05 Ιουλίου 2024

«Αλληλοκαρφώματα» Στρατούλη – Τσακαλώτου για το δημοψήφισμα του 2015 με το βλέμμα στραμμένο στην ανασύνθεση της Αριστεράς


«Βολές» κατά της πρώτης περιόδου της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εξαπολύει σε άρθρο του με τίτλο «Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για το 2015» στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο πρώην υπουργός και γραμματέας της ΛΑ.Ε., Δημήτρης Στρατούλης, απαντώντας στον βουλευτή της Νέας Αριστεράς και πρώην υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, με αφορμή το δημοψήφισμα του 2015. όλα όσα επακολούθησαν, αλλά και το μέλλον της Αριστεράς.

Το άρθρο του κ. Στρατούλη απαντά σε αντίστοιχο άρθρο του Ευκλείδη Τσακαλώτου με τίτλο «Ας μιλήσουμε για το ’15: τι λέμε εμείς οι μ@@@πίτουρες», που είχε επίσης δημοσιευθεί στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 29 Ιουνίου, επισημαίνοντας ότι «η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν καταστροφική. Έχασε την πολιτική αξιοπιστία του, διασπάστηκε, ενσωματώθηκε στο σύστημα, με τη νέα ηγεσία του να εκφυλίζεται πολιτικά. Στον λαό και -ιδιαίτερα- στη νεολαία επικράτησε κλίμα απογοήτευσης και πολιτικής αποστράτευσης. Η κοινωνία συντηρητικοποιήθηκε. Η Ν.Δ. ανάκτησε την πολιτική κυριαρχία, κερδίζοντας αλλεπάλληλες εκλογές».

Καταλογίζει στην τότε ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, γεγονός που όπως σημειώνει «αποδυνάμωσε τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα και διεθνώς. Ανακούφισε τις εγχώριες και ευρωπαϊκές κυρίαρχες αστικές δυνάμεις, γιατί αποτράπηκε ο κίνδυνος ανατροπής στην Ελλάδα, που θα αποτελούσε θετικό παράδειγμα για άλλους λαούς και απειλή για τα νεοφιλελεύθερα θεμέλια Ε.Ε. και ευρωζώνης».

Προσθέτει, δε, ότι «αριστερές δυνάμεις, που δεν συμμετείχαν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή αποχώρησαν από αυτόν (ΛΑΕ, ΜέΡΑ25 κ.λπ.) πλήρωσαν εκλογικά τις μνημονιακές αντικοινωνικές πολιτικές της, που εφάρμοζε στο όνομα, δήθεν, της Αριστεράς, συκοφαντώντας την συνολικά».

«Αυτό που απέτυχε ήταν η διαπραγματευτική στρατηγική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους δανειστές», τονίζει και προσθέτει ότι η τότε ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εφάρμοσε το αντιμνημονιακό της πρόγραμμα ως διαπραγματευτικό εργαλείο με τους δανειστές.

«Ούτε μετά το δημοψήφισμα της 5ης/7/2015 έκανε τίποτε από αυτά ούτε προσπάθησε να εφαρμόσει το αντιμνημονιακό πρόγραμμά της. Απόρριψε, μάλιστα, και την ύστατη πρόταση της Αριστερής Πλατφόρμας και άλλων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ να παραιτηθεί και να προκηρύξει εκλογές, λέγοντας προεκλογικά την αλήθεια στον λαό, ότι τα Μνημόνια πάνε πακέτο με το ευρώ και ότι για να τερματιστούν ήταν αναγκαία η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη, η έκδοση εθνικού νομίσματος, η διακοπή αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και η εφαρμογή ενός αντιμνημονιακού φιλολαϊκού προγράμματος. Ακόμα και εάν ο ΣΥΡΙΖΑ τις έχανε, θα παρέμενε ισχυρό ενωμένο αντιμνημονιακό αριστερό κόμμα μαχητικής αντιπολίτευσης. Θα διατηρούσε την πολιτική αξιοπιστία του, δεν θα υποχωρούσαν οι κοινωνικοί αγώνες. Θα παρέμενε ζωντανή η ελπίδα ότι υπάρχει εναλλακτική πολιτική», σημειώνει.

