Στην ουσία, όμως, η Τράπεζα της Ελλάδας δεν παρανομεί. Απλώς εφαρμόζει τον αναγκαστικό νόμο 1611 του 1950, αλλά και την ανανέωσή του με τον νόμο 2216 του 1994, που «δεσμεύει» τους λογαριασμούς των καταθέσεων των ΝΠΔΔ, παρέχοντάς τους συγχρόνως τη δυνατότητα να αποσύρουν το τμήμα των χρημάτων για την πληρωμή μισθοδοσιών και τρεχουσών εξόδων, όπως είναι λογαριασμοί για το φως, το νερό και το τηλέφωνο. Σε αντάλλαγμα θα χορηγεί ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και φυσικά θα εισπράττει τον αναλογούντα -ελάχιστο- τόκο.
Αν και οι νόμοι αυτοί υπάρχουν, έως σήμερα ουδέποτε είχε γίνει χρήση τους. Αυτό ακριβώς επισήμαναν οι ιεράρχες και αποφασίστηκε στην πρώτη συζήτηση του θέματος στην Ιερά Σύνοδο, να απευθύνουν επιστολή προς την Τράπεζα της Ελλάδας, με τα επιχειρήματά τους εναντίον της εφαρμογής του συγκεκριμένου αναγκαστικού νόμου στα ΝΠΔΔ της Εκκλησίας.
Σύμφωνα με την επιστολή, οι ιεράρχες θεωρούν ότι τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου είναι «προδήλως εξαιρετέα» από τους δύο νόμους, του 1950 και του 1994, επειδή είναι «πρόσωπα διάφορα του Κράτους από το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητα. Οι ιεράρχες υπογραμμίζουν ότι τα ΝΠΔΔ της Εκκλησίας δεν διαχειρίζονται κρατικής προέλευσης περιουσία και δεν επιχορηγούνται από το κράτος. Είναι Νομικά Πρόσωπα δημοσίου θρησκευτικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αυτοχρηματοδοτούμενα, για κοινωφελείς, φιλανθρωπικούς και πολιτιστικούς σκοπούς».
«Η Εκκλησία της Ελλάδος», τονίζουν, «είναι και κατά το Σύνταγμα αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη, ενώ ο επίσκοπος αποτελεί και για τα περιουσιακά ζητήματα, το ανώτερο όργανο της τοπικής Εκκλησίας. Όλα τα γεγονότα ρύθμισης της εκκλησιαστικής ζωής, είτε τελούνται από τον ίδιο, είτε εξαρτώνται πάλι από τον ίδιο». Και καταλήγουν: «θεωρούμε ότι τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ δεν εμπίπτουν στην εφαρμογή του αναγκαστικού νόμου».
Η Τράπεζα της Ελλάδας, μόλις έλαβε την επιστολή, την παρέπεμψε στη νομική της υπηρεσία και μετά λίγες μέρες απάντησε στην Εκκλησία ότι δεν εξαιρείται από τους συγκεκριμένους νόμους και καλώς θα γίνει η εφαρμογή τους.
Σημειώνεται ότι είναι δύσκολο να υπολογιστούν τα αποθεματικά χιλιάδων ΝΠΔΔ, αλλά είναι γνωστό ότι μόνο της Κεντρικής Οικονομικής Υπηρεσίας ανέρχονται σε περισσότερα από 45 εκατομμύρια ευρώ.
Αυτό ήταν και από τα πρώτα θέματα, που ετέθησαν στον πρωθυπουργό και στους υπουργούς. Όμως, οι εκκρεμότητες κρίσιμων ζητημάτων Εκκλησίας - Πολιτείας είναι πολλές με κρισιμότερη αυτή της αποδέσμευσης εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών, που παραμένουν δεσμευμένες, παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία έχει στα χέρια της δικαστικές αποφάσεις, που τη δικαιώνουν.
