο νοσοκομείο».
Δ.Δ.: Σε ποιο νοσοκομείο;
Χ.Δ.: Στο 401. Πήγα το πρωί και με συνόδευσε ο γιατρός του ΕΑΤ-ΕΣΑ, ο Κόφας.
Δ.Δ.: Ηταν και αυτός στον βασανισμό;
Χ.Δ.: Αλίμονο, από τα βασανιστήρια, από την πείνα, όλο και κάποιος αρρώσταινε, αλλά ήταν ο γιατρός της πορτοκαλάδας και της ασπιρίνης. Με συνόδευσε με ένα αυτοκίνητο και πήγαμε στο 401. Με πήγε στη νευροχειρουργική πτέρυγα, στον γιατρό Δαβαρούκα. Και μου λέει: «Το ξέρουμε πως είστε συνάδελφος, ορίστε ο φάκελός του». Δεν ήθελε να μου πει, παίρνω λοιπόν τον φάκελο και διαβάζω.
Δ.Δ.: Τι έλεγε ο φάκελος;
Χ.Δ.: Ηταν μεγάλος. Εγραφε για το κεφάλι και άλλα πολλά.
Δ.Δ.: Για την καρωτίδα δεν έλεγε τίποτα;
Χ.Δ.: Δεν διάβασα τις λεπτομέρειες, ξεφύλλιζα γρήγορα γιατί με απασχολούσε το πότε τον πήγαν στο νοσοκομείο. Και βρήκα ότι ήταν στις 27 του μήνα. 22 τον πιάσανε, 25-26 τον πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Δ.Δ.: Κι εκεί τον χτύπησαν άσχημα.
Χ.Δ.: Οταν είδα ότι ήταν στο νοσοκομείο από τις 27 του μήνα, έδωσα πίσω τον φάκελο, είπα «πάρτε το, δεν το χρειάζομαι, πηγαίνετέ με να τον δω».
Δ.Δ.: Και τον είδατε.
Χ.Δ.: Mε τον Κόβα και τον Δαβαρούκα.
Δ.Δ.: Και πώς ήταν;
Χ.Δ.: Ηταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και φαινόταν ότι ήταν παράλυτος.
Δ.Δ.: Δεν μιλούσε;
Χ.Δ.: Οχι. Με είδε, συγκλονίστηκα, νευρίασα και γύρισα και τους είπα: «Καλά, και τώρα με φέρατε εδώ να κάνω τι;». Και μου λέει ο Δαβαρούκας: «Είστε αγενής συνάδελφος».
Σκηνή 5η
Τον χτύπησαν στην καρωτίδα
Η συνέχεια συγκλονιστική:
Χ.Δ.: Είδα τον Σπύρο, κατάλαβα που με χαιρέτησε, τον χαιρέτησα.
Δ.Δ.: Μπορούσε να σηκώσει το χέρι του;
Χ.Δ.: Οχι, δεν μπορούσε. Πήγα κοντά και με το αριστερό του χέρι έπιασε το δικό μου και έβγαζε το δαχτυλίδι από τα δάχτυλα. Επειδή εκείνος ήταν παράλυτος κι εγώ θα έπρεπε να τον αφήσω, μου έβγαζε το δαχτυλίδι μου.
Δ.Δ.: Ποιος τον είχε βασανίσει, ο Θεοφιλογιαννάκος;
Χ.Δ.: Ηταν και ο Θεοφιλογιαννάκος, αλλά το έκαναν ο Σπανός και ο Χατζηζήσης, έτσι άκουσα.
Δ.Δ.: Ο ίδιος τι σας έλεγε μετά;
Χ.Δ.: Δεν μπορούσε να μου πει ονόματα. Μετά που κοίταξα τις εξετάσεις έμαθα ότι τον χτύπησαν στην καρωτίδα και έτσι ήταν σαν να έπαθε εγκεφαλικό. Ηταν δεξιόχειρας και παρέλυσε η δεξιά πλευρά. Επαθε αφασία, δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να κουνήσει χέρι, πόδι, και είχε και ένα πρόβλημα στο μάτι. Ηταν στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Στο σπίτι ήρθε μετά από αρκετό καιρό. Τον πήγαμε στο 430, τον πήγαμε στο ΚΑΤ και κάθισε πολύ, έκανε φυσιοθεραπεία και γυμναστική.
Δ.Δ.: Ο Μουστακλής βγήκε μετά την πτώση της χούντας;
Χ.Δ.: Βγήκε τον Αύγουστο του ’73, με έναν νόμο του Παπαδόπουλου για τους κρατούμενους και εξόριστους. Ηταν στο 430 τότε και πήγαμε στην Πολυκλινική Αθηνών, Πειραιώς 3. Καθίσαμε εκεί μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου και μετά τον πήγαμε στο ΚΑΤ που ήταν πιο εξειδικευμένο.
Δ.Δ.: Αυτοί κάνανε τίποτα; Σας παρακολουθούσαν;
Χ.Δ.: Οταν πήγε στην Πολυκλινική και δεν είχε πέσει ακόμα η χούντα, παρακολουθούσαν όλους όσοι τον επισκέπτονταν. Ντύνονταν νοσοκόμοι για να παρατηρούν και να καταγράφουν.
Σκηνή 6η
«Vivere pericolosamente»
Δ.Δ.: Τελικά τι ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί ήταν δεξιός και τον λάτρευαν όλοι οι προοδευτικοί...
Χ.Δ.: Ηταν κεντρώος, δεν έλεγε ότι ήταν δεξιός. Ηταν του Γεωργίου Παπανδρέου, ήταν από νέος του Βενιζέλου, και μετά ήταν στο Κέντρο. Ηταν ένας άνθρωπος πολύ δημοκρατικός. Μίλαγε συνέχεια για δημοκρατία και ελευθερία. Επίσης ήταν άνθρωπος πολύ ζωηρός, ευκίνητος και εκφραστικός.
Δ.Δ.: Πολύ τολμηρός.
Χ.Δ.: Και πολύ γενναίος. Μια μέρα στην Πολυκλινική μού είπε το «vivere pericolosamente».
Δ.Δ.: Μίλησε; Αφού είχε πρόβλημα.
Χ.Δ.: Οταν ήμασταν στην Πολυκλινική και ήταν η περίοδος του Πολυτεχνείου, αναστατώθηκε η Αθήνα, εκείνος ήξερε τι γινόταν, ακουγόταν όλη αυτή η φασαρία, του μίλαγε και ο κόσμος. Κατάλαβα ότι ήταν ικανοποιημένος και είχε αγωνία. Και μια μέρα, όπως καθόμουν στο κρεβάτι του, πήρα μια πετσέτα να την πάω στο μπάνιο και τον ακούω να μου λέει «vivere pericolosamente». Προσπαθούσα να σκεφτώ τι ήταν αυτό που είχα ακούσει, και δεν μίλησα. Κι εκείνος, ο άνθρωπος με αφασία, μου λέει βλέποντας να μην απαντάω: «Ζην επικινδύνως». Μου το εξηγεί! Φανταστείτε το μυαλό του, ήταν τρομερό. Πιάνει με το αριστερό του χέρι, το δεξί ήταν παράλυτο. Το σηκώνει και το αφήνει να πέσει. Και κατάλαβα γιατί μου είπε το «vivere pericolosamente». Ηταν παράλυτος γιατί έζησε επικίνδυνα. Και δεν μπορούσε να πάει στο Πολυτεχνείο. Χάρηκε πολύ που οι φοιτητές έκαναν αντίσταση. Και στενοχωρήθηκε που δεν μπορούσε να πάει. Εζησε επικίνδυνα, όπως επικίνδυνο ήταν αυτό που έκαναν τώρα εκείνα τα παιδιά.
Δ.Δ.: Το βιβλίο πόσο καιρό κάνατε για να το γράψετε;
Χ.Δ.: Περίπου δύο-τρία χρόνια.
Δ.Δ.: Σας βοήθησε κανένας;
Χ.Δ.: Οχι, μόνη μου το έγραψα. Ομως, είχαν την καλοσύνη, επειδή θέλησα να είμαι όσο το δυνατόν αντικειμενική και σωστή, να μου δώσουν ντοκουμέντα για όλα αυτά που γράφω.
