14 Νοεμβρίου 2013

Μόνο στην Ελλάδα: Ο Γιάννος έχει ίδρυμα, διοργανώνει συνέδρια, με ομιλητή τον εαυτόν του και αναλύει ότι για όλα φταίνε οι Γερμανοί...

«Το Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής (ΚΕΠΠ) ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 2006, με σκοπό τη δημιουργία ενός σύγχρονου κέντρου παραγωγής προοδευτικών ιδεών και πολιτικών που θα απαντούν αξιόπιστα στα σύγχρονα προβλήματα της δημόσιας ζωής» αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Κέντρου που ίδρυσε ο Γιάννος Παπαντωνίου μαζί με τον Βαρουφάκη, Σωμερίτη, Αυγερινό, Μαγκάκη και άλλους...

τα σχόλια περιττεύουν και το μυαλό προβληματίζεται για τo πόσο ορθή είναι η θέση της ΝΔ ότι και το γιαούρτωμε είναι πράξη βίας.  

Να πούμε μόνο ότι το Κέντρο ελέγχεται από το ΣΔΟΕ για τα οικονομικά και τις πηγές χρηματοδότησής του ενώ ο Βαρουφάκης λέει ότι έχει ξεκόψει εδώ και χρόνια... προφανώς από το 2010 όταν και έγινε κι αυτός ΣΥΡΙΖΑ γιατί πιο πριν μια χαρά συμμετείχε σε εκδηλώσεις


 Φυσικά το ορφανό ΠΑΣΟΚικό ΒΗΜΑ φροντίζει για την προβολή του Γιάννου με το παρακάτω σεντόνι...


Γ. Παπαντωνίου: Δεν θα είναι γρήγορη η έξοδος από την κρίση
Ομιλία στο συνέδριο «Ο Διχασμός Βορρά-Νότου και το Μέλλον του Ευρώ»

«Ο διχασμός Βορρά-Νότου αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της νομισματικής ένωσης. Η επιβίωση του ευρώ ως ισχυρού ενιαίου νομίσματος συναρτάται με τη γεφύρωση του χάσματος. Λιγότερη λιτότητα, στήριξη επενδύσεων, περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ουσιαστικά βήματα οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης συνθέτουν την απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο». Αυτό τόνισε ο πρώην υπουργός Οικονομίας και πρόεδρος του ΚΕΠΠ κ. Γιάννος Παπαντωνίου μιλώντας στο συνέδριο που γίνεται στην Αθήνα με θέμα «Ο Διχασμός Βορρά-Νότου και το Μέλλον του Ευρώ»

Οπως είπε ο κ. Παπαντωνίου «η κρίση στην ευρωζώνη έχει ήδη κλείσει τέσσερα χρόνια, και δεν διαφαίνεται γρήγορη έξοδος. Με εξαίρεση τη Γερμανία και ορισμένες χώρες του Βορρά, κυριαρχεί η ύφεση και υψηλά ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα στο Νότο. Συνολικά, το κατά κεφαλήν εισόδημα βρίσκεται στα επίπεδα του 2007, ενώ στην Ελλάδα έχει επιστρέψει στο 2000. Στην Ιταλία παραμένει στα επίπεδα του 1997. Το ποσοστό ανεργίας στην ευρωζώνη είναι περίπου 12%. Η ανεργία στη χώρα μας αγγίζει το 30% και για τους νέους το 60%. Επιπλέον, δεν υπάρχει προοπτική επανόδου σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ικανούς να απορροφήσουν την ανεργία».

Αναλύοντας τα σημεία που μας οδήγησαν σε αυτό το αδιέξοδο επισήμανε τα εξής:

Πρώτον, οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν ήταν υπερβολικές και οδήγησαν σε πολύ βαθύτερη ύφεση και υψηλότερη ανεργία, σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις. Δεν εξασφαλίστηκε η βιωσιμότητα του χρέους των αδύναμων χωρών διότι η κατάρρευση του ΑΕΠ δεν άφησε περιθώρια για να μειωθεί ο λόγος χρέος/ΑΕΠ, ώστε να πεισθούν οι αγορές ότι θα υπάρξει κανονική αποπληρωμή.

Δεύτερον, οι πολιτικές λιτότητας για τις υπερχρεωμένες χώρες δεν αντισταθμίστηκαν, όπως συμβαίνει σε όλα τα προγράμματα προσαρμογής, με μέτρα τόνωσης της ζήτησης. Υποτίμηση για την ενθάρρυνση των εξαγωγών δεν είναι εφικτή σε μια νομισματική ένωση. Όμως, οι οικονομικά και δημοσιονομικά ισχυρές χώρες θα έπρεπε να ακολουθήσουν περισσότερο επεκτατικές πολιτικές για να στηρίξουν τη ζήτηση στις αδύναμες χώρες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε να εφαρμόσει πιο επιθετική νομισματική πολιτική, με μη συμβατικά μέτρα - όπως η αγορά ομολόγων - , κατά το πρότυπο άλλων κεντρικών τραπεζών, για να μειωθεί το κόστος δανεισμού. Τέλος, ένα πρόγραμμα επενδυτικής βοήθειας - με επιχορηγήσεις και χαμηλότοκα δάνεια - θα έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή για τις χώρες του Νότου.

Τρίτον, οι μεταρρυθμίσεις στις υπερχρεωμένες χώρες δεν προχώρησαν με ικανοποιητικούς ρυθμούς, λόγω ανικανότητας των κυβερνήσεων αλλά και του υφεσιακού κλίματος που αποθαρρύνει την προσπάθεια. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που έχει επιτευχθεί οφείλεται, σχεδόν αποκλειστικά, στη μείωση των μισθών και όχι στην αύξηση της παραγωγικότητας.

Τέταρτον, τα μέτρα βελτίωσης του συστήματος διακυβέρνησης της ευρωζώνης είναι ανεπαρκή και δεν αντιμετωπίζουν τις βασικές δυσλειτουργίες, με αποτέλεσμα να μην αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα του ευρώ. Η πρόταση για ευρωομόλογα έχει απορριφθεί, δεν προβλέπεται κοινή φορολογία, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει κατακερματισμένη, η τραπεζική ένωση προωθείται με χαλαρό τρόπο και αδύναμες κεντρικές δομές, ενώ η ΕΚΤ συνεχίζει να στερείται τις εξουσίες άλλων κεντρικών τραπεζών για την προστασία του ευρώ.

Όσο οι λόγοι που προκάλεσαν την πρωτοφανή αυτή ύφεση δεν ανατρέπονται, δεν υπάρχει προοπτική εξόδου από την κρίση. Η Ευρώπη φαίνεται καταδικασμένη σε μακρόχρονη στασιμότητα, ή χαμηλή ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση των υψηλών ποσοστών ανεργίας, τη δραστική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, και τον περιορισμό του ρόλου της στη παγκόσμια οικονομία.

Το κλειδί των εξελίξεων

Ο κ. Παπαντωνίου σημείωσε «το κλειδί των εξελίξεων το κρατά η Γερμανία. Η στρατηγική που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα η Γερμανία στη διαχείριση της κρίσης έχει εξασφαλίσει τεράστια οφέλη για την οικονομία της σε βάρος των αδύναμων χωρών του Νότου. Η Γερμανία έχει πολύ χαμηλά ποσοστά ανεργίας, ικανοποιητική ανάπτυξη, ενώ τα εμπορικά πλεονάσματα που εξασφαλίζει εξάγουν, ουσιαστικά, τα δικά της προβλήματα στους εμπορικούς της εταίρους. Τα πλεονάσματα ισοφαρίζονται από ελλείμματα, που αντανακλούν χαμηλές εξαγωγές των αδύναμων χωρών, και, κατά συνέπεια, μεγαλύτερη ύφεση και υψηλότερη ανεργία.

Οι πολιτικές αυτές διαιρούν την ευρωζώνη σε βόρεια και νότια ζώνη. Στο βορρά, υπάρχει χαμηλό κόστος δανεισμού και ικανοποιητική ανάπτυξη. Στο Νότο, υψηλό κόστος δανεισμού, ύφεση και δραστικές μειώσεις στα εισοδήματα και τις κοινωνικές δαπάνες. Διαμορφώνεται ένα διπολικό σχήμα νομισματικής ένωσης, που μακροχρόνια δεν είναι βιώσιμο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα είναι δύσκολη η άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Άλλα επιτόκια θα πρέπει να ισχύουν στο Βορρά και άλλα στο Νότο. Η συνεχιζόμενη ύφεση στο Νότο με παράλληλη μείωση των ελλειμμάτων θα ασκεί πίεση για νέα περιοριστικά μέτρα που δεν θα είναι ανεκτά ούτε από τις κοινωνίες ούτε τα πολιτικά συστήματα των αδύναμων χωρών. Τα αδιέξοδα αυτά θα οδηγούν είτε σε νέα αιτήματα για οικονομική βοήθεια και νέα δάνεια - στα οποία δεν θα είναι δυνατό να ανταποκρίνονται συνεχώς οι χώρες του Βορρά − , είτε σε κοινωνικές εντάσεις και πολιτικές κρίσεις στις χώρες του Νότου. Και στις δύο περιπτώσεις, αποτέλεσμα θα είναι η οικονομική και πολιτική αστάθεια που μπορεί να οδηγήσει σε διάσπαση της ευρωζώνης.

Όσο διατηρείται μια σχετική ισορροπία μεταξύ Βορρά και Νότου, η Γερμανία δεν έχει λόγο να αλλάξει πολιτική. Η σημερινή πολιτική ανταποκρίνεται τόσο στα συμφέροντα, όσο και στις ιδεοληψίες της. Εξασφαλίζει σταθερότητα και ανάπτυξη, ενώ επιτρέπει τη διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Επιπλέον, με τον περιορισμό των εξουσιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αμβλύνονται οι παραδοσιακοί φόβοι της γερμανικής κοινής γνώμης που προκαλούνται όταν ασκείται επεκτατική νομισματική πολιτική, με ιστορική αναφορά στον υπερπληθωρισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Το ζήτημα είναι τι θα πράξει η Γερμανία όταν η διαίρεση Βορρά-Νότου ξεπεράσει κάποια όρια προκαλώντας αστάθεια που θα θέσει σε κίνδυνο το ευρώ. Η αντίδραση της Γερμανίας θα προσδιοριστεί τόσο από την αντίληψη του μακροχρόνιου συμφέροντός της, όσο και από τις επιλογές της Άγκελα Μέρκελ. Διανύοντας τρίτη τετραετία ως Καγκελάριος, δεν αντιμετωπίζει εκλογές. Είναι φυσικό να την απασχολεί η υστεροφημία της, και συγκεκριμένα αν θα συνδεθεί με την αποδυνάμωση και ενδεχόμενη διάσπαση της νομισματικής ένωσης ή με τη διάσωση και την αναγέννησή της».

Αλλαγές και κίνδυνοι

Αν το χάσμα Βορρά-Νότου διευρυνθεί σε βαθμό που θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια τη νομισματική ένωση, θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στη δομή της ευρωζώνης, ώστε να εξασφαλιστεί το μέλλον του κοινού νομίσματος:

· Αν η οικονομική και πολιτική κρίση στις χώρες του Νότου είναι γενικευμένη, η Γερμανία μπορεί να αποχωρήσει, μαζί με άλλες ισχυρές οικονομίες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και να συγκροτήσουν μια μικρότερη ευρωζώνη υπό γερμανική ηγεσία.

· Αν η κρίση είναι πιο περιορισμένη και το σενάριο της απόσχισης κριθεί παρακινδυνευμένο, η Γερμανία μπορεί να πραγματοποιήσει στροφή πολιτικής στην κατεύθυνση της οικονομικής και δημοσιονομικής ενοποίησης, με μερική αμοιβαιοποίηση των εθνικών χρεών και εκχώρηση οικονομικών εξουσιών σε υπερεθνικά ευρωπαϊκά όργανα. Η αλλαγή θα έχει πολιτικό κόστος στο εσωτερικό της Γερμανίας. Θα φανεί ότι ο Γερμανός φορολογούμενος αναλαμβάνει τα χρέη των δημοσιονομικά ανεύθυνων χωρών του Νότου − χωρίς βέβαια να λαμβάνονται υπόψη τα σημαντικά οφέλη που θα αποκομίσει η Γερμανία από μια εύρωστη ενιαία νομισματική ένωση. Το κύρος της Άγκελα Μέρκελ και η στήριξη του SPD θα μετρήσουν θετικά για μια τέτοια στροφή. Δεν αποκλείεται, όμως, να υπάρχουν και θύματα, αν μικρές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, συνεχίσουν να δημιουργούν προβλήματα αθετώντας ανειλημμένες υποχρεώσεις και δημιουργώντας την εντύπωση ότι θα εξαρτώνται συνεχώς από την παροχή βοήθειας. Η έξοδος μιας ή δύο μικρών «απείθαρχων» χωρών θα διευκολύνει τη γερμανική κυβέρνηση στην εξασφάλιση αποδοχής από την κοινή γνώμη.

Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη χώρα μας, αν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα στο 2014, δεν σταθεροποιηθεί η οικονομία, αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και δημιουργηθούν συνθήκες δυναμικής ανάκαμψης.