Αναφέρεται ενδεικτικά το ακίνητο της Εκκλησίας επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ακίνητο το οποίο εξακολουθεί να είναι δεσμευμένο για να γίνει χώρος πρασίνου, ενώ η Εκκλησία θα ήθελε να αποδεσμευθεί και να οικοδομηθεί (ενδεχομένως να γίνει συγκρότημα γραφείων). Με αυτόν τον τρόπο θα αυξήσει η ίδια τα έσοδά της και συγχρόνως θα τροφοδοτήσει και το Ταμείο Αλληλεγγύης, που έχει αποφασισθεί από την Ιεραρχία να λειτουργήσει και στο οποίο θα υπάρχει και μερίδιο για τους αναξιοπαθούντες.
Τα δεσμευμένα ακίνητα της Εκκλησίας, πάντως, με μία πρόχειρη καταγραφή, ανέρχονται σε περισσότερα από 123 και βρίσκονται κυρίως στην Αττική.
Άλλο θέμα που εκκρεμεί και συμπεριλαμβάνεται στο υπόμνημα, που παρέδωσε στον πρωθυπουργό ο αρχιεπίσκοπος, είναι αυτό που σχετίζεται με το μάθημα των Θρησκευτικών και τη διδασκαλία του στο νέο λύκειο, που θα εφαρμόσει από τον Σεπτέμβριο το υπουργείο Παιδείας. Το γεγονός ότι έγινε μονόωρο το μάθημα βρίσκει αντίθετους τους ιεράρχες, οι οποίοι θα ήθελαν να είναι υποχρεωτικό σε όλες τις τάξεις του λυκείου και μάλιστα να διδάσκεται δύο ώρες. Θεωρούν ότι είναι βασικό μάθημα συγκρότησης της προσωπικότητας των νέων και δεν εξαντλείται μόνο σε πληροφορίες περί της θρησκείας.
Οι διορισμοί των εφημερίων είναι ένα ακόμη «αγκάθι» στις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας. Δεδομένου ότι ήδη έχει αρχίσει να ισχύει στο δημόσιο η αναλογία του ενός προς πέντε, δηλαδή ένας προσλαμβάνεται για κάθε πέντε δημοσίους υπαλλήλους, που αποχωρούν. Στο πλαίσιο αυτής της αναλογίας δεν μπορεί να προσληφθούν παρά ελάχιστοι -σε σχέση με τις ανάγκες της Εκκλησίας- κληρικοί. Αρχικά, η Σύνοδος είχε υπολογίσει περί τις 900 τις ελλείψεις ιερέων σε ολόκληρη τη χώρα. Η ίδια όμως, κατανοώντας τις προσπάθειες για το «συμμάζεμα» του δημοσίου τομέα, «κατέβασε» τις απαιτήσεις της σε περίπου 300 θέσεις, αλλά και πάλι, το αρμόδιο υπουργείο δεν φαίνεται πρόθυμο να τις εγκρίνει. Σύμφωνα με πληροφορίες, μόνον 100 είναι οι θέσεις που πρόκειται να εγκριθούν για να χειροτονηθούν ισάριθμοι κληρικοί, γεγονός που δεν δέχονται οι κληρικοί, υποστηρίζοντας ότι θα διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός στην επαρχία, όπου πολλές περιοχές κινδυνεύουν με ερήμωση, αφού δεν διαθέτουν ούτε καν δάσκαλο. «Αυτές οι περιοχές στηρίζονται στον παπά και την Εκκλησία, για να επιβιώσουν», δηλώνουν.
Η κάρτα του πολίτη είναι ένα ακόμη ζήτημα που φέρει σε αντιπαράθεση Εκκλησία - Κυβέρνηση, καθώς δεν είναι λίγοι οι κληρικοί που «βλέπουν» το σημάδι του «αντίχριστου» στη νέα Κάρτα, ενώ άλλοι, ψυχραιμότεροι, θεωρούν ότι ενδεχομένως προσβάλλονται προσωπικά δεδομένα των πολιτών.