Καταλήγοντας, τονίζει ότι «σήμερα, σε συνθήκες επέλασης ακραίου νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού, μεγάλης ανόδου της Ακροδεξιάς, νέων κοινωνικών μετώπων, η μόνη διέξοδος υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων είναι η συνεργασία των αριστερών δυνάμεων. Αυτή δεν μπορεί να χτιστεί πάνω στην αποδοχή ως μονόδρομου του νεοφιλελευθερισμού, της υπεράσπισης της μνημονιακής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019, της συγκρότησης ενός κεντροαριστερού πόλου για την ανασύσταση ενός νέου δικομματισμού ως σταθεροποιητικού παράγοντα του συστήματος. Αντίθετα, πρέπει να διαμορφώνεται σε προγραμματικές βάσεις που δίνουν λύσεις με αγώνες στα άμεσα προβλήματα, συγκρουσιακές με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την ολιγαρχία, ανοιχτές σε βαθύτερες ριζοσπαστικές αλλαγές. Γι’ αυτό, η ΛΑΕ-Α.Α., στις παρούσες συνθήκες, επιμένει στη συνεργασία των δυνάμεων της ανυπότακτης ριζοσπαστικής Αριστεράς, ώστε να αποτελέσουν ισχυρό πόλο αντιπολίτευσης, αποκούμπι των πληττόμενων από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές λαϊκών στρωμάτων και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο».

Τι ανέφερε στο άρθρο του ο Ευκλείδης Τσακαλώτος

«Μετά την ήττα του αριστερού προοδευτικού χώρου στις ευρωεκλογές αποτελεί κοινό τόπο ότι χρειάζεται χρόνος για όλους και όλες για αναστοχασμό. Ένα κομβικό σημείο στις συζητήσεις είναι το πώς αξιολογούμε το καλοκαίρι του 2015: το δημοψήφισμα, τον συμβιβασμό με τους πιστωτές, το τρίτο μνημόνιο. Η στιγμή, δηλαδή, που ο ΣΥΡΙΖΑ επανεξελέγη κυβέρνηση με 35,46%. Κατά την άποψή μου, η συζήτηση δεν γίνεται με τους καλύτερους όρους, ιδιαίτερα αν σκοπός είναι να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον, για την ανασύνθεση της Αριστεράς, για το πώς η Αριστερά θα αντιμετωπίσει το θέμα της εξουσίας όταν, και αν, της δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία για να παίξει σημαντικό ρόλο», σημειώνει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει ότι «Μια άποψη που υπάρχει εντός της Νέας Αριστεράς, και πολύ περισσότερο εκτός, είναι ότι ο συμβιβασμός του ’15 έχει κομβικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία όλης της Αριστεράς. Από αυτό το γεγονός απορρέει η έλλειψη αξιοπιστίας, η αποστράτευση, η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες. Μια άλλη άποψη θεωρεί ότι αυτά τα φαινόμενα εξηγούνται περισσότερο από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση την περίοδο 2019-2023. Αφενός το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε 31,5% στις εθνικές εκλογές (λιγότερο από 18% στις εκλογές του 2023), καθόλου αμελητέο ποσοστό για ένα κόμμα που εφάρμοσε μνημόνιο, αφετέρου η εξαέρωση του κόμματος, ο αρχηγισμός και ο κυβερνητισμός είναι στοιχεία εντονότερα μετά το 2019. Βέβαια κανείς δεν δίνει όλο το βάρος στο ’15, αγνοώντας τη μετέπειτα περίοδο, και κανείς δεν αγνοεί εντελώς αυτά που έγιναν μετά το ’19. Αλλά πού δίνει κανείς την έμφαση έχει μεγάλη σημασία. Και σίγουρα η επιλογή δεν είναι ουδέτερη».

Ανατρέχοντας στα τεκταινόμενα της περιόδου του δημοψηφίσματος του 2015 και στους χειρισμούς της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι «βγαίνει αβίαστα από αυτά ότι δεν είχαμε κανένα σκοπό να βγάλουμε τη χώρα από το ευρώ και ότι ζητούσαμε τη στήριξη για μία καλύτερη έκβαση στη διαπραγμάτευση» και τονίζει: «Μπορεί να ήταν λάθος αυτή η γραμμή, αλλά αυτή ήταν. Κατά την άποψή μου δεν ήταν λάθος. Γιατί αν φεύγαμε από το ευρώ θα ακολουθούσε μια μεγάλη υποτίμηση και –για ένα διάστημα τουλάχιστον– εσωτερική και εξωτερική στάση πληρωμών που θα είχαν καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες. Σε μια χώρα που είχε χάσει το 25% του ΑΕΠ, μια περαιτέρω απώλεια της τάξης του 25%, και ό,τι θα σήμαινε αυτό για τους μισθούς και το κοινωνικό κράτος, θα ήταν μη διαχειρίσιμη».