Δ.Δ.: Ναι, ντοκουμέντα άφθονα.
Χ.Δ.: Ηταν κουραστικό για μένα. Αλλά ήταν ένα χρέος μου στην Ιστορία να γράψω αυτό το βιβλίο, για δύο ανθρώπους που η τύχη και η πατρίδα δεν τους άφησαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Τον μπαμπά μου τον παίρνουν, τον σκοτώνουν και πέφτει στην τρύπα χωρίς να τον δικάσουν. Τον Σπύρο Μουστακλή τον κάνουν ανάπηρο και δεν μπορεί να πάει στο Στρατοδικείο. Και έπρεπε κάποιος να τους υπερασπιστεί αυτούς τους δύο ανθρώπους, οι οποίοι για την πατρίδα το έκαναν αυτό το πράγμα. Για να είμαι όσο γίνεται πιο αντικειμενική, πήρα συνεντεύξεις από ανθρώπους που τον έζησαν τον Σπύρο Μουστακλή. Εγώ δεν ήμουν σε θέση να τον περιγράψω ως στρατιωτικό, ούτε είχα ζήσει μαζί του στην εξορία. Και μίλησα με πολλούς στρατιωτικούς που ήταν συνάδελφοί του και συνεξόριστοι. Παράλληλα με ντοκουμέντα από την Αμερική όπου πήγα, από τη Ρωσία, από όλες τις υπηρεσίες με τα ανάλογα αρχεία.
Δ.Δ.: Οταν γνωριστήκατε ήταν μια ερωτική σχέση, παθιασμένη;
Χ.Δ.: Τον ερωτεύτηκα με πάθος, αλλά δεν μπόρεσα να τον χαρώ γιατί δεν ζήσαμε μαζί σε καλές στιγμές.
Επίλογος
Ενας ήρωας
Καθώς έφευγα, ταραγμένος και συγκινημένος από την αφήγηση αυτού του τόσο ευαίσθητου πλάσματος, ηλικίας 85 ετών, και καθώς τη χαιρέτησα, σχεδόν υποκλίθηκα μπροστά της, στο μυαλό μου ήρθαν μερικές χρήσιμες λεπτομέρειες. Απαραίτητες για τη συμπλήρωση αυτού του πορτρέτου ηρωισμού:
■ Τον Σεπτέμβριο του 1973, με τη βοήθεια της Αμαλίας Φλέμινγκ, καταφθάνει από το Λονδίνο διάσημος νευροχειρουργός μπας και βοηθήσει σε μια καλύτερη αποκατάσταση της παραλυσίας του Σπύρου Μουστακλή.
■ Στις 22 Δεκεμβρίου 1974, ο Μουστακλής μεταφέρεται στο στρατιωτικό νοσοκομείο WRAMC της Ουάσινγκτον με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Ηλία Δημητρακόπουλου και τη συνδρομή του γερουσιαστή Εντουαρντ Κένεντι.
■ Τον Ιούλιο του 1978, μεταφέρεται για έκτακτο χειρουργείο στο Λονδίνο και τον Σεπτέμβριο του 1983 στη Μόσχα για check-up.
■ Και τρία χρόνια μετά, ανήμερα Μεγάλη Δευτέρα, εγκαταλείπει οριστικά. Η διάγνωση «αιφνίδιος θάνατος». Η ιατρική ορολογία για την αθεράπευτη παραλυσία του ονομάζεται: κτύπημα οξύ επί του αυχένος, θρόμβωσις της καρωτίδος.
■ Και κάτι σαν υστερόγραφο. Μου το είπε η Χριστίνα Μουστακλή, ο πιο αγαπημένος άνθρωπός του: «Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του “απετάχθην ως δημοκρατικός, συνελήφθην ως δεξιός και εξορίζομαι ως κομμουνιστής». Κι εγώ προσθέτω: «Παρέλυσε όπως η Ελλάδα της χούντας».
Δημήτρης Δανίκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