Το ζήτημα της δωρεάς οργάνων σώματος, αλλά και η φιλανθρωπική πολιτική της Εκκλησίας, βρίσκεται μέσα στο «πακέτο» των αναζητήσεων κοινής οδού των δύο θεσμών, με στόχο την ανακούφιση των οικονομικά πληγέντων, από την οικονομική κρίση, τμημάτων του πληθυσμού.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πάντως, η πρώτη συζήτηση των ιεραρχών με τον πρωθυπουργό, αλλά και τους συναρμόδιους υπουργούς Παιδείας, Αν. Διαμαντοπούλου, και Πολιτισμού, Π. Γερουλάνο, και των υφυπουργών, Υγείας Χ. Αηδόνη και Εξωτερικών Δ. Δόλλη, ήταν σε θετικό και θερμό κλίμα.
Πάντως, φαίνεται δύσκολο να αλλάξει η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας, όσον αφορά τα αποθεματικά της Εκκλησίας. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως θα τεθεί σε συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών. Ο πρωθυπουργός -σύμφωνα με πληροφορίες- για την Κάρτα του Πολίτη διαβεβαίωσε τους ιεράρχες ότι δεν τίθεται θέμα παραβίασης της ασφάλειας προσωπικών δεδομένων, ενώ συντάχθηκε μαζί τους στο θέμα της ανάγκης προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο κ. Παπανδρέου φέρεται να εξέφρασε και την ανάγκη να υπάρξει στενή συνεργασία των δύο θεσμών, στο πλαίσιο των διακριτών τους ρόλων, ώστε να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση, δίδοντας λύσεις, αισιοδοξία και ελπίδα στη χώρα. Όλα τα ζητήματα, πάντως, θα εξεταστούν στην επιτροπή που θα συγκροτηθεί από κοινού, ώστε να συζητηθούν, να αναδειχθούν και να βρεθούν οι ενδεδειγμένες λύσεις.
Εξάλλου, και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος επανέλαβε ότι είναι στο πλευρό της Πολιτείας στον στόχο της εξεύρεσης λύσεων. Σύμφωνα, δε, με πληροφορίες, φέρεται να εξέφρασε και την εκτίμηση ότι πρέπει να εξεταστούν και άλλα θέματα, που άπτονται των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας.
Σημειώνονται φωνές μέσα στην Ιεραρχία ότι τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις με τις πράξεις τους «οδεύουν προς τον χωρισμό των δύο θεσμών». Είναι αρκετοί οι ιεράρχες που υποστηρίζουν ότι ο διαχωρισμός Εκκλησίας - Κράτους έχει τεθεί εκ των πραγμάτων και η ίδια η Εκκλησία θα πρέπει να τον αντιμετωπίσει χωρίς φόβο και πάθος. Ωστόσο, μεγάλο τμήμα της Ιεραρχίας ανθίσταται ακόμη και στο ενδεχόμενο σκέψης για επίσημο διαχωρισμό, προειδοποιώντας με διχασμό του λαού σε περίπτωση που θα τολμήσει οποιοσδήποτε να θέσει τέτοιο ζήτημα.
Πάντως, στη σημερινή συνάντηση, το σημαντικότερο ίσως όλων ήταν ότι τέθηκε πλέον η θεσμική κατοχύρωση της μικτής επιτροπής, που θα συζητήσει όλα τα θέματα, που άπτονται των σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας. Θα ξεκινήσει, άλλωστε, με μία πεντάδα ζητημάτων, που είναι: Η αποδέσμευση της δεσμευμένης περιουσίας, ο νόμος για τα αποθεματικά της Εκκλησίας, η διδασκαλία των Θρησκευτικών και γενικότερα η εκκλησιαστική εκπαίδευση, ο νόμος για τις μεταμοσχεύσεις και η κάλυψη των εφημεριακών θέσεων με αιχμή τις θέσεις στις παραμεθόριες περιοχές.
Στις 17 Μαίου θα συνέλθει εκτάκτως η Ιεραρχία, προκειμένου να συζητήσει το θέμα του θεσμού της οικογένειας στη σημερινή εποχή. Στη συνεδρίαση αυτή, ο αρχιεπίσκοπος θα κωδικοποιήσει τα σημεία συζήτησης με την Κυβέρνηση και κατά πάσα πιθανότητα, στην εισήγηση του, θα εκθέσει και τις απόψεις του για την επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων.