Φορολογική επιβάρυνση ανάλογη ενός διαμερίσματος 50 ετών στην Κυψέλη «απολαμβάνουν» οι κάτοικοι υπερπολυτελών εξοχικών κατοικιών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων μέτρων, που αξίζουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Πρόκειται για μία από τις βασικότερες στρεβλώσεις και αδικίες στον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί και επιβάλλεται ο ΕΝΦΙΑ, αλλά και συμπληρωματικός φόρος, ο οποίος αφορά τους κατόχους αστικών ιδιοκτησιών αξίας τουλάχιστον 200.000 ευρώ.
Έτσι, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή», οι πολυτελείς εξοχικές κατοικίες που βρίσκονται και φέτος, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά τα τελευταία χρόνια, στο επίκεντρο της αγοραστικής ζήτησης από το εξωτερικό, επί της ουσίας «επιδοτούνται» φορολογικά, εις βάρος των αστικών ιδιοκτησιών, που συχνά είναι πλήρως απαξιωμένες και οι κάτοχοί τους αδυνατούν να τις πωλήσουν, ακόμα και σε «συμβολικές» τιμές.
Αυτό προκύπτει από έρευνα της εφημερίδας, που συγκρίνει το ύψος του ΕΝΦΙΑ μεταξύ διαμερισμάτων 100 τ.μ. σε επιλεγμένες περιοχές της Αττικής και πολυτελών εξοχικών ακινήτων σε δημοφιλείς παραθεριστικούς προορισμούς (με βάση αγγελίες μεσιτών).
Στο πλαίσιο αυτό προκύπτει ότι ακόμα και στη Μύκονο, μία από τις ακριβότερες περιοχές εξοχικών κατοικιών, το κόστος του ΕΝΦΙΑ είναι από εφάμιλλο έως και πολύ χαμηλότερο από τον αντίστοιχο φόρο που πληρώνει (κατ’ αναλογία με την επιφάνεια του ακινήτου) ένα διαμέρισμα της Αθήνας.
Για παράδειγμα, μία πωλούμενη βίλα αξίας 4 εκατ. ευρώ στη νότια πλευρά της Μυκόνου, επιφάνειας περίπου 500 τ.μ., πληρώνει ετήσιο ΕΝΦΙΑ μόλις 1.350 ευρώ, δηλαδή 2,7 ευρώ/τ.μ., όταν η Κυψέλη, με τις τιμές πώλησης διαμερισμάτων 40.000 – 70.000 ευρώ, το αντίστοιχο ποσό κυμαίνεται μεταξύ 3,5 – 3,7 ευρώ/τ.μ.
Αντίστοιχα στις Σπέτσες εξοχική κατοικία 190 τ.μ. πληρώνει 1,24 ευρώ/τ.μ., όταν ένα διαμέρισμα 100 τ.μ. στα Πατήσια επιβαρύνεται με τριπλάσιο φόρο, της τάξεως των 3,6 ευρώ/τ.μ.