Σχολιάζοντας στην κριτική που ασκείται για τους χειρισμούς αυτούς ο βουλευτής της Νέας Αριστεράς αναφέρει: «Εδώ υπάρχει όμως μια άλλη κριτική που έρχεται κυρίως, αν κι όχι αποκλειστικά, από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Αυτή λέει ότι η μεγάλη πλειοψηφία στο δημοψήφισμα υπέρ του «όχι» έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να «αγοράσει» χρόνο. Δεν υπήρχε λόγος να συνθηκολογήσουμε τόσο γρήγορα εμείς οι μαλακοπίτουρες. Αλλά οι ίδιες δικές του ομάδες συμβούλων τού έλεγαν ότι ο χρόνος δεν μετρούσε υπέρ μας. Ο ίδιος είχε συστήσει τρεις διαφορετικές ομάδες για να εξετάσουν διάφορες τεχνικές/εργαλεία ή προτάσεις που θα μας έδιναν χρόνο, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο τη διαπραγματευτική μας δύναμη. Η αλήθεια είναι ότι και οι τρεις τού είπαν ότι ρεαλιστικά δεν είχαμε καμία τέτοια δυνατότητα».

«Δυστυχώς υπάρχει μια μακρά παράδοση στην παγκόσμια Αριστερά που εξηγεί κάθε ήττα με το απλουστευτικό «μας πρόδωσε η ηγεσία». Στη συγκεκριμένη περίπτωση αφήνεται να εννοηθεί ότι αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε μια πιο αποφασισμένη, πιο σθεναρή, ηγεσία, τότε το «όχι» δεν θα γινόταν «ναι». Μια εντελώς προβληματική στάση –δεν τη λες και μαρξιστική!– που δεν επιτρέπει μια σοβαρή συζήτηση για την όποια ήττα. Αλλά ούτε αυτό είναι το πιο προβληματικό. Κυρίως δεν επιτρέπει μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον. Γιατί αυτό που υπονοεί είναι ότι στο μέλλον, αν έχουμε μια δεύτερη κυβέρνηση της Αριστεράς, και έχουμε στιβαρούς ηγέτες, τότε δεν θα αντιμετωπίσουμε παρόμοια ή νέα προβλήματα συσχετισμών. Δεν θα υπάρχουν άλλοι περιορισμοί που δημιουργούν η Ε.Ε., το ΔΝΤ, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, εχθρικά ΜΜΕ, επιχειρηματικοί όμιλοι και πολλοί άλλοι καλοθελητές», σημειώνει.

Ασκώντας κριτική σε όσους ισχυρίζονται ότι οι ελιγμοί στην περίπτωση του δημοψηφίσματος οφείλονται σε προδοσία από την ηγεσία του κόμματος, υποστηρίζει ότι μια τέτοια στάση δεν είναι μαρξιστική κι επιπλέον δεν επιτρέπει «μια σοβαρή συζήτηση για την όποια ήττα». Προσθέτει, δε, ότι «μια τέτοια στάση, εκτός του ότι τρέφει έναν ιδιότυπο σεχταρισμό εντός της Αριστεράς, δεν βοηθά την ανασύνθεσή της. Αυτή η ανάγκη είναι επείγουσα ύστερα από τις ευρωεκλογές. Πρέπει να συζητήσουμε για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μπλοκ εξουσίας. Για προγραμματικές αιχμές που μπορούν να δώσουν ανακούφιση στην κοινωνική μας βάση, αλλά που συγχρόνως προωθούν ένα άλλο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο που θα μπορέσει να στηρίξει την κοινωνική πολιτική. Για το πώς κινητοποιούμε την κοινωνία και αντιμετωπίζουμε τη στρατηγική της επιβίωσης –αντί της στρατηγικής της αντίστασης– που κυριαρχεί σε μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων».

Καταλήγοντας, αναφέρει: «Δεν είναι η θέση μου να μη συζητήσουμε για το ’15, κάθε άλλο. Πιστεύω ότι έχουμε δύο επιλογές μπροστά μας. Είτε παρκάρουμε το ζήτημα του ’15 γιατί δεν θεωρούμε ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε. Είτε το συζητάμε αλλά με άλλους όρους. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα είναι η ανασύνθεση της Αριστεράς και η δημιουργία ενός αντιπαραθετικού κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ».