Οταν οι πρόσφυγες ξεκίνησαν να φτάνουν στη Γερμανία σε μεγάλους αριθμούς το καλοκαίρι του 2015, πολλοί πολιτικοί και οικονομολόγοι εκτίμησαν ότι η άφιξη τους στη χώρα θα αποτελέσει μια λύση στην έλλειψη έμπειρου εργατικού δυναμικού, ενώ οι πιο "ψαγμένοι" έλεγαν πως δεν έφταιγε ο Τσίπρας που άνοιξε τα σύνορα αλλά η Μέρκελ τους ήθελε σαν φτηνά εργατικά χέρια.
Μια μελέτη όμως που δημοσιεύτηκε την Τρίτη δείχνει πως μέχρι σήμερα μόλις ένας στους οχτώ νεοεισερχόμενους πρόσφυγες έχει βρει εργασία.
Περίπου 1,1 εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες έφτασαν στη Γερμανία από τις αρχές του 2015 και οι ανησυχίες για την ασφάλεια και για την ενσωμάτωση τους στη γερμανική κοινωνία οδήγησαν σε αύξηση των ποσοστών του ακροδεξιού και αντιμεταναστευτικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Η έρευνα σχετικά με το εργασιακό καθεστώς των προσφύγων, το μορφωτικό τους επίπεδο και τις αξίες που μοιράζονται, διεξήχθη από το τμήμα ερευνών της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Προσφύγων και τα ινστιτούτα ερευνών IAB και DIW. Το δείγμα ήταν 2.349 πρόσφυγες ηλικίας άνω των 18ετών που κατέφθασαν στην Γερμανία από την 1η Ιανουαρίου 2013 έως τις 31 Ιανουαρίου 2016 και πραγματοποιήθηκε στο χρονικό διάστημα Ιουνίου–Οκτωβρίου 2016.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 13% των προσφύγων που έφτασαν στην χώρα από τον περασμένο χρόνο έως και τον Ιανουάριο του 2016 έχουν βρει εργασία. Πολλοί από τους νεοεισερχόμενους πρόσφυγες εξακολουθούν να βρίσκονται σε διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεων ασύλου τους και ως εκ τούτου έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Ο Χέρμπερτ Μπρύκερ από το Ινστιτούτο για την Έρευνα στον τομέα της Απασχόλησης (IAB) τόνισε ότι η εμπειρία δείχνει ότι το 50% περίπου των μεταναστών τείνει να βρίσκει εργασία μετά από πέντε χρόνια παραμονής στην Γερμανία, τουλάχιστον το 60% εργάζεται έπειτα από 10 χρόνια παραμονής στην χώρα και το 70% έπειτα από 15 χρόνια.
Οπως επισήμανε, τα ποσοστά αυτά πιθανώς να επαληθευτούν στην περίπτωση των προσφύγων που εισήλθαν πρόσφατα στην χώρα, καθώς τους προσφέρονται περισσότερα μαθήματα γλωσσομάθειας και δέχονται περισσότερη βοήθεια από κέντρα έρευνας εργασίας και τους γερμανούς πολίτες από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν.
Ομως, όπως πρόσθεσε, οι νεοεισερχόμενοι πρόσφυγες δεν εισήλθαν στην χώρα κατά κύριο λόγο για να εργαστούν και δεν ήταν τόσο καλά προετοιμασμένοι όπως άλλες κοινωνικές ομάδες. Ο μεγάλος αριθμός αφίξεων παράλληλα οδήγησε σε εντονότερο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας.
Ανάμεσα σε εκείνους που δεν εργάζονται και έφτασαν στην Γερμανία έπειτα από τον Ιανουάριο του 2013, περισσότεροι από τα ¾ αυτών δηλώνουν πως «ασφαλώς» και επιθυμούν να εργαστούν και το 15% πως «πιθανώς» να θέλουν να εργαστούν.
Παράλληλα, το 58% είχε ολοκληρώσει τουλάχιστον δέκα χρόνια σχολικής εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης και πανεπιστημιακών σπουδών, πριν την άφιξη του στην Γερμανία. Το αντίστοιχο ποσοστό των γερμανών πολιτών ανέρχεται σε 88%. Λιγότερο από το 1/3 είχε φοιτήσει σε πανεπιστήμιο ή σε μια κάποια επαγγελματική σχολή, ένας στους δέκα είχε πάει μόνο σε δημοτικό σχολείο, ενώ το 9% δεν πήγε ποτέ σχολείο.
Περίπου τα ¾ των προσφύγων σε ηλικία 18-65 ετών δηλώνουν ότι είχαν αποκτήσει εργασιακή εμπειρία πριν την άφιξη τους στην Γερμανία, ενώ το 13% είχε εργαστεί σε θέσεις διοίκησης.
Σχεδόν το 90% δεν μιλούσε την γερμανική γλώσσα όταν έφτασε στην χώρα, ένα μεγάλο εμπόδιο για πολλούς εργοδότες.
Η συντριπτική πλειοψηφία των νεοεισερχόμενων προσφύγων απαντά πως μοιράζεται κοινές αξίες με τους γερμανούς πολίτες, με το 96% να συμφωνεί πως πρέπει να υπάρχει ένα δημοκρατικό σύστημα και το 92% πως τα ίσα δικαιώματα για άνδρες και γυναίκες αποτελούν μέρος της δημοκρατίας.
Κατά μέσο όρο, οι πρόσφυγες έχουν εγκαθιδρύσει επικοινωνία με τρεις γερμανούς πολίτες και πέντε ανθρώπους από τις χώρες τους που δεν γνώριζαν πριν φτάσουν στην Γερμανία.