Παρά την ανέκαθεν ισχυρή αντίσταση που συναντούσε η τάση του εξευρωπαϊσμού, η ιστορία της νεότερης Ελλάδας, του ανεξάρτητου κράτους που ιδρύεται το 1832 ως βασίλειο τότε, είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της προσπάθειάς μας –πάντα με σκαμπανεβάσματα και περιπέτειες– να προσεγγίσουμε τη Δύση.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος πέθανε χθες στα 99 του, ήταν ένας από τους τρεις κορυφαίους εκπροσώπους αυτής της τάσης στη μεταπολεμική πολιτική ζωή της χώρας, μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Κώστα Σημίτη. Το γεγονός ότι οι τρεις τους, παρότι μπορεί να υπήρξαν κατά διαστήματα αντίπαλοι, καλύπτουν έναν ευρύ πολιτικό χώρο, που εκτείνεται από τους συντηρητικούς και τους φιλελευθέρους μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, μαρτυρεί την έκταση στην οποία απλώνονται οι ρίζες της συγκεκριμένης τάσης στη σύγχρονη Ελλάδα. Εν τέλει, ακόμη και αυτή η σπατάλη των χρόνων του Ανδρέα Παπανδρέου τον εξευρωπαϊσμό είχε ως πρόσχημα, στη λαϊκίστικη εκδοχή του: το «δημοκρατικό κεκτημένο» της αργομισθίας στο Δημόσιο υποτίθεται ότι ήταν η απάντηση στο αίτημα του λαού να πιάσουμε το βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων.
Ανιψιός του Ελευθερίου Βενιζέλου (η μητέρα του ήταν αδελφή του), πολύγλωσσος και κοσμοπολίτης, ο Κων. Μητσοτάκης ήταν ο τελευταίος των πολιτικών ηγετών που είχαν την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου· αυτό έδινε τη σαφώς φιλευρωπαϊκή κατεύθυνση στις πολιτικές θέσεις του, αλλά και διευκόλυνε την προσωπική επικοινωνία του με Ευρωπαίους ομολόγους του. Ηταν, επίσης, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του φιλελευθερισμού στην πολιτική σκηνή της χώρας και ο μόνος φιλελεύθερος που κατόρθωσε να εκλεγεί πρωθυπουργός μετά το 1974. Βεβαίως, δεν ήταν απλό να είσαι φιλελεύθερος στην Ελλάδα, ιδίως κατά τις δεκαετίες μετά τη Μεταπολίτευση, οπότε κέρδιζαν όλο και περισσότερο έδαφος οι σοσιαλιστικές πολιτικές. Οι συμβιβασμοί και οι υποχωρήσεις ήσαν αναγκαία και ίσως αυτή η διαρκής προσπάθεια προσαρμογής, μέσα σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον εχθρικό προς τον φιλελευθερισμό, ήταν εκείνο που ενίσχυσε τον παροιμιώδη ρεαλισμό του Μητσοτάκη.
Τα στοιχεία που τον έκαναν ξεχωριστό στην πολιτική, δηλαδή η φιλελεύθερη προσέγγιση, ο ρεαλισμός του, η ευχέρειά του να λέει τη δυσάρεστη αλήθεια, ακόμη και η ψυχραιμία του χαρακτήρα του, ήσαν εκείνα που τον έκαναν και ιδιαιτέρως μισητό στους αντιπάλους του – ιδίως όσους είχαν έντονο πρόβλημα ανασφάλειας. Δεν νομίζω άλλος πολιτικός στην εποχή της Μεταπολίτευσης (πλην του Σημίτη, ενδεχομένως) να έγινε ποτέ στόχος παρόμοιας εκστρατείας προσωπικής δυσφήμησης, όπως ο Μητσοτάκης. Ο ρεαλισμός και η ευθύτητά του, λ.χ., τον έκαναν, υποτίθεται, «μπουνταλά», ενώ διαστρέβλωσαν ακόμη και την αντιστασιακή δράση του στην Κατοχή, για την οποία είχε καταδικασθεί σε θάνατο από τους Γερμανούς, παρουσιάζοντάς τον σαν συνεργάτη των Αρχών Κατοχής.
Είθισται στις περιπτώσεις θανάτου μεγάλων πολιτικών, όπως ο Κων. Μητσοτάκης, να του αναγνωρίζουν εκθύμως οι πάντες όσα του τσιγκουνεύονταν όσο ζούσε και, επίσης, να εκθειάζουν το έργο του· δεν είναι πάντα εύκολο για τον καθένα. Κατά σύμπτωση, η συλλυπητήρια ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και εκείνη του Προέδρου της Δημοκρατίας, αντιπαρέρχονται το πρόβλημα της περίπτωσης Κων. Μητσοτάκη με περίπου την ίδια διατύπωση. «Αφησε ανεξίτηλο σημάδι» ο εκλιπών, σύμφωνα με το κυβερνών κόμμα· άφησε «ανεξίτηλο το στίγμα του στην πολιτική ζωή του τόπου μας», σύμφωνα με τον Πρόεδρο.
Ο,τι και αν σημαίνουν λέξεις αμφίσημες, που εύκολα ξεχειλώνει το νόημά τους προς την επιθυμητή πλευρά, η πραγματικότητα είναι ότι ο Κων. Μητσοτάκης δεν διαμόρφωσε τη σημερινή Ελλάδα με τη σταδιοδρομία του στην πολιτική. Με την εξαίρεση οπωσδήποτε της ευρωπαϊκής πολιτικής του, η δράση του Μητσοτάκη δεν κατάφερε να δώσει το σχήμα που θα ήθελε ο ίδιος στα πράγματα – όπως το πέτυχε ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δυστυχώς· επειδή, αν η Ελλάδα είχε πάρει από τη δεκαετία του 1990 την κατεύθυνση που έδειχνε ο Μητσοτάκης, προς το μικρότερο κράτος και την απελευθέρωση της οικονομίας, σήμερα δεν θα βρισκόμασταν στην ιλαροτραγική και εξευτελιστική θέση που είμαστε ως ευρωπαϊκή χώρα. Ο Κων. Μητσοτάκης προσπάθησε με την πολιτική του να γίνει η γέφυρα προς το μέλλον· είναι κρίμα ότι δεν τα κατάφερε.
Εντούτοις, η πραγματική κληρονομιά που μας αφήνει είναι το παράδειγμα ενός πολιτικού ο οποίος, με όλες τις αδυναμίες του, επέμενε να λέει το σωστό και όταν ακόμη ήταν άκρως δυσάρεστο, επειδή ήταν αναγκαίο. Του πολιτικού που αψήφησε το πολιτικό κόστος. Αυτό το παράδειγμα στις μέρες μας έχει πια δικαιωθεί πλήρως: η ατζέντα που έθεσε τότε ο Μητσοτάκης, πριν από 27 χρόνια, είναι η ίδια που έχουμε σήμερα: σμίκρυνση και εκσυχρονισμός του κράτους, ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας και δημοσιονομική σταθερότητα. Σε τελευταία ανάλυση, η Ελλάδα που σαπίζει σε κώμα εδώ και οκτώ χρόνια είναι η Ελλάδα του Ανδρέα, ενώ η Ελλάδα που μας πρότεινε τότε ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι η μόνη εφικτή λύση. Είναι μια δικαίωση αυτή – πνευματική έστω.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